Το γνωστό και μη εξαιρετέο Λεξικό Μπαμπινιώτη ετυμολογεί τη λέξη «καρμίρης» (ή «καρμοίρης», όπως τη θέλουν οι συντάκτες του) από το «καρίμοιρος» του Ησύχιου (στοιχείο Κάππα 823 στην έκδοση του Kurt Latte). Σύμφωνα με τον Ησύχιο, «καριμοίρους» σημαίνει «τοὺς ἐν μηδεμιᾷ μοίρᾳ, ἢ μισθοφόρους, διὰ τὸ τοὺς Κᾶρας πρώτους μισθοφόρους γενέσθαι».
Όπως σωστά παρατήρησε ο Νίκος Σαραντάκος, «ο τύπος καρίμοιρος απαντά άπαξ, μια φορά μόνο δηλαδή σε ολάκερη την αρχαιοελληνική γραμματεία δεκαπέντε αιώνων, στον Ησύχιο […] Ο Ησύχιος είναι γνωστό ότι δεν αποτελεί αξιόπιστη πηγή όταν τα περιεχόμενά του δεν διασταυρώνονται από πουθενά αλλού, και είναι τουλάχιστον επιπόλαιο να ανατρέπεται μια καθιερωμένη ορθογραφία στο όνομα μιας εντελώς αβέβαιης ετυμολογικής πρότασης, η οποία άλλωστε κάθε άλλο παρά έχει γίνει ομόφωνα δεκτή.» Στις ευλογότατες διαπιστώσεις του Ν.Σ. προσθέτω ότι και η σημασία που δίνει ο Ησύχιος στη λέξη δεν φαίνεται να έχει μεγάλη σχέση με τη σημερινή σημασία του «καρμίρης». Άλλο δηλαδή ο ουτιδανός, ο αξιοκαταφρόνητος μισθοφόρος, ο «ἐν μηδεμιᾷ μοίρᾳ», και άλλο ο μίζερος, ο τσιγκούνης, ο φτηνιάρης, ο «τσίπης» (αστοριανό αυτό το τελευταίο, εκ του αγγλικού cheap) — σημασίες που έχει η λέξη «καρμίρης» στη νεοελληνική αργκό.
Αναρωτιέται λοιπόν κανείς μήπως πρέπει να αναζητηθεί αλλού η προέλευση (και συνεπώς η ορθογραφία) του καρμίρη. Δεν ισχυρίζομαι βέβαια ότι έχω τη λύση στο πρόβλημα, διαπιστώνω όμως ότι στην αρμενική γλώσσα υπάρχει η λέξη «καρμίρ» (կկարմիր, στο αρμενικό αλφάβητο), που σημαίνει «κόκκινος». Μα ποια σχέση έχει ο «κόκκινος» με τον «καρμίρη»; Καμία, προφανώς. Ωστόσο, το αρμενικό «καρμίρ» χρησιμοποιείται ως πρώτο συνθετικό πολλών τοπωνυμίων, όπως για παράδειγμα το «Καρμίρ Κουλαλί», το «Καρμίρ Βανκ» ή το «Καρμίρ Μπλουρ». Αναρωτιέμαι λοιπόν μήπως η συχνότητα με την οποία εμφανίζεται το «καρμίρ» ως πρώτο συνθετικό αρμενικών τοπωνυμίων οδήγησε στην εξίσωση Αρμένιος = Καρμίρης. Κατά παρόμοιο τρόπο, όλες οι Μικρασιάτισσες της Νέας Ιωνίας του Βόλου όπου μεγάλωσα ήταν συλλήβδην «Σμυρνιές», έστω κι αν κατάγονταν, ξέρω γω, από την Κωνσταντινούπολη, τη Νίκαια ή τη Σαμψούντα. [Συμπλήρωμα: Όπως σωστά επισημαίνει ο Νίκος Σαραντάκος σε σχόλιό του, καλύτερο παράλληλο για τη σημασιολογική εξέλιξη που περιγράφω είναι το «τσιγκούνης», που προέρχεται από την τουρκική λέξη για τον «τσιγγάνο», çengen.]
Πάει καλά ως εδώ. Από πού κι ως πού όμως αποδίδουμε στους φίλους Αρμένιους μιαν ιδιότητα τόσο απωθητική όσο η καρμιριά; Η εξήγηση ίσως να ανάγεται στους βυζαντινούς χρόνους. Πράγματι, ικανός αριθμός βυζαντινών συγγραφέων, από τον Γρηγόριο τον Ναζιανζηνό και τον Ευστάθιο Θεσσαλονίκης ίσαμε την Κασσιανή και τους ανώνυμους λεξικογράφους του «Γουδιανού» ετυμολογικού φαίνεται πως δεν είχαν και την καλύτερη άποψη για τους Αρμένιους. Ο Ναζιανζηνός, για παράδειγμα, στον πασίγνωστο επικήδειο λόγο του για τον φίλο του Μέγα Βασίλειο (κεφ. 17.2, έκδ. F. Boulenger) λέει τα εξής: «Οὐχ ἁπλοῦν γένος εὑρίσκω τοὺς Ἀρμενίους, ἀλλὰ καὶ λίαν κρυπτόν τι καὶ ὕφαλον.» Ο Ευστάθιος, τώρα, στην εξιστόρηση της άλωσης της Θεσσαλονίκης (σ. 124) γράφει: «Ἀλλ’ ἅμα ὑπεκρουσάμην Ἀρμενίους καὶ ζέσιν ἔπαθον περικάρδιον, ἐννοησάμενος ὁποῖα κακὰ καὶ αὐτοὺς ὁ βάσκανος δαίμων ἡμῖν προσέθετο, ἔξω μὲν πρὸ τῆς ἁλώσεως ἓν ὄντας τοῖς πολεμίοις καὶ θερμοτέρους ἐκείνων εἰς τὰ καθ’ ἡμῶν ἀποδεικνυμένους κακὰ ἐν ἐφόδοις, ἐν λόχοις, ἐν προόδοις ταῖς εἰς λείαν, ἐν μηχαναῖς, ἐν ἐκφάνσεσι τῶν λανθανόντων, ἔσω δὲ δεσπόζοντας ἡμῶν καὶ αὐτούς, ἀπειλουμένους, ἐπιτάσσοντας, ἀποστεροῦντας, τύπτοντας, ἄγχοντας τοῖς ὠνίοις.» Αυτό το «ἄγχοντας τοῖς ὠνίοις» υποδηλώνει, νομίζω, ότι για τους ελληνόφωνους κατοίκους της μεσαιωνικής Θεσσαλονίκης οι Αρμένιοι ήταν αδίστακτοι κερδοσκόποι, που δεν το είχαν σε τίποτα να πλουτίσουν στη μαύρη αγορά. Λίγο πιο κάτω, μάλιστα (σ. 126), ο Ευστάθιος δεν διστάζει να τους κατηγορήσει ότι δηλητηρίαζαν, λέει, τα τρόφιμα που προορίζονταν για τους ελληνόφωνους: «Οἱ δὲ ἐξώλεις Ἀρμένιοι λέγεται καὶ καταμιαίνειν ἡμῖν τοὺς ἄρτους.»
Στη γνωστή μας Κασσιανή, τώρα, αποδίδεται ένα απίστευτα μισαλλόδοξο ποίημα, που σέρνει τα εξ αμάξης στους Αρμένηδες (σ. 114 στην έκδοση της Αντωνίας Τριπολίτη):
Οἱ Ἀρμένιοι
Τῶν Ἀρμενίων τὸ δεινότατον γένος
ὕπουλόν ἐστι καὶ φαυλῶδες εἰς ἄγαν,
μανιῶδές τε καὶ τρεπτὸν καὶ βασκαῖνον,
πεφυσιωμένον πάμπλειστα καὶ δόλου πλῆρες·
εἶπέ τις σοφὸς περὶ τούτων εἰκότως·
Ἀρμένιοι φαῦλοι μὲν κἂν ἀδοξῶσι,
φαυλότεροι δὲ γίνονται δοξασθέντες,
πλουτήσαντες δὲ φαυλότατοι καθόλου,
ὑπερπλουτισθέντες δὲ καὶ τιμηθέντες
φαυλεπιφαυλότατοι δείκνυνται πᾶσι.
Τέλος, το «Γουδιανό Ετυμολογικό» (Etymologicum Gudianum, λ. Ἀρμένιος, σ. 200 της έκδ. de Stefani) γράφει τα εξής εποικοδομητικά: «Ἀρμένιος· ἀπέργης, εἰ μὴ ἄρῃ, οὐ μένει, οὐκ ἠρεμεῖ, εἰ μὴ φονεύσῃ· θὴρ γάρ ἐστι καὶ πρὸς αἷμα τρέχει, ἀδελφοκτόνος, νεοκτόνος, [ἀπέργων] ἀπαίρων ἐκ τῆς ἰδίας πατρίδος ζῇ μὴ ἠρεμῶν τῷ βίῳ· δόλος δὲ ὅρκῳ τῇ συμπλοκῇ τῶν λόγων.» Με άλλα λόγια, ο ανώνυμος συντάκτης ετυμολογεί το «Αρμένιος» από το (ανελλήνιστο) «ἄρῃ, οὐ μένει», που θα πει σε ελεύθερη μετάφραση «σηκώνεται και φεύγει, δεν κάθεται σ’ έναν τόπο». Στη συνέχεια, περνάει τους συμπαθείς Αρμενίους γενεές δεκατέσσερεις — δεν αντέχω να μεταφράσω το υβρεολόγιο, δείτε το μόνοι σας και βγάλτε τα συμπεράσματά σας.
Όπως είναι γνωστό, οι Αρμένιοι, άνθρωποι δραστήριοι, προοδευτικοί και φιλόδοξοι, κέρδιζαν συχνά πλούτη και αξιώματα στον βυζαντινό κρατικό μηχανισμό, πράγμα που προκαλούσε βέβαια τον φθόνο των ελληνόφωνων. Τη στάση αυτή τη «δικαιολογούσε» και τη διευκόλυνε το γεγονός ότι πολλοί Αρμένιοι ήταν εικονοκλάστες, με γνωστότερον τον αυτοκράτορα Λέοντα Ε᾽. Πάμπολλοι Αρμένιοι στελέχωναν τον βυζαντινό στρατό, και μάλιστα σε νευραλγικές παραμεθόριες θέσεις, όπως μαρτυρεί ο Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος. Πασίγνωστος είναι βέβαια ο Ναρσής, ο επιτυχημένος αρμένιος στρατηγός του Ιουστινιανού. Πλήθος από βυζαντινούς αυτοκράτορες (ο Ηράκλειος, ο Βασίλειος, ο Ιωάννης Α’ Τζιμισκής, ο Νικηφόρος Β᾽, ο Ρωμανός Α᾽) ήταν αρμενικής καταγωγής. Η οικονομική προκοπή και η κοινωνική άνοδος τόσων Αρμενίων εξηγεί ευκολότατα το μίσος που έτρεφαν οι ελληνόφωνοι εναντίον τους. Οι κατηγορίες για φιλαργυρία και παράνομο πλουτισμό ανήκουν, βέβαια, στην πανανθρώπινη παρακαταθήκη των συκοφαντιών, από την οποία τόσοι και τόσοι άντλησαν και αντλούν «επιχειρήματα» για να προπηλακίσουν αντίπαλες εθνικές ομάδες. Δεν έχει κανείς παρά να θυμηθεί τις προκαταλήψεις (διαδεδομένες, αλίμονο, και σήμερα) για την τσιγκουνιά και τη φιλαργυρία –δηλαδή την «καρμιριά»– των Εβραίων.
Ξέρω ότι τα επιχειρήματα που προσπάθησα να παρουσιάσω σχετικά με την προέλευση της λέξης «καρμίρης» είναι, ίσως, υπερβολικά περίπλοκα, πράγμα που ενδεχομένως αποδυναμώνει τη θέση μου. Είμαι βέβαιος όμως ότι η αναγωγή του «καρμίρη» στους «καριμοίρους» του Ησύχιου είναι ακόμη πιο απίθανη. Εν πάση περιπτώσει, ελπίζω ότι οι σκέψεις αυτές θα δώσουν το έναυσμα γονιμότερων αναζητήσεων από άλλους ιστολογούντες, γλωσσολογούντες και συμφιλολογούντες.