Οι κανόνες που ρυθμίζουν τη χρήση των σημείων στίξης, κυρίως του κόμματος και της άνω τελείας, δεν είναι πάντοτε σαφείς· αρκετά συχνά μάλιστα φέρνουν σε αμηχανία ακόμη και έμπειρους γραφιάδες. Για τη χρήση των εισαγωγικών όμως οι κανόνες είναι απλούστατοι: τα χρησιμοποιούμε για να δηλώσουμε ότι το κείμενο που περικλείεται ανάμεσά τους είναι κατά λέξη παράθεμα. Κατ’ επέκταση, χρησιμοποιούμε εισαγωγικά και στις περιπτώσεις όπου θέλουμε να δώσουμε ειρωνική χροιά στα γραφόμενά μας: υποδηλώνουμε με τον τρόπο αυτόν ότι το εντός εισαγωγικών κείμενο απλώς το παραθέτουμε κατά λέξη, έτσι όπως ειπώθηκε ή γράφτηκε από κάποιον άλλο. Δεν το προσυπογράφουμε, δεν το εγκρίνουμε· αντιθέτως μάλιστα σαρκάζουμε την αφέλεια ή την άγνοια ή την υποκρισία του συντάκτη του. Έτσι, για παράδειγμα, γράφουμε ότι ο Μαγγίνας έχτισε «αναψυκτήριο» στο Κορωπί ή ότι ο Ζουράρις είναι «καθηγητής» (άγνωστο σε ποιο πανεπιστήμιο) ή ότι στις 21 Απριλίου του ’67 έγινε «επανάσταση». Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, τα εισαγωγικά υποκρύπτουν δυσπιστία, ειρωνεία, σαρκασμό.
Εδώ και πολλά χρόνια, έχω την εντύπωση ότι για πολλούς γραφιάδες, κυρίως μάλιστα για τους επάρατους και κατά τεκμήριο αστοιχείωτους δημοσιογράφους, τα εισαγωγικά είναι κάτι σαν μαϊντανός: τα βάζουν όπου τους καπνίσει, κι αν πέσει και λίγο παραπάνω, δε χάλασε ο κόσμος. Συμπαθάτε με, αλλά είμαι αναγκασμένος να δώσω μερικά κραυγαλέα παραδείγματα, όλα αντλημένα από τις καθημερινές εφημερίδες:
1) Στη νέα ταινία του Μ.Π. … που «βγαίνει» μεθαύριο Πέμπτη στις κινηματογραφικές αίθουσες.
2) Ο ηθοποιός προσκόμισε συμβόλαιο που έχει με τηλεοπτικό σταθμό … το οποίο προβλέπει ρήτρα 100.000 ευρώ σε περίπτωση που «εγκαταλείψει» το σίριαλ στο οποίο συμμετέχει.
3) Μπορεί να παρηγορηθεί, τελικά, με το γεγονός ότι δεν υποχρεώνεται να κάνει «ουρά».
4) Ωστόσο, θα πρέπει να εκτιμήσουμε ότι διαρκούντος του 2007 σημειώθηκαν και κάποιες «δονήσεις» που κίνησαν κάπως τα λιμνάζοντα νερά της τελευταίας τριετίας. […] Εν πάση περιπτώσει, ο Δεκέμβριος του 2007 άφησε κάποια ευχάριστα «αποτυπώματα» στο πέρασμά του…
Ας πάρουμε τα παραδείγματα με τη σειρά. Στο υπ’ αρ. 1, τα εισαγωγικά δείχνουν, μάλλον, ότι ο συντάκτης δεν νιώθει και πολύ άνετα που χρησιμοποιεί καθομιλούμενη έκφραση, και μάλιστα σε εφημερίδα περιωπής. Καταδέχεται, ωστόσο, να κάνει μια παραχώρηση στους χυδαϊστές και να πει «η ταινία βγαίνει μεθαύριο στους κινηματογράφους», φροντίζοντας όμως να δηλώσει, με τα ευγλωττότατα εισαγωγικά, ότι συνειδητοποιεί πλήρως πως εκείνο το «βγαίνει» δεν είναι του επιπέδου του, αλλά και πώς αλλιώς να το πεις, βρε αδερφέ.
Το υπ’ αρ. 2 παράδειγμα είναι κάπως διαφορετικό. Ο συντάκτης θεωρεί, προφανώς, ότι εγκαταλείπει κανείς μονάχα τον τόπο του ατυχήματος ή τον/την σύντροφο της ζωής του, ποτέ όμως το σίριαλ στο οποίο συμμετέχει. Με άλλα λόγια, οποιαδήποτε χρήση τού εγκαταλείπω που, χωρίς να είναι ακριβώς μεταφορική, ξεφεύγει κάπως από την κυριολεξία είναι, για τον «καλό δημοσιογράφο» (απαραίτητα εδώ τα εισαγωγικά!), κατακριτέα ή αδόκιμη ή δεν ξέρω ‘γω τι άλλο. Τα εισαγωγικά χρησιμοποιούνται λοιπόν εδώ σαν είδος απολογίας: «συμπαθάτε με, πατριώτες, το ξέρω ότι το εγκαταλείπω δεν είναι το σωστό ρήμα, αλλά αυτή τη στιγμή δεν μου ‘ρχεται και τίποτα καλύτερο, οπότε κοτσάρω το εγκαταλείπω φαρδύ πλατύ, αλλά βάζω και τα εισαγωγικά, για να το παίξω υπεράνω.»
Παρόμοια είναι η περίπτωση του υπ’ αρ. 3 παραδείγματος. Ο συντάκτης του είναι γνωστός μυγιάγγιχτος, που αφρίζει και ξαφρίζει άπαξ της εβδομάδος με τα ανήκουστα που παρατηρεί στους δρόμους της Αθήνας: κοριτσάκια που δεν σηκώνονται στο λεωφορείο για να καθήσει η ηλικιωμένη κυρία, προσκοπάκια που δεν περνάνε τις γιαγιάδες στο απέναντι πεζοδρόμιο, αναίσθητοι περαστικοί που δεν ρίπτουν τον οβολόν τους στο ντενεκεδάκι του ζητιάνου, και άλλα τέτοια σπαραξικάρδια. Δεν είναι να απορεί λοιπόν κανείς που ο εν λόγω σιχαίνεται να χρησιμοποιήσει την κοινότατη έκφραση κάνω ουρά δίχως να κοτσάρει και τα εισαγωγικούλια του, έτσι για να ειδοποιήσει την εκλεκτή πελατεία του ότι δεν καταδέχεται να κατρακυλήσει, έστω και προς στιγμή, στη χυδαία γλώσσα της πλέμπας χωρίς την προστατευτική ασπίδα των εισαγωγικών.
Τέλος, το τέταρτο παράδειγμα είναι, αυτό που λένε, όλα τα λεφτά. Πρόκειται για εξόφθαλμη περίπτωση μεταφοράς: μιλάμε κυριολεκτικά για σεισμικές δονήσεις, αλλά μεταφορικά για πολιτικές δονήσεις που προκαλούνται από πρωτοβουλίες, παρεμβάσεις και ό,τι άλλο. Το ίδιο ισχύει και για τα αποτυπώματα: τα κυριολεκτικά είναι αυτά που αφήνουν οι πατούσες στην άμμο ή οι διαρρήκτες στις κλειδαριές· τα μεταφορικά είναι αυτά που άφησε η διπλωματική δραστηριότητα κατά το 2007. Οι μεταφορές, κατά τα φαινόμενα, προκαλούν τρόμο στον αγαθό και άπραγο δημοσιογράφο, ο οποίος εικάζουμε ότι είχε κάνει κοπάνα την ημέρα που ο δάσκαλος εξηγούσε τι θα πει μεταφορά. Έτσι, βολεύτηκε με την εύκολη λύση: έσπευσε να αναζητήσει καταφύγιο στη θαλπωρή και την ασφάλεια των εισαγωγικών. Δεν είμαι μέσα στο κεφάλι του καλού συντάκτη, αλλά υποθέτω ότι θέλησε με τον τρόπο αυτό να δηλώσει ότι οι πολιτικές δονήσεις που σημειώθηκαν το 2007 δεν είναι απ’ αυτές που μετριούνται σε βαθμούς Ρίχτερ, και ότι τα αποτυπώματα που άφησε το 2007 στην πολιτική ζωή δεν είναι ορατά «διά γυμνού οφθαλμού» (εμ, άχτι το ‘χα να βάλω και γω εισαγωγικά!). Το ότι ο άριστος δημοσιογράφος κατάφερε να συνδυάσει την πλημμελή χρήση των εισαγωγικών με την περιδιαγραμμάτου γενική απόλυτη (διαρκούντος του 2007) δεν πρέπει, βέβαια, να μας εκπλήσσει: και τα δύο είναι εκφάνσεις της ίδιας συμπλεγματικής, αφ’ υψηλού, αλλά τραγικά ελλειμματικής σχέσης των ελλήνων δημοσιογραφούντων με την ίδια τους τη γλώσσα, με το εργαλείο που τους δίνει να φάνε, στο κάτω κάτω.
Το συμπέρασμα, νομίζω, βγαίνει από μόνο του (όχι, προς θεού,
«βγαίνει» από μόνο του!): η κατάχρηση των εισαγωγικών –η χρησιμοποίησή τους δηλαδή για σκοπούς διαφορετικούς από εκείνους που περιγράψαμε στην πρώτη παράγραφο— καταντάει συχνότατα ορθογραφικός ακκισμός, σαν κι αυτούς που
περιέγραφα σε παλιότερα
ποστάκια. Ας το επαναλάβω ακόμα μια φορά, για να το εμπεδώσουνε κι οι πιο μη μου άπτου σουσουδιστές: τα εισαγωγικά δεν είναι για να υπογραμμίζουμε ότι καταδεχόμαστε, κατά παραχώρηση, να μεταχειριστούμε καθομιλούμενες εκφράσεις (
κάνω ουρά,
η ταινία βγαίνει στους κινηματογράφους), αλλά για να ειδοποιούμε τον αναγνώστη ότι το εντός εισαγωγικών κείμενο είτε είναι αυτολεξεί παράθεμα είτε χρησιμοποιείται ειρωνικά.
Επειδή όμως ξέρω πως εγώ τα λέω, εγώ τ᾽ ακούω, κι επειδή υποψιάζομαι πως οι αδικιωρισμένοι οι δημοσιογράφοι θα συνεχίσουνε να βάζουν εισαγωγικά όπου τους βουληθεί, κι επειδή στον ελληνικό καθημερινό και περιοδικό τύπο ισχύει το μπάτε σκύλοι αλέστε, προτείνω ένα πιο ριζικό μέτρο: πλήρη κατάργηση των εισαγωγικών και απαγόρευση της χρησιμοποίησής τους επί ποινή θανάτου! Για τα παραθέματα μπορούμε μια χαρά να χρησιμοποιούμε πλάγια στοιχεία, ενώ για να δώσουμε ειρωνική χροιά στα λεγόμενά μας μπορούμε κάλλιστα να ρυθμίσουμε ανάλογα το ύφος μας — δεν είναι δα ανάγκη να του τα δίνουμε όλα έτοιμα του αναγνώστη!
Προσκαλώ λοιπόν όλους τους συμπλογκεράδες σε συγκέντρωση διαμαρτυρίας ενάντια στον φασισμό των εισαγωγικών μεθαύριο στην Πλατεία Συντάγματος. Ελάτε να «ενώσουμε» τις φωνές μας, μήπως και «πάρουν πρέφα» επιτέλους οι δημοσιογράφοι ότι «έφτασε ο κόμπος στο χτένι» κι ότι δεν πρέπει να «το παρατραβήξουν» άλλο, γιατί «πίσω έχει η αγκόρτσα την ουρά».
Read Full Post »