Η λέξη έωλος έχει απασχολήσει τους συμφιλολογούντες της μπλογκόσφαιρας κυρίως για την ορθογραφία της. Ελπίζω ότι έχει γίνει πια σαφές πως η γραφή που προτείνει το Λεξικό Μπαμπινιώτη (αίολος, από το αρχαίο αἰόλος, «πολύχρωμος, κατάστικτος, παρδαλός», με επίδραση δήθεν του Αίολος) ανήκει στη σφαίρα της ψευδοεπιστημονικής φαντασίας. Η λέξη ἕωλος (μάλλον από το ἕως, «αυγή, ξημέρωμα») σήμαινε ήδη στην κλασική ελληνική μπαγιάτικος, πεπαλαιωμένος, παλιομοδίτικος και τα συναφή. Πρόσφατον καὶ νέον ὕδωρ τὸ ὑόμενον, ἕωλον δὲ καὶ παλαιὸν τὸ λιμναῖον, διαβάζουμε στους αρχαίους γραμματικούς, ενώ ο Πορφύριος χρησιμοποιεί τη λέξη μεταφορικά (όπως κι εμείς σήμερα δηλαδή): ἕωλα σοφισμάτια. Όταν λοιπόν μιλάμε για έωλα επιχειρήματα, εννοούμε παλιοκαιρισμένα, τετριμμένα επιχειρήματα, που τα ᾽χουμε ακούσει χιλιάδες φορές και τα ᾽χουμε βαρεθεί.
ΕΛΕΟΣ ΠΙΑ ΜΕ ΤΟ ΕΩΛΟΣ!
8 Ιανουαρίου, 2008 από Νέος Τιπούκειτος
Απντέιτ: Στα σχόλια ο Τιπούκειτος ανακαλεί κάποιες από τις θέσεις που εκφράζονται εδώ. Ευχαριστίες θερμές στον Νίκο Σαραντάκο για τις υποδείξεις του.
Επειδή λοιπόν κινδυνεύει και το δικό μου κείμενο να γίνει έωλο, σταματάω εδώ τα ορθογραφικά και περνάω στα σημασιολογικά. Όλο και περισσότερο τον τελευταίο καιρό βλέπουμε το έωλος να χρησιμοποιείται με τη σημασία του ανυπόστατου. «Κρυφτούλι Μαξίμου πίσω από ένα έωλο απόρρητο», διαβάζω λογουχάρη στη σημερινή Ελευθεροτυπία (8 Ιαν 2008). Προφανώς η συντάκτρια του κειμένου θέλει να πει ότι το απόρρητο που επικαλείται η κυβέρνηση για να μην αποκαλύψει το περιεχόμενο του γνωστού ντιβιντί δεν υφίσταται, είναι ανυπόστατο, δεν έχει νομική βάση. Εξίσου προφανώς, η χρήση του έωλος εδωπέρα είναι πλημμελής: η δημοσιογράφος δεν θέλει να πει ότι τα επιχειρήματα της κυβέρνησης είναι πολυκαιρισμένα ή χιλιοειπωμένα, αλλά ότι είναι απλώς αβάσιμα.
Δεν ξέρω αν πρόκειται για δική μου μονομανία, έχω όμως την εντύπωση ότι η τέτοια χρήση του έωλος υποκρύπτει, για άλλη μια φορά, γλωσσικό ακκισμό. Το αβάσιμος, ακόμη και το ανυπόστατος είναι λέξεις περισσότερο κοινόχρηστες από το έωλος. Όπερ έδει δείξαι: βάζοντας το έωλος για γαρνιτούρα, και μάλιστα σε τίτλο άρθρου, παράγουμε δήθεν υψηλόν ύφος. Κούνια που μας κούναγε.
Τιπούκειτε, συγγνώμη που πετάγομαι πάλι, αλλά αυτή η σημασιολογική επέκταση του «έωλος» δεν φαίνεται να αποτελεί πρόσφατη εξέλιξη. Στο TLG μπορείς να βρεις αρκετά παραδείγματα όπου έχει απομακρυνθεί σαφώς από τη σημασία του «ξεπερασμένος».
Και πάντως στην τρέχουσα χρήση σημαίνει, σχεδόν πάντοτε, «αβάσιμος». Ακόμη και τα «έωλα επιχειρήματα», που λες, εγώ τουλάχιστον τα αντιλαμβάνομαι ως αβάσιμα – όχι χιλιοειπωμένα. 😉
Hominid, αν δεν σου κάνει κόπο, στείλε μου τις παραπομπές στα κείμενα όπου, καθώς λες, το έωλος έχει απομακρυνθεί από τη σημασία του «ξεπερασμένος». Βέβαια, το τι σήμαινε η λέξη στην αρχαία ελληνική δεν καθορίζει κατ’ ανάγκη και τη νεοελληνική σημασία της. Άλλο πράμα, λογουχάρη, το αρχαιοελληνικό ἄλογον και άλλο το νεοελληνικό άλογο — για να αναφέρω κι εγώ ένα έωλο παράδειγμα. Το έωλος όμως είναι, θαρρώ, διαφορετική περίπτωση. Επειδή πρόκειται για λέξη που την επανέφεραν οι λόγιοι, είναι εύλογο να διατηρεί και την αρχαία σημασία της: με άλλα λόγια, δεν μπορεί εδώ να γίνει λόγος για σημασιολογική εξέλιξη. Υποψιάζομαι ότι η αρχή του κακού ήταν, ακριβώς, η έκφραση έωλα επιχειρήματα, που δίνει λαβή σε δύο διαφορετικές ερμηνείες — δηλ. όχι μόνο «πολυκαιρισμένα, τετριμμένα», αλλά και «αβάσιμα, ανυπόστατα».
Πάει καλά, λέω εγώ, ας δεχτούμε ότι η χρήση φτιάχνει νόμο κι ότι είναι κατά συνέπεια νόμιμο να χρησιμοποιούμε το έωλος με τη σημασία του αβάσιμου. Δεν νομίζεις όμως ότι η υπερσυσσώρευση συνωνύμων για την έννοια «αβάσιμος» (αβάσιμος, ανυπόστατος, έωλος, ξεκρέμαστος κτλ) είναι αδικαιολόγητη σπατάλη, τη στιγμή μάλιστα που η νεοελληνική δεν διαθέτει επαρκές συνώνυμο τού έωλος με την έννοια του «ξεπερασμένος»; Θέλω να πω ότι το έωλος με τη σημασία αυτή το χρειάζομαι πραγματικά, γιατί ούτε το τετριμμένος ούτε το ξεπερασμένος ούτε το χιλιοειπωμένος καλύπτουν απόλυτα το σημασιολογικό πεδίο του έωλος.
Καλημέρα!
Θα συμφωνήσω περισσότερο με τον χόμινιντ (κάτι που δεν συμβαίνει πάντοτε). Κι εγώ πιστεύω ότι το έωλος πήρε τη σημασία ‘αβάσιμος’ πολύ παλιά και ότι ακριβώς το ‘έωλα επιχειρήματα’ (ή το ανάλογο αρχαίο) ήταν η αρχή της ολίσθησης της σημασίας.
Έχω ένα κεφάλαιο στο βιβλίο μου (Γλώσσα μετ’ εμποδίων, κεφάλαιο Οι ασκοί του εώλου) όπου βρίσκω τον Κέλσο να λέει «έωλα τα περί αναστάσεως νεκρών» (προφανώς και αβάσιμα, όχι μόνο και όχι κυρίως ξεπερασμένα), τον Θεοδώρητο να ωρύεται «έωλος πανταχόθεν αποδέδεικται η των εναντίων συκοφαντία», αργότερα τον πατριάρχη Νικόλαο «ψευδή γαρ και έωλα τα δηλούμενα και γραφόμενα» και τον ορισμό του Σούδα: Ἕωλα τὰ χθεσινά. καὶ Ἕωλον ὁμοίως͵ τὸ ψυχρόν͵ μάταιον͵ ἀνωφελές͵ ἀνίσχυρον. Και τα ίδια και αλλού, έως και στις αρχές του 20ού αιώνα όπου τας «ασυστάτους και εώλους κατηγορίας» ανασκευάζει με αγόρευσή του στη Βουλή ο βουλευτής Π. Μερλόπουλος στο Εμπρός της 7.3.1903, ενώ στις 4.9.1905 στην ίδια εφημερίδα ένας ομογενής από Βενετία ισχυρίζεται ότι «Τα εις τας αθηναϊκάς εφημερίδας γραφέντα εν σχέσει προς τα εν τη ενταύθα Ελλην. Κοινότητι είναι έωλα και ανακριβή».
Μέχρι το σημερινό «άσε τα σάπια».
Αρα, αθώοι θαρρώ οι σημερινοί για το έωλος, αλλά θα συμφωνήσω απόλυτα με τον Τιπούκειτο ότι η γραφή αίολος του Λεξικού Μπαμπινιώτη ανήκει στη σφαίρα της φαντασίας (εξόν πια κι αν είναι από τα θελημένα λάθη που έχουν μερικά λεξικά για να τσακώνουν τους αντιγραφείς).
Χαίρομαι μάλιστα που την άποψη αυτή (ότι η γραφή αίολος είναι… έωλη για να κάνω το εύκολο λογοπαίγνιο) την δέχονται σήμερα περισσότεροι απ’ όσοι πριν από δυο-τρία χρόνια που είχαμε συγκρουστεί στο Περιγλώσσιο για το θέμα αυτό 🙂
ν.σ.
Μετά τα όσα αποστομωτικά έγραψε ο Σαραντάκος, εγώ μαζεύω τα κατουρημένα μου και την κάνω με ελαφρά πηδηματάκια. Ήγουν: παραδέχομαι ευχαρίστως το λάθος μου και ευχαριστώ από καρδιάς τον Νίκο για την εξαντλητική παράθεση πηγών (είσαι όμως, αδερφάκι μου, ένα μυρμήγκι, άλλο πράμα!) Προφανώς, η σημασία «μπαγιάτικος, πολυκαιρισμένος» δεν ήταν δύσκολο να εξελιχθεί σε «άνοστος, ανούσιος», και κατ’ επέκταση «ασύστατος». Τέτοια σημασιολογική εξέλιξη υποδηλώνει, νομίζω, και το ερμήνευμα του Σουίδα: «ψυχρόν͵ μάταιον͵ ἀνωφελές͵ ἀνίσχυρον». Μέα κούλπα, μάγκες! Μέα μάγκνα, μέα μάξιμα κούλπα!
Και για να είμαστε εντάξει με την ιστορία, αναφέρω (το υπαινίχθηκε ήδη ο Σαραντάκος) ότι έχει προηγηθεί έντονη συζήτηση (το 2005) γύρω από την ορθογραφία του έωλος: http://periglwssio.blogspot.com/2005/10/blog-post.html
Σημειώνω επίσης ότι τη σημασιολογική εξέλιξη του «έωλος» από «μπαγιάτικος» σε «αστήρικτος» την είχε υποδείξει, επίσης το 2005, ο Γιάννης Χάρης (http://www.tanea.gr/Article.aspx?d=20051001&nid=4409854).
Ξανά μανά μέα κούλπα, λοιπόν. Παρά το σφάλμα μου, δεν θεωρώ σωστό να διαγράψω το ποστ. Ας μείνει κτήμα εσαεί, για να θυμούνται οι παλιότεροι και να μαθαίνουν οι νεότεροι (και η αφεντιά μου).
Καλώς και το κράτησες το νήμα, γιατί είναι εξαιρετικά κατατοπιστικό για τους αμύητους σαν κι εμένα. Και να προσθέσω ελαφρυντικό υπέρ σου οτι η στηλίτευση της άστοχης χρήσης λέξεων ή φράσεων σινιέ (με «τσίγκινη ταμπελίτσα») δεν είναι αβάσιμη. Φυσικά, η ανάλυση του Ν.Σ. με την γνωστή επιμέλεια και ακρίβεια που τον διακρίνει.
(Τι θησαυρός το Ίντερνετ! Άντε να τα βρεις όλ’ αυτά σε βιβλιοθήκη στο παρελθόν…)
Αλίμονο, Τιπούκειτε, αν διέγραφες ένα νήμα που περιέχει την ιστορική φράση «Θα συμφωνήσω περισσότερο με τον χόμινιντ» του κ. Σαραντάκου. 😉
«Δεν νομίζεις όμως ότι η υπερσυσσώρευση συνωνύμων για την έννοια «αβάσιμος» (αβάσιμος, ανυπόστατος, έωλος, ξεκρέμαστος κτλ) είναι αδικαιολόγητη σπατάλη, τη στιγμή μάλιστα που η νεοελληνική δεν διαθέτει επαρκές συνώνυμο τού έωλος με την έννοια του «ξεπερασμένος»; Θέλω να πω ότι το έωλος με τη σημασία αυτή το χρειάζομαι πραγματικά, γιατί ούτε το τετριμμένος ούτε το ξεπερασμένος ούτε το χιλιοειπωμένος καλύπτουν απόλυτα το σημασιολογικό πεδίο του έωλος»
Είναι το πρώτο μου σχόλιο εδώ, παρότι παρακολουθώ από καιρό και μ’αρέσει πολύ η ματιά του μπλογκ και ο ωραίος σχολαστικισμός του. 🙂
Ομολογώ όμως ότι διαφωνώ με αυτήν την παρατήρηση που παρέθεσα. Δεν ξέρω πολλά -μάλλον τίποτα- για σημασιολογική μεταβολή -σε αυτά ειδικός με διαφορά είναι ο Dr Moshe-, όμως δεν ξέρω τι ρόλο παίζει το πόσο «ακάλυπτο» είναι ένα σημασιολογικό πεδίο. Πόσο μάλλον που απόλυτα συνώνυμα δεν υπάρχουν. Σύμφωνω με τον hominid ότι η σημασία «αβάσιμος» είναι σήμερα γενικευμένη και κύρια (και ίσως η μόνη πλέον;). Είτε πρόκειται για σημασιολογική μεταβολή μεταβολή από το «έωλος=μπαγιάτικος» μέσω του «έωλα επιχειρήματα» (δεν την είχα ξαναδιαβάσει αυτήν την εκδοχή, αλλά μ’αρέσει -αρκεί να το επιβεβαιώνουν τα κείμενα), είτε για εξέλιξη του «αίολος» (κι αυτό μου άρεσε, ομολογώ, μου φαίνεται πιο ομαλή η σημασιολογική μετάβαση -αλλά και πάλι σημασία έχουν οι μαρτυρίες), το σίγουρο νομίζω είναι ότι το eolos το καταλαβαίνουμε σαν «(επιχείρημα, ισχυρισμός κ.λπ.) σαθρός, αβάσιμος, του αέρα».
Σε σχέση τέλος με την ιστορική φράση, μήπως ήρθε η ώρα και για την ιστορική συμφιλίωση; 🙂
Τέττιξ, καλώς όρισες στα μέρη μας!
Σύμφωνα με το ψευδώνυμό σου, πρέπει να είσαι υπεραιωνόβιος· σύμφωνα με τη φωτό, πιτσιρικάς. Τι από τα δύο ισχύει; :-))
Ότι απόλυτα συνώνυμα δεν υπάρχουν είναι, βέβαια, σωστό: ακόμη και φαινομενικά συνώνυμες λέξεις (π.χ. νεκρός, μακαρίτης, ψόφιος) ανήκουν σε διαφορετικά υφολογικά επίπεδα. Αυτό ακριβώς εννοούσα κι εγώ λέγοντας ότι το έωλος με τη σημασία «τετριμμένος, ξεπερασμένος» κτλ το έχει ανάγκη η νεοελληνική. Γιατί ούτε το τετριμμένος ούτε το ξεπερασμένος ούτε καμία άλλη λέξη δεν καλύπτει απόλυτα το σημασιολογικό πεδίο του έωλος.
Όπως θα είδες, ανακάλεσα ευχαρίστως όσα έγραφα καταδικάζοντας τη χρήση του έωλος με τη σημασία «αβάσιμος». Είχα υπόψη μου τη χρήση της λέξης στην κλασική ελληνική, αλλά ο Σαραντάκος έδειξε ότι η σημερινή σημασία εμφανίζεται ήδη στην ύστερη αρχαιότητα και ότι, εν πάση περιπτώσει, δεν είναι πρόσφατη εφεύρεση.
Όσο για την ορθογραφία, το προφανέστατο πρόβλημα με το *αίολος είναι ότι, απλούστατα, τέτοια λέξη δεν υπήρξε ποτέ στην Ελληνική. Υπήρξε, κάποτε, η λέξη αἰόλος, με τόνο στην παραλήγουσα, όχι στην προπαραλήγουσα, Το Λεξικό (ένα είναι το Λεξικό!) ισχυρίζεται ότι ο τόνος ανέβηκε από επίδραση του «Αίολος». Δεν κάνει όμως τον κόπο να μας εξηγήσει και πώς ερμηνεύεται η τέτοια τονική επίδραση, τη στιγμή μάλιστα που στα αρχαία ελληνικά ο αναβιβασμός του τόνου χρησιμεύει, ακριβώς, για να ΔΙΑΧΩΡΙΣΕΙ το κύριο όνομα από το προσηγορικό (πβ ξανθός > Ξάνθος, γελῶν > Γέλων κτλ.).
Έπειτα, η λέξη αἰόλος δεν είχε ποτέ μα ποτέ τη σημασία «αβάσιμος, ανυπόστατος» και τα συναφή. Η λέξη σήμαινε τον ευκίνητο, τον ταχύ, έπειτα τον αστραφτερό, τον πολύχρωμο, τον παρδαλό. Τα αἰόλα ψεύδη του Πίνδαρου που είδα να επικαλείται κάποιος είναι άλλου παπά βαγγέλιο: αἰόλος στο πινδαρικό χωρίο δεν σημαίνει «αβάσιμος», αλλά «πολυποίκιλτος», τεχνουργημένος με επιδεξιότητα και πανουργία.
Εν κατακλείδι: η ορθογραφία αίολος αντί έωλος είναι, απλώς, έωλη. Αν μου κάνει την τιμή και με διαβάζει κάποιος από τους συντάκτες του Λεξικού, ας φροντίσει να διορθωθεί το αβλέπτημα (ή το ορθογραφικό ατόπημα) σε κάποιαν από τις επόμενες εκδόσεις.
@τέττιξ
άσχετο, και με καθυστέρηση επειδή ήμουν υπατμόν: για να υπάρξει ιστορική ή όχι, συμφιλίωση ή όχι, πρέπει, βρε παιδιά, να υπάρξει και αντικείμενο. Εδώ και πολύν καιρό, η τριάδα των παλιών γλωσσολογίων είναι ιχθύος αφωνότερη που λέει και κάποιος. (Το πλευρικό βιντεάκι και το κείμενο του 2000 δεν τα μετράω, αλλά και πάλι σταγόνα στον ωκεανό είναι. Οι δε ανορθόγραφοι, ούτε αυτά τα ολίγα).
Δεν σας μαλώνω για τεμπελιά, αλλά γράψτε και τίποτα!
Ααααχ πολυ ξεκουραστηκα με την παρουσα αναρτηση.
Αν εχετε και καποια σχετική ηλικία θυμοσαστε τι ειχαμε τραβηξει πριν από μια εικοσαετια περίπου όπου καθε τρίτη λεξη σε μια πρόταση ήταν το «βασικά». Μεχρι που το εκανε και ο Σταθης Ψαλτης βιντεοταινια «Βασικα Καλησπέρα σας».
Τι μόδες κι αυτές…
Παντως η ερμηνεια του ‘εωλος,στο λεξικο LIEDDELL-SCOT,Β’Τομος,σελ.414,ειναι «μιας ημερας,παλαιος,ο μεινας μεχρι την αυριον….»,και ακολουθουν παραπομπες.Το προβλημα ειναι στην ετυμολογια, οπου πιθανολογειται η προελευση απο το έως η το ηώς
Απορούντες και απορούσαι δια πρώτην φοράν θα αναφέρω σε ιστολόγιον (πρώτη φορά γράφω σε κάτι τέτοιο) με αφορμή την λέξιν έωλος μίαν άποψιν η οποία κατά την γνώμιν μου έστι η εξής.
Δύο είναι οι τρόποι με τους οποίους χρησιμοποιείται. Και ελάχιστοι δυστυχώς είναι όσοι ανοίγουν σήμερα λεξικά. Πού ο χρόνος και η λογική για κάτι τέτοιο. Συμφωνώ με τα όσα έγραψαν οι προγραφήσαντες βάσει των λεξικών και ειδικά των αρχαίων με μίαν επιφύλαξιν δια τον Κέλσον. Στα νέα λεξικά και ειδικά του Μπαμπινιώτη πιθανόν να μην ασχολείται καν ο ίδιος αλλά άλλοι παρατρεχάμενοι (όχι και τόσον καλλιεργημένοι εξ’ όσων φαίνεται) που ευκόλως να υποπίπτουν σε λάθη και να σπιλώνουν την φήμη και του συγκεκριμένου γλωσσολόγου. Ασχέτως με τις βασικές διαφωνίες που μπορεί να έχει κάποιος με τον συγκεκριμένον γλωσσολόγον.
Η λέξις έωλος χρησιμοποιείται κατά κόρον εάν όχι σχεδόν αποκλειστικώς ως «έωλον επιχείρημα» ή «έωλα επιχειρήματα».
1. Λόγω της συναφείας της λέξεως έωλος πρώτον φωνητικώς με την λέξιν Αίολος (ο θεός του Ανέμου) κάποιοι νομίζουν ότι πρόκειται για αερολογήματα και άρα αβάσιμα επιχειρήματα μη στηριζόμενα σοβαρώς σε στοιχεία.
2. Όμως οι περισσότεροι όταν την πρωτακούν και ΚΥΡΙΩΣ όταν την διαβάζουν ειδικά στον ενικόν αριθμόν συνειρμικά τούς έρχεται η έννοια του «εάλω» (εκ του γνωστού από την ιστορία στα σχολεία ακόμη και σήμερα δια τους περισσοτέρους «εάλω η Πόλις!» για την Κωνσταντινούπολιν).
Λόγω ομοιότητος των γραμμάτων και μη γνώσεως της γραμματικής. Κι αυτό διότι καταρχήν πείθονται ότι φωνητικώς δεν έχει σχέση με την λέξιν αίολος διότι τότε θα εγράφετο κάτι σαν «αιολικόν επιχείρημα» πράγμα εντελώς γελοίον (που αντιλαμβάνονται οι περισσότεροι) άρα καταλήγουν στο ότι δεν έχει σχέση με τον αέρα. Τότε πώς δικαιολογείται η τόσο διαδεδομένη χρήσις της λέξεως και μάλιστα λανθασμένα. Απλούστατα η μίμισις και διότι ο άλλος είπε κάτι που κάνει εντύπωσιν και σχεδόν έστιν ακατάληπτον από τους ακρουομένους (λέξις σχεδόν αποκλειστικώς εκ των πολιτικών χρησιμοποιούμενη) και κάνει και καλόν τονισμόν («έωλος», γεμίζει το στόμα σου κατά την εκφορά του) θεωρούν χρήσιμον να την χρησιμοποιήσουν χωρίς να γνωρίζουσιν την πρωταρχικήν σημασίαν της λέξεως καθ’ εαυτήν ώστε να μην αισθανθούν οι υπόλοιποι ( δηλαδή οι μη πολιτικοί) ότι δεν αντιλαμβάνονται τι λέγει ο άλλος πολιτικός ή δεν ευρίσκονται στο ίδιο επίπεδο χρήσεως των λέξεων. Έτσι λοιπόν η πρώτη έννοια που της προσδίδεται έστι η έννοια της αλώσεως του επιχειρήματός σου. Δηλαδή σού αλώνω το επιχείρημα, στο βγάζω άχρηστο όποτε θέλω με πολύ άνετο τρόπο, αλώνω την σκέψη σου, την κουρσεύω (εκ του κουρσάρος) με άλλα λόγια σού διαλύω τα επιχειρήματά σου οποιαδήποτε στιγμή, καταρρίπτονται τα όσα επιχειρήματα λέγεις εκ προοιμίου δηλαδή ΕΙΝΑΙ ΑΛΩΜΕΝΑ ΕΞ ΑΡΧΗΣ. Δηλαδή εάν υποστούν διαλεκτικόν έλεγχον διαλύονται εν ριπή οφθαλμού. Ουσιαστικώς δηλαδή δεν χρειάζεται καν να γίνει έλεγχος αυτού, το οποίον ως επιχείρημα αντιτείνεις, διότι είναι παντελώς απαξιωμένο. Με αυτήν την έννοια χρησιμοποιούνται τα ονοματικά σύνολα «έωλον επιχείρημα» και «έωλα επιχειρήματα».
Ο συνειρμός δηλαδή της λέξεως και μάλιστα εκ της γραφής της τής έχει μεταβάλει το νόημα. Αυτό έχει συμβεί εδώ και πολύ παλαιά γύρω στα 150 χρόνια. Δηλαδή άλλοι την χρησιμοποιούσαν σωστά, προφανώς οι λόγιοι γραμματισμένοι (δεν αποκλείεται και ορισμένοι να την εξελάμβανον ήδη από τότε λανθασμένα) και άλλοι βέβαια όχι, όπως οι πολιτικοί διότι εσκέπτοντο με την υποβολή της κατατροπώσεως του επιχειρήματος του αντιπάλου. Και ο όρος της αλώσεως της σκέψεως του άλλου με την έννοιαν ότι «τα κάνω φύλλο και φτερό», τα συντρίβω όσα λέγεις και δη εκ προοιμοίου, ταίριαζε περισσότερον εις τους πολιτικούς που ήσαν συνήθως και νομικοί.
Δεν αποκλείεται βέβαια σήμερα και κάποιος ή κάποιοι (ανοίξαντες λεξικά) εκ των παλαιών πολιτικών ή και άλλων επαγγελματιών (εν πάσει περιπτώσει εκ των πολιτικών επανήλθε η χρἠσις της λέξεως τουλάχιστον την τελευταίαν 5ετίαν τόσον έντονα) να την χρησιμοποιούν με την πρωταρχικήν της σημασίαν δηλαδή ότι κάτι έστι ως επιχείρημα ιδιαιτέρως παλαιόν διότι έχει ξαναχρησιμοποιηθεί ως τέτοιο σε παρελθόντα χρόνο και συνεπώς δεν αξίζει η εκ νέου μνεία του.
Μετά τιμής
GR
Μάλλον με πείσατε αγαπητέ Νέε, που μόνον ως νέος δεν διαβάζεστε! Παρακαλώ δεχθείτε όλοι οι προγραφήσαντες και Εσύ εκπληκτικέ Τριπούκειτε, την ευγνωμοσύνη μου για την εμπεριστατωμένη, αλλά ταυτοχρόνως ελκυστικά περιπετειώδη ανάλυση της συγκεκριμένης λέξεως. Υποκλίνομαι
Αντιθέτως, πολύ νέος δείχνει ο ως GR υπογράφων την ως άνω σινδόνην περί αλώσεως και άλλων πολλών! Τέτοια καθαρεύουσα έγραφε στην ηλικίαν των τελευταίων τάξεων του δημοτικού σχολείου η δική μου γενεεά (γν.μετά τον εμφύλιο), και μάλλον με λιγώτερα λάθη, θρεμμένη από την εφημερίδα και το ραδιόφωνο μόνον.Οσοι διάβαζαν περισσότερο, βιβλία, είχαν πολύ καλύτερη επίδοση.
Το σημειώνω μόνον για να τονίσω τη ζημιά, το χάσμα που χωρίζει τους νέους σήμερα από το πρόσφατο παρελθόν της γλώσσας μας. Είναι μεγάλο τραύμα να μεταφράζεται *εξ ανάγκης* ο Παπαρρηγόπουλος, και ο …Παπαδιαμάντης, αντί να μαθαίνουν τα παιδιά ελληνικά, με μεγαλύτερη άπλα και χωρίς ιδεολογική φόρτιση.
Στον «νέο GR», αν μου το επέτρεπε, θα συνιστούσα να διαβάζει κείμενα στην καθαρεύουσα, Εμμ. Ροϊδη πχ, όθεν θησαυρόν αρυσθήσεται, είτε καταλαβαίνει τις λέξεις, είτε του είναι δυσνόητες, στην αρχή.
Χαχα καλό. Αυτού του άρθρου προτείνω να του κάνετε μια μεταφραση σε άλλες γλώσσες για να μαθουν και οι ξένοι καποια πράγματα
Eτoιμη να μας ξεμπροστιάσετε οικογενειακώς και στους …ξένους δεσποινίς Δέσποινα! Δηλαδή τι να μάθουν οι ξένοι, και τι θα τους (ή μας) ωφελήσει; Μάλλον πρόκειται για την έμφυτη θεατρικότητα της φυλής! Εμείς το βρήκαμε και αυτό, το θέατρο,και του δίνουμε και καταλαβαίνει οσημέραι! Αν είχαμε και μεταφραστή…σκεφθήτε ξεκατίνιασμα!
Συγχαρητήρια σε όλους σας για τη γνώση που αφειδώς προσφέρετε. Ευχαριστώ ειλικρινώς.
Άποψη.
Και οι δύο χρήσεις αίολος, έωλος είναι δόκιμες με διαφορετικές εφαρμογές:
1) αίολος
Προέλευση: α) αιόλος: διάστικτος, διάσπαρτος, τυχαίος, ποικίλος, ευμετάβλητος κ.λπ., και β) αιολίζω (παράγωγο, ρήμα): διατυπώνω κάτι με ψευδή, τυχαία λόγια, και γ) Αίολος (παράγωγο, κύριο με μεταφορά τόνου): ο θεός του ανέμου.
το «αίολα_» (π.χ. επιχειρήματα) μοιάζει να είναι ένα ευθύ παράγωγο (επιθετικό) αφού διαφορετικά-αφού και τα δύο είναι παράγωγα-θα έπρεπε να πούμε «αιόλα επιχειρήματα» που δεν είναι εύηχο, όπως και Αιόλος για το θεό του ανέμου που δεν είναι επίσης εύηχο.
Έτσι αίολος: απροσδιόριστος, τυχαίος, ευμετάβλητος, αστήρικτος.
2) έωλος.
Προέλευση: έως + επίθημα.
Έτσι έωλος: τελειωμένος, μπαγιάτικος, παλιός κ.λπ. Αυτός που είναι ήδη «μέχρι» (τότε), ξεπεράστηκε
Δεδομένης της μεγαλύτερης ετυμολογικής διαδρομής του πρώτου όρου και επειδή το θέμα είναι ευπροσάρμοστο και σχετικό, η εφαρμογή μοιάζει δόκιμη όταν εκφέρεται η έννοια «αβάσιμος».
Δεδομένης της σαφήνειας του δεύτερου όρου είναι πιθανότερη η εφαρμογή όταν εκφέρεται η έννοια «ξεπερασμένος». Το θέμα είναι ξεκάθαρο.