Είναι πασίγνωστο ότι στην κοινή νεοελληνική η γενική πτώση, ιδιαίτερα μάλιστα η γενική πληθυντικού, έχει προβλήματα υγείας. Πολλά ουσιαστικά δεν τη σχηματίζουν καθόλου: λέμε, ξέρω γω, ένα καφεδάκι με τρεις ζάχαρες, αλλά ευτυχώς κανείς δεν σκέφτηκε μέχρι τώρα να πει *των ζαχαρών ή, ακόμα χειρότερα, *των ζαχάρεων (αν και ποτέ δεν ξέρεις τι γίνεται). Το ίδιο ισχύει, για παράδειγμα, με τις κότες, τις πάπιες, τις κατσίκες και λοιπά κατοικίδια. Το ίδιο ισχύει και για τις δυσώνυμες πισίνες, που η γενική τους δίνει λαβή για εύκολα αστεία. Ότι η γενική πληθυντικού υποχωρεί ατάκτως φαίνεται ξεκάθαρα στη διάλεκτο των αδελφών Κυπρίων, οι οποίοι την έχουν αντικαταστήσει με την αιτιατική: ο δρόμος τες φοινικούδες είναι ο δρόμος των φοινίκων στην παραλία της Λάρνακας· τα φυλάκια τους στρατιώτες θα πει τα φυλάκια των στρατιωτών· το σπίτι τους αρφούς μου σημαίνει το σπίτι των αδερφών μου· και πάει λέγοντας. Βέβαια, αυτού του τύπου η αιτιατική λειτουργεί μόνο στις περιπτώσεις όπου αντικαθιστά την κτητική γενική. Δεν μπορεί όμως να υποκαταστήσει τις υπόλοιπες λειτουργίες της γενικής. Γι’ αυτό και τα τελευταία χρόνια, με την επίδραση ασφαλώς και της κοινής νεοελληνικής που διατηρεί τη γενική πληθυντικού, έχουν αρχίσει και στην Κύπρο να σκαρώνουν ανήκουστες γενικές του τύπου των κοπέλων ή των καρέκλων, που τις χρησιμοποιούν αβέρτα κουβέρτα στον καθημερινό λόγο, συχνά μάλιστα και στον γραπτό. (Φίλος από το νησί μού έστειλε τις προάλλες απόσπασμα από τα πρακτικά της Συγκλήτου του εκεί Πανεπιστημίου, όπου γινόταν λόγος για «πολιτική αντικατάστασης καρέκλων»!)
ΑΤΙΜΗ ΓΕΝΙΚΗ
28 Δεκεμβρίου, 2007 από Νέος Τιπούκειτος
Για τα προβλήματα της γενικής πληθυντικού έχουν γράψει πολλοί πολλά, και συνήθως καλά. Περιορίζομαι να παραπέμψω σε ένα άριστο, όπως πάντα, σημείωμα του Γιάννη Η. Χάρη, που θα το βρείτε εδώ. Ιδιαίτερα προβληματική κατηγορία αποτελεί η γενική πληθυντικού πολλών λόγιων λέξεων: όπως δείχνει ο ΓΗΧ, εύκολα λένε οι αρχαιόπληκτοι οι ζώσες γλώσσες, δύσκολα όμως θα πει κανείς των ζωσών γλωσσών. Δεν θυμάμαι πια σε τίνος σπουδαίου αρχαιολόγου το σύγγραμμα διάβασα εκείνο το εξαίσιο: των σεσηπότων σανίδων. Όποιος κι αν ήταν ο συγγραφέας, ήταν φανερό (αυτό το θυμάμαι καλά) ότι την καθαρεύουσα την έπαιζε στα δάχτυλα. Δεν του πήγε όμως η καρδιά (και σωστά!) να γράψει των σεσηπυιών σανίδων — ο θεός να μας φυλάει!
Διαβάζοντας το σημερινό φύλλο των Νέων (28-12-2007), έπεσα πάνω σ’ ένα μαργαριτάρι πρώτης τάξεως, που δείχνει ότι οι λατρεμένοι μου έλληνες δημοσιογράφοι αντιμετωπίζουν προβλήματα όχι μόνο με το θηλυκό των μετοχών, αλλά και με άλλες, πολύ πιο κοινόχρηστες λέξεις. Στο άρθρο της εφημερίδας, που με έβγαλε από τα ρούχα μου, γίνεται λόγος για κάποιον γάλλο συγγραφέα, ο οποίος έβγαλε εκατομμύρια μεταφέροντας στο χαρτί, και πουλώντας σε μορφή βιβλίου, τις ατάκες που άκουγε στα μπαρ απ’ τον έναν κι απ’ τον άλλον. «Έπειτα από είκοσι χρόνια», διαβάζω, ο εν λόγω συγγραφέας «έβγαλε τόμους, πούλησε 1,3 εκατομμύρια αντίτυπα κι έβγαλε το προφίλ της τάξης των πότηδων της Γαλλίας». Αντιπαρέρχομαι εκείνο το εκπάγλου αοριστίας «έβγαλε το προφίλ»· αντιπαρέρχομαι και τη βαρυστόμαχη συσσώρευση τριών γενικών («της τάξης των πότηδων της Γαλλίας»). Δεν μπορώ όμως να κλείσω τα μάτια σ’ εκείνο το απίθανο των πότηδων. Αν η καλή συντάκτρια ήθελε, καλά και ντε, να χρησιμοποιήσει το πότης στη γενική πληθυντικού, έπρεπε να γράψει των ποτών. Έλα όμως που οποιοσδήποτε ομιλητής της νεοελληνικής, αν είναι στα σύγκαλά του, θα εννοήσει το των ποτών ως γενική πληθυντικού του ποτού (τα ποτά, των ποτών) και όχι του πότη! Η δημοσιογράφος θα είχε αποφύγει την παγίδα, εάν είχε καταδεχτεί να γράψει των μπεκρήδων, που μπορεί να μην είναι ό,τι κομψότερο έχει πλάσει η ελληνική γλώσσα, είναι όμως αποδεκτό (ακόμα). Άλλωστε, εκείνο το πότηδων έχει πλαστεί αναμφίβολα με επίδραση του μπεκρήδων.
Ψιλά γράμματα, θα μου πείτε. Το δίχως άλλο. Το παράδειγμα που έδωσα είναι όμως κάθε άλλο παρά μεμονωμένο. Η προσκόλληση στον επιφανειακό λογιοτατισμό, ειδικά όταν συνδυάζεται με την παροιμιώδη γλωσσική αμεριμνησία των ελλήνων δημοσιογράφων, δεν οδηγεί απλώς σε μαργαριτάρια σαν κι αυτό που ανέφερα, αλλά και προκαλεί, όπως λένε οι μηχανικοί, δομικές βλάβες στον φέροντα οργανισμό της νεοελληνικής, που αγωνίζεται ακόμα, η καημενούλα, να αναδυθεί από δεκαετίες γλωσσικής υποτέλειας στην καθαρεύουσα.
Τιπούκειτε, άδικα της τα έσουρες της Έφης Φαλίδα. «Πότηδων» είναι η γενική του «πότηδες» – ψιλοσλάνγκ χιουμοριστική εκδοχή του «πότες». 😉
Κανονικά θα ‘πρεπε να το βάλει μέσα σε εισαγωγικά… :Ρ
Οι διάλεκτοι και τα ιδιώματα πάντως παρουσιάζουν ιδιαίτερη χαλαρότητα όσον αφορά τις πτώσεις και την ίδια τους τη λειτουργία. Π.χ. στο απεραθίτικο ιδίωμα που μελετώ, αλλά γενικότερα και στα 3 ιδιώματα της Νάξου, οι καταλήξεις της αιτιατικής πληθυντικού είναι όμοιες με της ονομαστικής (επίσης συμβαίνει και το αντίστροφο, αλλά θέλει αρκετό ψάξιμο το ζήτημα). Επίσης, παρατηρούμε την αντικατάσταση της αιτιατικής των κλιτικών σε γενική: τα παιδιά dωνε, το σπίτι dωνε, τωνε λέω, δεν των αρέσουνε κ.λπ.
@hominid: Χρόνια και ζαμάνια κάναμε να σε δούμε! Καλώς μας ξαναήρθες. Το «πότηδες» ως σλανγκ εκδοχή του «πότες» υπάρχει ή το έβγαλες απ’ το μανίκι; Λείπω, βλέπεις, χρόνια από την Ελλάδα και έχω χάσει επεισόδια, ειδικά στο κεφάλαιο της σλανγκ…
@Μαρία/Φωτεινή: Καλώς ορίσατε στο φτωχικό μας! Ο παραλληλισμός με το απεραθίτικο ιδίωμα είναι πολύ ενδιαφέρων, αν και νομίζω ότι τα παραδείγματα που αναφέρεις (τα παιδιά dωνε, το σπίτι dωνε, τωνε λέω, δεν των αρέσουνε) δεν απέχουν πολύ από την κοινή νεοελληνική. Αν δεν κάνω λάθος, ο Τριανταφυλλίδης παραδέχεται διτυπία στους αδύνατους τύπους των προσωπικών αντωνυμιών (οι γονείς τους, αλλά και οι γονείς των). Εν πάση περιπτώσει, το σπίτι dωνε ευθυγραμμίζεται με τον ενικό το σπίτι του, ενώ το της κοινής το σπίτι τους φανερώνει, νομίζω, τάση παρόμοια με της κυπριακής διαλέκτου — τάση, δηλαδή, να υποκατασταθεί η γενική πληθυντικού από την αιτιατική.
Τις ευχαριστίες μου και τις καλημέρες μου και στους δύο φίλους που άφησαν το σχολιάκι τους! Και καλή μας χρονιά!
Καλώς σας βρήκαμε, αγαπητέ!
Το ζήτημα με τους αδύνατους τύπους της προσωπικής αντωνυμίας δεν το έχω ψάξει για τη συγκεκριμένη περίπτωση (ακόμη), απλά τυχαίνει τώρα που κάνω κάποιες απομαγνητοφωνήσεις να παρατηρώ τέτοιες συντάξεις… Η τελευταία σου παρατήρηση με βρίσκει σύμφωνη.
Καλή χρονιά και σε σένα! 🙂
Υ.Γ. Κράτα το Μαρία μόνο!
Καλή χρονιά, Τιπούκειτε και Μαρία.
Το «πότηδες» το έχω ακούσει -ου μην αλλά και γκουγκλοτσεκάρει- προσωπικώς. 😉
Αγαπητέ Τιπούκειτε, καλή χρονιά!
Καιρό είχα να περάσω από το λημέρι σου, βέβαιος δεν θα έχεις βγάλει φρέσκο πράγμα, καθώς συνήθως η κίνηση πέφτει στη χριστουγεννιάτικη περίοδο. Εσύ, όμως, πας κόντρα στο ρεύμα, βλέπω, και έχεις βγάλει πράματα και θάματα. Μπράβο!
Για τους πότηδες ομολογώ άγνοια. Πρόσεξα ένα άλλο, το «καρέκλων». Θαρρώ ότι με τη γραμματική πηγαίνοντας, αν έπρεπε να δώσουμε (με το πιστόλι στον κρόταφο να μας απειλεί, βέβαια) γενική πληθυντικού της καρέκλας, θα ήταν «καρεκλών». Ωστόσο, έχω προσέξει ότι πολλές τέτοιες αχώνευτες γενικές παροξύνονται παρά τον «κανόνα». Δεν λέω ότι το «καρεκλών» είναι προτιμότερο’ ξυρισμένο τέρας το ένα, αξύριστο το άλλο. Ωστόσο, εδώ έχουμε ένα περίεργο φαινόμενο: τη λόγια τάση να σχηματίζονται γενικές, αλλά τη λαϊκή τάση να παροξύνονται. Το θέμα θέλει θαρρώ μελέτη.
ν.σ.
Στη Δυτική Κρήτη τουλάχιστο ο τύπος «των κοτών» είναι κανονικός και κοινόχρηστος. Κάποτε θα ακούσεις και «των κοτώνε». Το ίδιο ισχύει ως ένα βαθμό και για το «των κατσικών», νομίζω όμως πως η τάση είναι οι κατσίκες και οι πάπιες να δανείζονται τη γενική του πληθυντικού από τα κατσίκια και τα παπιά: των κατσικιών και των παπιών, λοιπόν.
Ζήτησα χθες απ’ τα τρία ανήψια μου, παιδιά των τελευταίων τάξεων του δημοτικού και της πρώτης γυμνασίου να μου πουν πώς θα λέγαν τη φράση «τα πόδια της καρέκλας» αν οι καρέκλες ήταν πολλές: «τα πόδια των ;». Όλα, το καθένα χωριστά, μου απάντησαν αμέσως: «των καρεκλών», (αν και ο μικρότερος, πονηρός γαρ και νομίζοντας ότι το πάω αλλού, πρόσθεσε αμέσως και τα «καρεκλοπόδαρα».)
Νομίζω ότι η παλιά γενικοφοβία της δημοτικής δεν έχει πια σήμερα νόημα. Όσο περισσότερο τρίβονται οι λέξεις στην καθημερινή ομιλία, τόσο πιο φυσικά προκύπτει και η γενική πληθυντικού, που σχηματίζεται συνήθως κατά το λόγιο πρότυπο. Προσωπικά, δεν βλέπω «δομικές βλάβες στον φέροντα οργανισμό της νεοελληνικής», αλλά όπως και η φράση αυτή δείχνει από μόνη της, αναγκαίες και ήδη αναντίστρεπτες μεταβολές.
Το Google δίνει για το «καρεκλών» 3470 ευρήματα, για το «κατσικών» 160, για το «κοτών» 486, για το «ζαχαρών» 118 και για το «ζαχάρεων» 61. Ακόμη και για τον τύπο «πάπιων» υπάρχουν 35 ευρήματα.
Ενδιαφέρον είναι ότι πολλά από αυτά τα κείμενα είναι διοικητικά ή επιστημονικά. Η πείρα δείχνει ότι άπαξ και ένας όρος περάσει στην γραφειοκρατική γλώσσα επιβάλλεται ως έναν βαθμό και στην καθημερινή χρήση.
Συμφωνώ ότι, όπως υποδεικνύουν ο Νίκος Σαραντάκος και ο/η k.α., αν θέλαμε καλά και σώνει να βρούμε γενική πληθυντικού για τις καρέκλες, θα συμφωνούσαμε, οι περισσότεροι, στο καρεκλών. Ωστόσο, η επιλογή στην οποία κατέληξσε το ανιψάκι του/της k.α. φανερώνει, νομίζω, γλωσσικό αίσθημα ιδιαίτερα οξυμμένο: καρεκλοπόδαρα!
Εν πάση περιπτώσει, παρά την πολύ ενδιαφέρουσα παρέμβαση του/της k.α., θα επιμείνω ότι το πρόβλημα δεν είναι αφορά μερικές μόνο λέξεις (καρέκλες, κότες, κατσίκες), όπου ο άλφα η ο βήτα τύπος της γεν. πληθ. θα μπορούσε, στο κάτω κάτω, να επιβληθεί, έστω και εκ των άνω, στη γλωσσική χρήση με την πολύχρονη τριβή. Το πρόβλημα, νομίζω, είναι ευρύτερο. Αφορά δηλαδή τη θέση της γενικής πληθυντικού στο μορφολογικό σύστημα της νέας ελληνικής. Εξακολουθώ να πιστεύω ότι η γενική πληθυντικού βρίσκεται σε υποχώρηση, όπως δείχνουν οι πολυάριθμοι προβληματικοί τύποι που δεν τη σχηματίζουν. Το «των κοτών(ε)» είναι ίσως αποδεκτό στο ιδίωμα της Δυτικής Κρήτης, όχι όμως και στην κοινή νεοελληνική. Σε άλλες περιοχές (π.χ. στον Βόλο όπου μεγάλωσα), προτιμούν συχνά να αντικαθιστούν τη γενική, ενικού και πληθυντικού, με ισοδύναμες δομές: η φράση π.χ. «το σπίτι ενός φίλου μου» γίνεται «το σπίτι από ένα φίλο μου».
Τέλος, πολύ ενδιαφέρουσα είναι η παρατήρηση του Νίκου για την τάση να παροξύνονται οι γενικές πληθυντικού παρά τον «κανόνα»: των καρέκλων, των κοπέλων κτλ. Νίκο, έχεις παραδείγματα από την κοινή νεοελληνική; Τα παραδείγματα που γνωρίζω εγώ προέρχονται αποκλειστικά από την Κύπρο και εντάσσονται, νομίζω, στην ευρύτερη τάση της διαλέκτου να διατηρεί τον τόνο αμετακίνητο σε όλο το εύρος του κλιτικού παραδείγματος. Έτσι, π.χ., το οι αδρώποι είναι ο καθιερωμένος και νόμιμος τύπος της ονομ. πληθ., χάρη στον οποίο αποφεύγεται η μετακίνηση του τόνου στη γενική (οι άνθρωποι – των ανθρώπων). Με παρόμοιο τρόπο σχηματίζονται και οι ονομ. πληθ. λογιότερων ονομάτων: π.χ. οι προέδροι, οι καταλόγοι, οι εμπόροι κτλ. Πρόκειται βέβαια για τάση που υπάρχει και στην κοινή, αν και σε πολύ μικρότερο βαθμό (π.χ. οι μαστόροι, οι δασκάλοι).
Για το δεύτερο σχόλιο του/της Κ.Α. : πρώτα απ’ όλα, θερμές ευχαριστίες για τους κόπους σας. Το litmus test με τα ανιψάκια το χάρηκα ιδιαίτερα! Όσο για τις στατιστικές που προκύπτουν από τον Γούγλη, οπωσδήποτε πρέπει να ληφθούν υπόψη. Αναρωτιέμαι όμως μήπως σε κάποιες (ίσως σε πολλές) περιπτώσεις οι γενικές «των καρεκλών», «των κατσικών» κτλ είναι απλώς επ’ ευκαιρία σχηματισμοί, ελλείψει καλυτέρου (faute de mieux, που λένε και στο χωριό μου). Είναι αλήθεια ότι παρόμοιοι τύποι απαντούν πολλές φορές σε επιστημονικά ή επίσημα έγγραφα, αλλά αυτό δεν υποδεικνύει κατ’ ανάγκη ότι είναι και εύστοχοι ή αποδεκτοί. Ρίξτε μια ματιά στο σχετικό σημείωμα του Ν. Σαραντάκου (http://www.sarantakos.com/language/pistwn2.htm), που τα λέει καλύτερα και πληρέστερα. Αν μη τι άλλο, θα κάνετε καινούργιο συκώτι μ’ εκείνο το «των ζελεδομπουκίτσων»!
Θερμές ευχαριστίες και πάλι για τη συμβολή σας, Κ.Α.!
Να διευκρινίσω τι εννοούσα για την τάση να παροξύνονται οι γενικές παρά τον κανόνα. Εννοώ ότι σε κάποιες από αυτές τις άτριφτες (ακόμα;;) και όχι καθιερωμένες γενικές, όπως «πλατφορμων», είναι πολύ συχνότερο να μην πέφτει «παρά τον κανόνα» ο τόνος, δηλ. «πλατφόρμων», απ’ ό,τι, φερειπείν, σε παγιωμένες γενικές (των έμπορων). Για παράδειγμα, στο γουγλ βρίσκω 2380 «πλατφόρμων» και 4560 «πλατφορμών». Μάλιστα, ένας φίλος που τη γνώμη του την ακούω, μου έλεγε ότι στο δικό του το γλωσσικό αίσθημα οι τύποι όπως «παντόφλων» είναι πιο φυσικοί -ενώ για μένα, σωστότερος (με διακόσα εισαγωγικά) είναι ο «παντοφλών», το καλοχτενισμένο τέρας, όπως λέω κι εδώ:
http://www.sarantakos.com/language/kotsanologio25.html
Από την άλλη, μόλις η λέξη τριφτεί στη χρήση, η επιβολή του κανόνα φαίνεται να διευκολύνεται. Όπως δείχνει το γουγλ, το «καμερών» υπερτερεί συντριπτικά σε σχέση με το «κάμερων». Έτσι, ο λόρδος Κάμερον κατατρόπωσε στη μονομαχία τον Δον Καμερόν, για να δανειστώ το λογοπαίγνιο που σκάρωσε ο ίδιος φίλος μου.
ΥΓ
Γενικότερα, για το γουγλ. Αν και η υπεροχή του Κάμερον είναι αναντίρρητη, στην περίπτωση των πλατφόρμων/πλατφορμών πρέπει να τονιστεί ότι κάμποσες ανευρέσεις του «σωστού» τύπου είναι σικέ, δείγματα περιπουγλώσσας, όπως οι δυο πρώτες από τις ανευρέσεις εδώ:
http://www.google.gr/search?q=%22%CF%80%CE%BB%CE%B1%CF%84%CF%86%CE%BF%CF%81%CE%BC%CF%8E%CE%BD%22&ie=utf-8&oe=utf-8&aq=t&rls=org.mozilla:el:official&client=firefox-a
Για το φαινόμενο της περιπουγλώσσας και πώς απειλεί να νοθέψει και να αχρηστέψει το γουγλ ως εργαλείο στατιστικό, δείτε εδώ, στο τέλος του άρθρου, την ανησυχία που εκφράζει ο φίλος Νίκος Λίγγρης:
http://www.sarantakos.com/language/peripou.html
ν.σ.
Η εντύπωσή μου είναι ότι η υποχώρηση της χρήσης της γεν. πλ. έχει από καιρό σταματήσει και ότι πλέον έχουμε το αντίστροφο φαινόμενο, δηλ. να διευρύνεται. Το ίδιο ισχύει και τις μετοχές, τα τριτόκλιτα, τις προθέσεις που συντάσσονται με γενική κ.ά.
Η γλώσσα των πανεπιστημιακών νομικών εγχειριδίων, λ.χ., είναι σήμερα πολύ πιο καθαρευουσιάνα στο πνεύμα απ’ ό,τι ήταν στα κείμενα των δημοτικιστών νομικών της δεκαετίας του ’80, του Γ.Α. Μαγκάκη ας πούμε.
Δεν νομίζω ότι στο φαινόμενο αυτό η ιδεολογία των αρχαϊστών παίζει ρόλο. Όσο περισσότερο η σύγχρονη ζωή μας θα μας αποξενώνει από τις αγροτικές ρίζες και παραστάσεις μας, τόσο περισσότερα στοιχεία της παλαιότερης δημοτικής θα υποχωρούν. Μην ξεχνάμε και την σημερινή υποχώρηση της λογοτεχνικής παιδείας, που παλιότερα κρατούσε τις ισορροπίες. Οι παλιοί τεχνοκράτες είχαν μια κάποια καλλιέπεια, ήταν περπατημένοι στον έντεχνο λόγο. Οι σημερινοί δεν διαβάζουν καν εφημερίδες.
Για την παρατήρηση της Μαρίας (ως προς την ταύτιση ονομαστικής/αιτιατικής του πληθυντικού στα αξιώτικα):
Νομίζω ότι εννοείς τύπους όπως «τους α[ν]θρώποι» (ή «τους ά[ν]θρωποι») – δηλ. τη μοναδική περίπτωση, σε κληρονομημένες λέξεις και στην κοινή νεοελληνική, όπου υπάρχει διάκριση μεταξύ ονομαστικής και αιτιατικής, στον πληθυντικό. Αν είν’ έτσι, νομίζω ότι το φαινόμενο παρουσιάζεται σε πολλά μέρη (σε πολλές «διαλέκτους») κι έχει, πιστεύω, «συστημική» εξήγηση. Δεν μπορώ να το αναλύσω τώρα εδώ, θα δώσω όμως φράσεις που έχω ακούσει (μέσα στην τελευταία 20ετία):
– στη Μήλο (ή τουλάχιστον στο Χάλακα, Δ. Μήλος, όπου έχω ζήσει για λίγο): «Δώσε [στον Τάδε] χαιρετισμοί».
– στο Μαντούκι (Κέρκυρα): «τρέχει (σ)τσι δρόμοι», «πήγα σε τρεις γιατροί και δε βρίσκουν τι έχω».
[Πάντως, είναι παλεϊκό φαινόμενο, κι οι ανθρώποι απ’ το στόμα των οποίων έχω «ηχογραφήσει» αυτές τις φράσεις ήταν ηλικιωμένοι, από εξήντα και πάνω.]
Για τον Τιπούκειτο (που μιλάει για την ίδια περίπτωση, για τα αρσενικά σε –ος, που είναι οπωσδήποτε ιδιότροπη κατηγορία):
α) Νομίζω ότι το κατέβασμα του τόνου ΚΑΙ στην ονομαστική του πληθυντικού (μαστόροι, δασκάλοι) έχει ευρύτερη διάδοση και στην κοινή (π.χ. αγγέλοι – που υπάρχει σε διάφορους δημοτικούς/λαϊκούς στίχους, και διατηρείται έτσι λόγω της ρίμας). Δεν είμαι όμως σε θέση να το αξιολογήσω σωστά, γιατί:
β) Στη δική μου μητρική γλώσσα (που είναι τα κορφιάτικα), αυτό συμβαίνει σε όλες τις «παλιές» ή «μιλημένες» λέξεις – δηλ. τόσο στις κληρονομημένες (κοκόροι, πολέμοι) όσο και στις «λόγιες» που έχουν περάσει στον προφορικό λόγο (δημάρχοι, υπαλλήλοι).
Σ’ αυτές (και μόνο σ’ αυτές) τις λέξεις κατεβαίνει ο τόνος και στη γενική (ενικού ή πληθυντικού).
Για τον Σαραντάκο (σχετικά με την επικράτηση του Δον Καμερόν σε βάρος του Λόρδου Κάμερον – νομίζω ότι, από παραδρομή, λες το αντίθετο από αυτό που ήθελες να πεις):
Νομίζω ότι, στην περίπτωση αυτή, «η επιβολή του κανόνα φαίνεται να διευκολύνεται», όχι γιατί η λέξη έχει «τριφτεί στη χρήση», αλλά επειδή έχει τριφτεί στα ΜΜΕ – που δεν είναι ακριβώς το ίδιο. (Λόγω της γνωστής, θλιβερής ιστορίας με τις κάμερες, προφανώς…)
Εν πάση περιπτώσει, το δικό μου γλωσσικό αισθητήριο (και με το συμπάθιο)προτιμάει: των «πλατφόρμων», των «χελώνων», των «λεχώνων» κλπ., και το ίδιο ισχύει και για τις νέες λόγιες λέξεις, π.χ. «των Αβορίγινων» μου φαίνεται φυσιολογικό, ενώ «των Αβοριγίνων» μου ακούγεται εξωγήινο.
Για τον/την Κ.Α.:
Η θέση σου, όπως την ξεκαθαρίζεις στο τελευταίο σου μήνυμα, έχει πολύ ψωμί. Μόνο που δεν προφταίνω να τη συζητήσω τώρα!
Όλ’ αυτά, με κάθε σεβασμό για τις αντίθετες απόψεις – κι ακόμα περισσότερο γιατί το γλωσσικό αισθητήριο είναι υποκειμενική υπόθεση, έχει να κάνει με την προσωπική γλωσσική ιστορία του καθενός, πού γεννηθήκαμε, πότε, ποια ακριβώς γλώσσα μάθαμε για μητρική, κλπ.
Τα δύο τελευταία σχόλια, δηλαδή του/της Κ.Α. και του Μελέαγρου, έχουν ΠΟΛΥ ψωμί, που λέει πάλι ο Μελέαγρος. Νομίζω λοιπόν ότι τους αξίζει ολόκληρο ποστ κι όχι ένα σχολιάκι τσουρούτικο εκεί πέρα. Θα επανέλθω το συντομότερο. Υπομονή, παιδιά: αρχίζει και το ακαδημαϊκό εξάμηνο κι έχουμε τρεχάματα!
Καλή χρονιά, ξανά, σε όλους!
Φρέσκο πράγμα για τη συλλογή σου Τιπούκειτε, ούτε μια ώρα δε πέρασε απ’ το ψάρεμα: Αγορεύει ο Αλαβάνος στη βουλή: «…των διαφορετικών όχθων..» διστάζει, το ξανασκέφτεται και διορθώνει «όχθεων» , ενώ την επόμενη στιγμή ακούγονται εν χορώ βουλευτές «οχθών».Χαμογελάει και επαναλαμβάνει «α,οχθών»
Υποτίθεται οτι αποκατέστησαν το ορθό οι γραμματιζούμενοι!
Παραρλάμα, ευχαριστώ πολύ: εξαιρετικό το παράδειγμα! Μου θυμίζει ένα εξίσου λαμπρό μαργαριτάρι της Δάφνης Μπόκοτα, τον καιρό που ήταν η εθνική μας γιουροβιζιονίστρια: αν θυμάμαι καλά, είχε ευχηθεί στο ελληνικό συγκρότημα «την καλύτερη των τύχεων» (the best of luck, υποθέτω).