Σε προηγούμενο ποστάκι διαμαρτυρόμουνα για την κατάχρηση των εισαγωγικών στον ημερήσιο τύπο. Έγραφα λοιπόν ότι η χρήση των εισαγωγικών ρυθμίζεται από απλούστατους κανόνες. Πρώτα και κύρια, τα χρησιμοποιούμε για να δηλώσουμε ότι το κείμενο που περικλείεται ανάμεσά τους είναι κατά λέξη παράθεμα. Κατ’ επέκταση, χρησιμοποιούμε εισαγωγικά και στις περιπτώσεις όπου θέλουμε να δώσουμε ειρωνική χροιά στα γραφόμενά μας: υποδηλώνουμε με τον τρόπο αυτόν ότι το εντός εισαγωγικών κείμενο απλώς το παραθέτουμε κατά λέξη, έτσι όπως ειπώθηκε ή γράφτηκε από κάποιον άλλο. Δεν το προσυπογράφουμε, δεν το εγκρίνουμε· αντιθέτως μάλιστα σαρκάζουμε την αφέλεια ή την άγνοια ή την υποκρισία του συντάκτη του.
Όλο και πιο συχνά όμως παρατηρεί κανείς ότι οι εν Ελλάδι λειτουργοί της τέταρτης εξουσίας (ή οι διορθωτές των εφημερίδων και των περιοδικών – λίγο με νοιάζει) χρησιμοποιούν τα εισαγωγικά καταχρηστικά, δηλαδή για σκοπούς διαφορετικούς από εκείνους που περιγράψαμε στην προηγούμενη παράγραφο. Έτσι, σε πολλές περιπτώσεις οι συντάκτες χρησιμοποιούν τα εισαγωγικά για να υπογραμμίσουν ότι καταδέχονται, κατά παραχώρηση, να μεταχειριστούν καθομιλούμενες εκφράσεις. Πρόκειται, όπως έγραφα στο παλιότερο σημείωμά μου, για ένα είδος ορθογραφικού ακκισμού. Εξίσου καταδικαστέα είναι και η χρησιμοποίηση των εισαγωγικών για να δηλωθεί ότι η άλφα ή η βήτα χρήση μιας λέξης ή μιας έκφρασης είναι μεταφορική. Αν στην πρώτη περίπτωση έχουμε να κάνουμε με ορθογραφικό ακκισμό, στη δεύτερη έχουμε σαφέστατα γλωσσική ακηδία ή άγνοια. Σε όλες τις γλώσσες (η γενίκευση δεν είναι υπερβολική) η μεταφορά, όπως άλλωστε και η μετωνυμία, είναι αναπόσπαστη λειτουργία της γλώσσας (θυμίζω το κλασικό δοκίμιο του Ρόμαν Γιάκομπσον). Με άλλα λόγια, η μεταφορά αποτελεί θεμελιώδες συστατικό του σημασιολογικού πεδίου που καλύπτει ή που έχει τη δυνατότητα να καλύψει η άλφα ή η βήτα λέξη. Η μεταφορά λοιπόν δεν είναι κατάχρηση, αλλά νόμιμη χρήση, γι’ αυτό και τα εισαγωγικά σε παρόμοιες περιπτώσεις δεν περιττεύουν απλώς, αλλά αποτελούν σφάλμα. Όταν χρησιμοποιούμε εισαγωγικά στη φράση, π.χ., η κυρία Τάδε έφτασε στη δεξίωση «φορτωμένη» με κοσμήματα, θεωρώντας ότι έτσι αντιδιαστέλλουμε τη μεταφορική χρήση του φορτώνω από την κυριολεκτική (π.χ. ένα αυτοκίνητο φορτωμένο μούσμουλα), προδίνουμε απλώς την άγνοιά μας ή την αδιαφορία μας για μια θεμελιώδη λειτουργία της γλώσσας: τη μεταφορά.
HORROR METAPHORAE
Ο λατινοπαθής τίτλος αυτής της ενότητας παραπέμπει στον όρο horror vacui που χρησιμοποιούν οι ιστορικοί της τέχνης για να δηλώσουν την αντιπάθεια της λαϊκής κυρίως τέχνης για τις κενές, αδιακόσμητες επιφάνειες. Ο Αριστοτέλης δίδασκε πως η φύση απεχθάνεται το κενό, αλλά οι καθ’ ημάς δημ(ι)οσιογράφοι φαίνεται ότι απεχθάνονται κυρίως τις μεταφορές. Το απάνθισμα μαργαριταριών που ακολουθεί είναι του Γιάννη Η. Χάρη από τον Ταχυδρόμο της 2 Φεβ 2008 (τεύχος 414). Τον ευχαριστώ από καρδιάς για τους κόπους του! Οι αγκύλες περιέχουν σχόλια του Τιπούκειτου.
(1) Όταν όμως πήγα στο Λονδίνο για σπουδές Μουσικής Τεχνολογίας, έφαγα την πρώτη μουσική «σφαλιάρα» (σελ. 12) [Εδώ τα εισαγωγικά προειδοποιούν προφανώς τον αναγνώστη ότι η σφαλιάρα που έφαγε ο γράφων δεν ήταν κυριολεκτική, αλλά μεταφορική. Ευτυχώς, γιατί αλλιώς θα νομίζαμε ότι βγήκε ο Τζον Λένον απ’ τον τάφο και του την άστραψε.]
(2) πιστή στην αρχή της να «βγάλει» τη χώρα από τη βία (σελ. 24). [Μια απ’ τα ίδια. Υποθέτω ότι, αν ο συντάκτης είχε την έμπνευση να γράψει να εξαγάγει τη χώρα από τη βία, δεν θα θεωρούσε τα εισαγωγικά απαραίτητα. Πρόκειται, νομίζω, για προφανή περίπτωση γλωσσικού ευπρεπισμού.]
(3) ο αγορίστικος […] πληθυσμός ανέκαθεν «σήκωνε τα μανίκια του» για να αποδείξει ότι το ποδόσφαιρο… (σελ. 50) [Για άλλη μια φορά, έχουμε συνδυασμό γλωσσικού ευπρεπισμού και horror metaphorae: η έκφραση σηκώνω τα μανίκια (=ανασκουμπώνομαι, ετοιμάζομαι να καταβάλω επίπονη προσπάθεια) είναι βέβαια μεταφορική, αλλά και καθομιλούμενη, οπότε με τα εισαγωγικά ο συντάκτης σκοτώνει δυο τρυγόνια!]
(4) τότε ήταν που ο φωτογραφικός φακός «συνέλαβε» τους Ευγένιο, Κώστα και Θωμά (σελ. 52). [Ουδέν (σ)χόλιον. Ως γνωστόν, χωρίς εισαγωγικά συλλαμβάνουν μόνο οι μπάτσοι.]
(5) οι περισσότεροι τοίχοι «ντύθηκαν» με βιβλιοθήκες (σελ. 57) [Υποθέτω και πάλι ότι, αν ο συντάκτης είχε την έμπνευση να γράψει επενδύθηκαν με βιβλιοθήκες, θα θεωρούσε τα εισαγωγικά περιττά. Το καθομιλούμενο όμως ντύνομαι τα θέλει τα εισαγωγικούλια του, γιατί είναι λιγάκι μπας κλας.]
(6) πάνω στο κείμενο αυτό στο οποίο προσωποποιεί δύο διαφορετικά «πρόσωπα» της συμπατριώτισσάς της (σελ. 62) [Εδώ ο Τιπούκειτος σηκώνει τα χέρια: δηλαδή υπήρχε περίπτωση να υποθέσει οποιοσδήποτε νοήμων αναγνώστης ότι η εν λόγω συμπατριώτισσα έχει κυριολεκτικά δύο πρόσωπα, δύο φάτσες; Ήμαρτον. Α, να μην ξεχάσω εκείνο το εξαίσιο προσωποποιεί δύο … «πρόσωπα». Υποθέτω ότι ο καλός συντάκτης ήθελε να πει υποδύεται ή ενσαρκώνει.]
(7) ο πατέρας της, […] μια μακρινή συγγένισσα, η υπηρέτρια […] είναι τα «τέρατα» που περιβάλλουν το Μεγάλο Τέρας του μικροαστισμού (σελ. 64) [Έτσι μπράβο, δικέ μου, βάλε εισαγωγικά, γιατί αλλιώς υπήρχε κίνδυνος να νομίσουμε ότι ο πατέρας της, μια μια μακρινή συγγένισσα και η υπηρέτρια ήταν πραγματικά τέρατα, με νύχια, αιματοβαμμένα δόντια και τρίχες παντού. Αυτό μου θυμίζει ένα άλλο ωραίο που διάβασα στην Ελευθεροτυπία της 16 Φεβ 2008: στέλνοντάς τους κατευθείαν στα «νύχια» επιτηδείων δικηγορικών γραφείων. Δεν λέω, και οι δικηγόροι τέρατα είναι, αλλά συνήθως τα νυχάκια τους τα φροντίζει μανικιουρίστα. Ασχολίαστη αφήνω εκείνη τη γενική επιτηδείων, έτσι με τον τόνο στην παραλήγουσα.]
(8) η κατανυκτική προσευχή με την οποία ανοίγει και κλείνει και που σαρκαστικά –χωρίς καθόλου να το «δείχνει»– διατρέχει, ως «λάιτ μοτίφ», τη ραχοκοκαλιά της (σελ. 64) [Παραβλέπω το «λάιτ μοτίφ» (που είναι λάιτμοτιφ στην πραγματικότητα, αλλιώς μοιάζει με κοκακόλα λάιτ) και μένω ενεός μπροστά στο «δείχνει»: τι θέλει να πει ο ποιητής με τα εισαγωγικά του;]
(9) [το παραστασιακό αποτέλεσμα] «απαλύνει» τις μανιχαϊστικές τάσεις του έργου (σελ. 64). [Ούτε κι εδώ χρειάζεται (σ)χόλιο, νομίζω, εκτός βέβαια από το ότι το απαλύνω χρησιμοποιείται πλέον σχεδόν αποκλειστικά με τη μεταφορική του σημασία, οπότε τα εισαγωγικά εδώ είναι δυο φορές περιττά!]
(10) οι εντάσεις της [=της παράστασης] μερικές στιγμές «φαλτσάρουν» (σελ. 64) [Το πιάσαμε το υπονοούμενο, μουσιού.]
(11) ξεχώρισα […] τον Μάνο Βακούση παρά κάποιους «υψηλούς τόνους» του (σελ. 64). [Το ξαναπιάσαμε το υπονοούμενο: ο Βακούσης δεν είναι σοπράνο για να βγάζει υψηλούς τόνους, άρα τα εισαγωγικά επιβάλλονται για να δηλωθεί η μεταφορά. Τώρα που το σκέφτομαι, αναρωτιέμαι μήπως έπρεπε να βάλω εισαγωγικά στο μεταφορά. Διότι άλλο η μεταφορά που είναι το αντίθετο της κυριολεξίας και άλλο οι μεταφοραί ο Μήτσος.]
(12) όταν το κοντραμπάσο του αναλαμβάνει να «τραγουδήσει» μερικά από τα υπέροχα αυτά κομμάτια (σελ. 66). [Εμ βέβαια. Τραγουδάει το κοντραμπάσο; Δεν τραγουδάει! Οπότε βαλ’ του εισαγωγικά, μη μας παρεξηγήσει ο ηλίθιος αναγνώστης.]
(13) στις άκρες του πιάτου μικρά παξιμαδάκια «αγκάλιαζαν» 2-3 χουφτίτσες από τυρί ρακότα (σελ. 68). Επίσης: ένα ειδικό μενού τεσσάρων πιάτων που «παντρεύτηκαν» ιδανικά με εκλεκτά ελληνικά κρασιά (σελ. 80). [Σωστά τα εισαγωγικά, αλλιώς μπορεί να πήγαινε ο νους μας σε γαργαλιστικές λεπτομέρειες από τη σεξουαλική ζωή των παξιμαδιών ή από τον έγγαμο βίο των τεσσάρων πιάτων.]
(14) και μπορεί μεν η Κάρλα Μπρούνι να «καίει» τη δημοτικότητα του Νικολά Σαρκοζί (σελ. 72). [Προφανής και εδώ ο γλωσσικός ευπρεπισμός: εκείνο το καίει παραείναι καθομιλούμενο. Ο συντάκτης —η ο διορθωτής— είχε ιερό χρέος να αποποιηθεί, διά των εισαγωγικών, την καθομιλουμένην και πάσας τας παραφυάδας αυτής.]
(15) και όλα αυτά σε φόντο ασπρόμαυρο εκτός από τους πρωταγωνιστές: τη «θεά» [=την Κάρλα Μπρούνι], τη λιμουζίνα, το κόκκινο χαλί και τη φωτιά (σελ. 72). Και άλλο παρόμοιο παράδειγμα, αυτή τη φορά από τον Ταχυδρόμο της 9 Φεβ 2008 (τεύχος 415): η «θεά» του βωβού Γκλόρια Σουάνσον (σελ. 35). [Έτσι μπράβο, ρίχ’το το εισαγωγικό σου, να μην τα ισοπεδώνουμε όλα. Άκου εκεί θεά η Κάρλα Μπρούνι και η Γκλόρια Σουάνσον!]
(16) θα παρουσιάσουν στην Αμαλιάδα μια χορογραφία με τα καλύτερα «καρφώματα» στην ιστορία του ΝΒΑ και τους τσιρλίντερ της Ζαλγκίρις Κάουνας που θα «ντύσουν» το ελληνικό All Star Game με την ομορφιά και το κέφι τους (σελ. 80) [Αααααααααααα!!!!!!!!!! Απροπό, εκείνα τα τσιρλίντερ και τσιρλίντιγκ ακόμα να τα χωνέψει ο Τιπούκειτος, κι ας έχουν περάσει τόσα χρόνια από τότε που πολιτογραφήθηκαν οι λέξεις στην ιδιόλεκτο των αθλητικογράφων. Εξακολουθούν να του θυμίζουν όχι μαζορέτες αλλά στομαχικές διαταραχές.]
(17) έτσι, «φορτωμένοι» με κοσμήματα (σελ. 82). Το ίδιο αμάρτημα και στον Ταχυδρόμο της 9 Φεβ 2008 (τεύχος 415, σελ. 82 ξανά!): παρόλο που είναι «φορτωμένες» με ένα σωρό χρυσαφικά. [Ο Τιπούκειτος δεν αντέχει άλλο, εγκαταλείπει.]
ΣΥΓΚΑΤΑΒΑΣΗ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΠΛΕΜΠΑ (‘Η HORROR PLEBIS)
Άλλοτε πάλι οι δημοσιογραφούντες (και όχι μόνο, για να λέμε και του στραβού το δίκιο) χρησιμοποιούν τα εισαγωγικά κατά παραχώρηση, σαν χειρουργικά γάντια (για να αντιγράψω μια πετυχημένη παρομοίωση του Νίκου Σαραντάκου), γιατί σιχαίνονται να πιάσουν με γυμνά χέρια εκφράσεις του συρμού. Πρόκειται, όπως είπα και πριν, για ορθογραφικό ακκισμό, που δείχνει συγκατάβαση προς την καθομιλούμενη γλώσσα. Ακολουθούν και πάλι παραδείγματα που σταχυολόγησε ο χαλκέντερος Γιάννης Η. Χάρης από τον Ταχυδρόμο της 2 Φεβ 2008 (τεύχος 414):
(1) ο Δημήτρης Δανίκας «κουρδίζει» τον μεγάλο σταρ και τον οδηγεί σε εξομολογήσεις που ξαφνιάζουν (σελ. 18).
(2) δεν την «πάλευα» στην Αθήνα, κυρίως στους ρυθμούς της. Εδώ δεν «τρέχω», θα πω και πέντε «καλημέρες» (σελ. 27). [Εμ χρυσέ μου, άμα θέλεις να χρησιμοποιήσεις αγοραίες, υποτίθεται, εκφράσεις, κάνε το χωρίς ενοχές! Τι τα θες τα εισαγωγικά;]
(3) τα ψάρια εκεί πιάνουν «σάλιο» αφού τα κρατάνε για μέρες (σελ. 43). [Μ’ ένα σμπάρο δυο τρυγόνια: εδώ τα εισαγωγικά απομονώνουν και στιγματίζουν λαϊκή έκφραση που αποτελεί ταυτόχρονα μεταφορά!]
(4) η απλή συμμετοχή δεν μετράει, είναι για τους «άσχετους» (σελ. 50).
(5) ακόμα και όταν «στράβωνε» το αποτέλεσμα (σελ. 50).
(6) παλιά σιχαινόμουν το ποδόσφαιρο, αλλά με «κόλλησαν» τα αδέρφια μου (σελ. 52). [Σωστά κι εδώ τα εισαγωγικά, για να μη νομίσουμε ότι η αγάπη για το ποδόσφαιρο είναι καμιά ανεμοβλογιά.]
(7) έχει εξαναγκαστεί να παντρευτεί τον Πάβελ που τον σιχαίνεται και «παραστρατεί» με τον θείο Πρόχορ (σελ. 64). [Εδώ η επιστήμη σηκώνει τα χέρια ψηλά: του φάνηκε του συντάκτη υπερβολικά λαϊκή η κοινόχρηστη λέξη παραστρατώ; Τι να πω…]
Και για όσους δεν έγκωσαν ακόμα (ή μήπως «έγκωσαν»;), ιδού και μερικά ακόμη παραδείγματα από άλλο τεύχος του Ταχυδρόμου (415, 9 Φεβ 2008), που οφείλονται κι αυτά στη φιλεργία του Γιάννη Χάρη:
(1) τα διευθυντικά στελέχη έκαναν τα «στραβά μάτια» (σελ. 31).
(2) πώς είναι δυνατόν να έχει «κλείσει» 140.000 συμβόλαια (σελ. 31).
(3) ένιωσε προσβεβλημένος που ένας Ρώσος συνάδελφος τον «έριξε» έτσι (σελ. 41).
(4) το τάνγκο [sic] είναι μόδα […] [που] δεν πρόκειται να «ξεφουσκώσει» (σελ. 45).
(5) η «ξεκάρφωτη» περίπτωση του Χ (σελ. 50).
(6) τον Έλληνα φίλαθλο δεν «τον πιάνεις από πουθενά» (σελ. 55).
(7) μια κλασική, «φευγάτη» ερμηνεία της Μπλανς Ντιμπουά (σελ. 66). [Εμ, ήτανε φευγάτη η μακαρίτισσα, πώς να το κάνουμε! Φευγάτη λοιπόν πρέπει να είναι και η ερμηνεία της ηθοποιού που την υποδύεται. Ασ’ τα λοιπόν τα εισαγωγικά στην ησυχία τους, ευλογημένε!]
Λοιπόν, επειδή έχει και ο σαδομαζοχισμός τα όριά του, σταματάω εδώ. Αν κανένας έχει τίποτα άκρες στον Ταχυδρόμο, ας κάνει τον κόπο να τους στείλει ένα λίνκι σε τούτο δω το κείμενο, μπας και τους πιάσει το φιλότιμο (αν και «χλομό» το βλέπω — ω, παρντόν, παρασύρθηκα).