Feeds:
Δημοσιεύσεις
Σχόλια

Archive for Μαρτίου 2008

ΜΕΘΕΟΡΤΙΑ

Ο Τιπούκειτος χρειάστηκε να απουσιάσει εκτάκτως την τελευταία εβδομάδα, δυστυχώς όχι για ευχάριστους λόγους (μάλλον τον καταράστηκε ο Μύρης). Έτσι δεν μπόρεσε να απαντήσει έγκαιρα σε όλους τους φίλους που έστειλαν μέιλ ή που άφησαν σχόλια. Ζητεί την επιείκειά τους για την αναγκαστική αγένεια και ευχαριστεί ιδιαίτερα όσους συμμετείχαν στην πολύ ενδιαφέρουσα συζήτηση που έγινε στο buzz για το κειμενάκι του (ιδίως στον Σραόσα που του έστειλε το σχετικό λίνκι!). Ιδιαίτερες ευχαριστίες οφείλονται επίσης στον Αλκμάνα και κυρίως στον Γιάννη Χάρη που διόρθωσαν, στα σχόλιά τους, ανακρίβειες και λάθη του κειμένου.

Ας συνεχίσω σε πρώτο πρόσωπο. Ένα πολύ ενδιαφέρον ζήτημα που τέθηκε στη συζήτηση που προανέφερα αφορά την ανωνυμία μου. Ο Αθ. Αναγνωστόπουλος και ο Αθήναιος υποστήριξαν ότι η κριτική μου για τον ΚΧΜ και τις μεταφράσεις του θα έπρεπε να είναι επώνυμη, αφού επώνυμα γράφει και ο κρινόμενος. Η Ροδιά και ο OldBoy αντέτειναν ότι αυτό που μετράει σε ένα τέτοιο κείμενο είναι το περιεχόμενό του, τα επιχειρήματά του, και όχι το πρόσωπο του συγγραφέα του. Απ᾽ ό,τι φαίνεται, με την ουσία των επισημάνσεών μου συμφώνησαν όλοι όσοι συμμετείχαν στη συζήτηση.
Για να πω τη μαύρη μου αλήθεια, ούτε κι εγώ έχω αποφασίσει αν προτιμώ την ανωνυμία. Αντιλαμβάνομαι και σέβομαι απόλυτα το επιχείρημα ότι όποιος εκθέτει τις απόψεις του επώνυμα (ο ΚΧΜ εν προκειμένω), έχει το δικαίωμα να υποβάλλεται και σε επώνυμο έλεγχο. Από την άλλη, όπως έγραψε εδώ ο / η NeTpen, «Η δύναμη τής κριτικής – εν προκειμένω και γενικώς – είναι κυρίως η ουσία της, τα επιχειρήματά της και όχι το βάρος τής υπογραφής.» Προς το παρόν τουλάχιστον αισθάνομαι ότι η ανωνυμία μού δίνει το προφανές πλεονέκτημα να παρουσιάζω τις απόψεις μου με τον τρόπο που θέλω, με όση οξύτητα θέλω, χωρίς να περιορίζομαι από προσωπικές σχέσεις ή από την απειλή μιας εμπλοκής με τη συχνά παράλογη ελληνική δικαιοσύνη — αλλά και χωρίς (ελπίζω) να αφήνω τα κείμενά μου να κατρακυλήσουν στο επίπεδο της λιβελλογραφίας.
Απροπό, το κείμενό μου χαρακτηρίστηκε λίβελλος, προσωπικά όμως προτιμώ τον ελαφρώς αδόκιμο όρο πολεμική ή έστω φιλιππικός, αφού σκοπός του δεν ήταν να συκοφαντήσει, αλλά να ψέξει, με οξύ βεβαίως τρόπο.

Ευχαριστώ και πάλι θερμότατα όσους ασχολήθηκαν με τα λίγα που έγραψα για τα μεταφραστικά ατοπήματα του ΚΧΜ. Για προσωπικούς λόγους, το μπλογκ θα παραμείνει για κάμποσο καιρό ανενεργό. Καλή αντάμωση — σύντομα, ελπίζω.

Advertisement

Read Full Post »

ΕΝΑ ΕΘΝΙΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

Αν ο Τιπούκειτος δεν ήταν βαμμένος καθαρευοκτόνος, θα έδινε στο κείμενο αυτό τον τίτλο Περί συγχρόνου εν Ελλάδι κριτικής, σαν φόρο τιμής στον Εμμανουήλ Ροΐδη, τον αξεπέραστο σατιριστή και τιμητή της βλακείας και της προκατάληψης. Ο εναλλακτικός τίτλος θα ήταν προσφυέστατος, γιατί σήμερα θα περιλάβουμε τον Ύψιστο εν Ελλάδι Κριτή των Πάντων, τον Θεατρολόγο, τον Ιστορικό του Θεάτρου, τον Κριτικό του Θεάτρου, τον Συγγραφέα, τον Μεταφραστή, τον Πανεπιστημιακό Δάσκαλο και, προπάντων, τον Άνθρωπο Κώστα Γεωργουσόπουλο, που είναι ίσως γνωστότερος στους πνευματικούς κύκλους ως Κ. Χ. Μύρης (στο εξής ΚΧΜ, για συντομία). Αλλά και ο τίτλος που επέλεξα τελικά δεν είναι άσχημος, μια και ο Πανσοφολογιώτατος θεωρεί εαυτόν Εθνικό Κεφάλαιο, μετά το οποίο το Χάος και ο Κατακλυσμός.

Φαντάζομαι ότι η ολιγοπληθής αλλά εκλεκτή πελατεία του Τιπούκειτου είναι ήδη ενήμερη για την πρόσφατη γιγαντομαχία, που μαίνεται από τις σελίδες των Νέων κυρίως, ανάμεσα στον ΚΧΜ και σε όλους τους άλλους (Λιάκο, Λαμπρόπουλο, Γουργουρή, Σχινά, Παπανικολάου). Με τον γνωστό του αξεπέραστο τρόπο, ο ΚΧΜ στιγματίζει τους συνομιλητές του, συλλήβδην και αθρόως: «σαλίγκαρους» τους ανεβάζει, «σαλτιμπάγκους» τους κατεβάζει, ου μην αλλά και «εθνικώς σχιζοφρενείς» τους αποκαλεί, για να περιοριστώ σε λίγους μόνο από τους χαρακτηρισμούς που επιστρατεύει ο εκ Λαμίας διανοούμενος. Το ιστορικό της διαμάχης δίνεται, με τον δέοντα σχολιασμό, από τον Μανόλη Βασιλάκη εδώ. Πρόσφατα μάλιστα ο Μανόλης Βασιλάκης ανακάλυψε και έβγαλε στη φόρα παλιότερη συνέντευξη του Πατριάρχη του Ελληνισμού προς την τριμηνιαία έκδοση Αναλόγιον της Ιεράς Μητροπόλεως Σερβίων και Κοζάνης, τεύχος Νο 6, όπου ο ΚΧΜ ξεστομίζει άρατα θέματα (ή «ἄρρητ’ ἀθέμιτα» για τους καθαρεύοντες) με τον δικό του, αμίμητο τρόπο. Απολαύστε υπεύθυνα.

Τι έκανε τον ΚΧΜ να εξαναστεί και να διαρρήξει τα ακριβοπληρωμένα Γκούτσι ιμάτιά του; Μα τι άλλο: ο ανήκουστος και αδιανόητος ισχυρισμός του Β. Λαμπρόπουλου ότι το έθνος, όπως και οποιαδήποτε άλλη συλλογική οντότητα, είναι κατασκευή, δηλαδή υφίσταται ως κοινά αποδεκτή σύμβαση και τίποτε άλλο. Όπως αντιλαμβάνεστε, κάτι τέτοια διανοουμενίστικα μπορεί να έχουνε πέραση στους κουτόφραγκους, αλλά εμείς ως γνωστόν είμαστε άλλο πράμα: ωραίοι τύποι, με την ιδιοπροσωπία μας, με την ιδιαιτερότητά μας, με την ετερότητά μας, με το συναμφότερον, με τα κιμπαριλίκια μας, με τα όλα μας τελοσπάντων. Όπως λέει και ο Σωτήρης Γουνελάς, συνομιλητής του ΚΧΜ στη συνέντευξη του Αναλογίου (εμ, κύλησε ο τέντζερης και βρήκε το καπάκι), «είμαστε ένας λαός με μακρά ιστορία που δεν εξισώνεται χρονικά ούτε με την ιστορία των ευρωπαϊκών λαών ούτε πολύ περισσότερο με την ιστορία της Αμερικής».

Ε βέβαια, το πράμα είναι φως φανάρι. Βέβαια, αν ο Γουνελάς ή ο ΚΧΜ έκαναν τον κόπο να αφήσουν κατά μέρος, έστω για λίγο, την επιλεκτική, αυτάρεσκη ανάγνωση της ιστορίας, θα είχαν ίσως διερωτηθεί πώς στο καλό συμβαίνει, αφού η περιβόητη «Ελληνικότητα» είναι αυτονοήτως αξία διαχρονική και απαρασάλευτη, να εκλείπει ακόμη και το ίδιο το όνομα Έλλην, ως εθνικός προσδιορισμός, στα χίλια τόσα χρόνια της βυζαντινής αυτοκρατορίας. Γιατί άραγε κανένας υπήκοος του βασιλέως Ρωμαίων δεν διανοείται να αυτοπροσδιοριστεί ως Έλλην, παρά μόνο αν θέλει να παίξει το κεφάλι του κορώνα-γράμματα, αφού Έλλην θα πει εθνικός, μη χριστιανός; Και για να πάμε πιο πίσω, στην κλασική Ελλάδα, όταν ο Ευριπίδης στη Μήδεια βάζει τον Ιάσονα να αφρίζει και να ξαφρίζει, πως δήθεν «τέτοιο ανοσιούργημα [εννοεί την παιδοκτονία] καμιά Ελληνίδα δεν θα βάσταγε να το κάμει» (οὐκ ἔστιν ἥτις τοῦτ’ ἂν Ἑλληνὶς γυνὴ ἔτλη ποθ‘, 1339-40), πόσο στα σοβαρά πρέπει να πάρουμε τούτον τον αφορισμό, τη στιγμή που η ίδια η «βάρβαρη» αλλά έντιμη Μήδεια είχε νωρίτερα καταγγείλει τη διπρόσωπη δολιότητα και την απροκάλυπτη πανουργία του Έλληνα Ιάσονα; Ο Ευριπίδης είναι μέγας ειρωνευτής και δεν διστάζει να βάλει κάτω από το μικροσκόπιο της κριτικής του ακόμη και κατεστημένες νοοτροπίες, όπως λ.χ. η διχοτομία Έλλην : βάρβαρος. Αν όμως ζούσε σήμερα, ίσως θα είχε την τιμή να τον κατατάξει ο Υπερασπιστής των Δικαίων του Ελληνισμού Κ. Χ. Μύρης στους μεταμοντέρνους γδυμνοσάλιαγκες. Τα λέει άλλωστε μια χαρά στη συνέντευξή του στο Αναλόγιο: « η διανοουμενίστικη μόδα, που τείνει να καταστεί τρομοκρατία στις μέρες μας, απαιτεί ένα είδος λήθης, κατειρώνευσης, υπονόμευσης και αμφισβήτησης για ό,τι είναι σχετικό με την ιστορία, την μνήμη και την εθνική συνείδηση. » Κατειρώνευση, υπονόμευση, αμφισβήτηση: οι τομείς ακριβώς στους οποίους διέπρεψε ο Ευριπίδης…

Και μια που ήρθε η κουβέντα στον Ευριπίδη, ο ΚΧΜ δέχτηκε τα πυρά του Αντώνη Λιάκου, που τον κατηγόρησε, ανάμεσα σε πολλά άλλα, για το ότι σκανδαλωδώς μονοπωλεί τις μεταφράσεις αρχαίου δράματος που παριστάνονται από κρατικούς θιάσους. «Και αν λογαριάσει κανείς», καταλήγει ο Λιάκος, «ότι η μετάφραση αμείβεται με το 22% των εσόδων της παράστασης, μάλλον έχει κανείς λόγο να υπερασπίζει τα κεκτημένα με κάθε τρόπο. Ζητούμενο βέβαια είναι πώς μπορεί να λειτουργήσει κανείς ταυτόχρονα και ως προμηθευτής μεταφράσεων και ως κριτικός παραστάσεων που επηρεάζει τη ζήτηση.» Βέβαια, όπως δείχνει ο Γιάννης Η. Χάρης στα σχόλιά του σε τούτο δω το ποστ, δεν είναι ακριβές ότι το ποσοστό που καταβάλλουν στον μεταφραστή οι κρατικοί θίασοι είναι 22%: συνήθως είναι πολύ μικρότερο, πολλές φορές κάτω και από 10%. Λίγη σημασία έχει αυτό όμως. Η μεγάλη μπάζα, όπως λέει πάλι ο ΓΗΧ, γίνεται με τις παραστάσεις των ιδιωτικών θιάσων, και μάλιστα όχι στο Ηρώδειο ή στην Επίδαυρο, αλλά στην περιοδεία ή στις αρπαχτές που ακολουθούν. 

Εδώ είναι βέβαια η ταμπακέρα. Ο ΚΧΜ θέλει να έχει και το μαχαίρι και το πεπόνι: δηλαδή, και να καταδυναστεύει τη θεατρική αγορά επιβάλλοντας, ο καταδικτυωμένος, τις αμφίβολης ποιότητας μεταφράσεις του και να προβάλλει, μέσω των κριτικογραφημάτων του, τις παραστάσεις που ο ίδιος επιλέγει. Εδώ βέβαια συμπεριλαμβάνονται και θίασοι φιλικοί προς τον ΚΧΜ και την καμαρίλα του, θίασοι που δείχνουν ιδιαίτερη προτίμηση στις «μεταφράσεις» του ΚΧΜ, παραστάσεις θιασαρχών που έχουν δραματικές σχολές όπου διδάσκει ο ΚΧΜ, και πάει λέγοντας. Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, ο ΚΧΜ αυτοπροβάλλεται και ως εγγυητής της φυλετικής μας μνήμης: πότε έμπλεως ιεράς οργής (στην ανεκδιήγητη συνέντευξή του στο Αναλόγιον), πότε μισαλλόδοξος και γεμάτος χολή (στις «θεατρικές κριτικές» του στα Νέα), και πότε αισθαντικός βάρδος της αδιάσπαστης ενότητας του Ελληνισμού — εννοώ εκείνα τα τρισκαταγέλαστα Χίλια μύρια κύματα και τα λοιπά ανομοιοκατάληκτα μελίσματα που μας ταΐζει τριανταπέντε χρόνια τώρα ο εν λόγω.

Αλλά ας ξαναγυρίσουμε στο μονοπώλιο των μεταφράσεων αρχαίου δράματος. Ο ΚΧΜ διαμαρτύρεται εδώ και εδώ ότι ο Λιάκος, λέει, τον συκοφαντεί και ότι κάθε άλλο παρά μονοπωλεί, ο καημενούλης, τη μεταφραστική αγορά του αρχαίου δράματος. Έστω, ας δεχτούμε ότι έτσι είναι τα πράγματα. Ο Τιπούκειτος ισχυρίζεται πως θα έπρεπε από καιρό να είχε απαγορευτεί διά νόμου στον ΚΧΜ ειδικά η εκπόνηση μεταφράσεων αρχαίου δράματος. Ο ΚΧΜ δεν σκαμπάζει γρυ από αρχαία ελληνικά και δεν έχει υποψία από αρχαίο δράμα. Οι μεταφράσεις του, όλες ανεξαιρέτως, είναι της πυρκαγιάς: γεμάτες λάθη και παρανοήσεις, σε τρισβάρβαρα ελληνικά, είναι αδύνατον να αντέξουν ακόμη και τον στοιχειωδέστερο έλεγχο.

Όπως είναι γνωστό, ο ΚΧΜ έχει δημοσιεύσει κάμποσες μεταφράσεις του, κυρίως στον «Κάκτο» (Αντιγόνη, Λυσιστράτη, Ηλέκτρα, Ιφιγένεια η εν Αυλίδι), αλλά και στον «Πατάκη» (Επτά επί Θήβας, Προμηθέας, Τραχίνιες, Εκάβη, Ιφιγένεια η εν Ταύροις, Βάκχες, Πλούτος) και στην «Καρδαμίτσα» (Οιδίπους Τύραννος). Ξεχωριστή θέση ανάμεσα στις δημοσιευμένες μεταφράσεις του κατέχει βέβαια η Ορέστεια του Αισχύλου. Η εν λόγω μετάφραση, που εκδόθηκε από την «Εστία» το 1989, είναι σωστό περιβόλι από λάθη, παρανοήσεις και λεκτικά πυροτεχνήματα που πασκίζουν να κρύψουν τη θηριώδη άγνοια του μεταφραστή. Ο Τιπούκειτος επέλεξε τυχαία είκοσι στίχους από τον Αγαμέμνονα (140-159)· τους παραθέτει αμέσως πιο κάτω, μαζί με τη μετάφραση του ΚΧΜ.

«τόσον περ εὔφρων ἁ καλὰ 140
δρόσοις ἀέπτοις μαλερῶν λεόντων
πάντων τ’ ἀγρονόμων φιλομάστοις
θηρῶν ὀβρικάλοισι τερπνά,
τούτων αἰτεῖ ξύμβολα κρᾶναι,
δεξιὰ μὲν κατάμομφα δὲ φάσματα· 145
ἰήιον δὲ καλέω Παιᾶνα,
μή τινας ἀντιπνόους Δαναοῖς χρονί-
ας ἐχενῆιδας ἀπλοίας
τεύξηι σπευδομένα θυσίαν ἑτέραν ἄνομόν τιν’ ἄδαιτον, 150
νεικέων τέκτονα σύμφυτον, οὐ δει-
σήνορα· μίμνει γὰρ φοβερὰ παλίνορτος
οἰκονόμος δολία, μνάμων Μῆνις τεκνόποινος.» 155
τοιάδε Κάλχας ξὺν μεγάλοις ἀγαθοῖς ἀπέκλαγξεν
μόρσιμ’ ἀπ’ ὀρνίθων ὁδίων οἴκοις βασιλείοις·
τοῖς δ’ ὁμόφωνον
αἴλινον αἴλινον εἰπέ, τὸ δ’ εὖ νικάτω.

«Ωραία θεά, που τρυφερεύεις με τ’ άπλερο
το λιονταρόπουλο κοντά στην άγρια μάνα του
και μ’ όλα τα τερπνά μικρά των αγριμιών
του λόγγου που ψαχουλεύουν το μαστό,
δώσε να βγουν ευνοϊκά των πτηνών
τα σημεία που κάτι μηνούν δυσοίωνο.
Καλώ συμπαραστάτη τον Παιάνα, μη στείλει
ενάντιον η θεά τον άνεμο και δέσουν αταξίδευτα
τα πλοία· μη και ζητήσει θυσίαν άλλη, ανόσια κι ανούσια,
που σπέρνει τα ζιζάνια μέσα στο γένος
και καταλεί το φόβο του ανδρός· προσμένει η οργή
φοβερή να χτυπήσει στην ώρα της, οικόσιτη, πανούργα
και μακρόθυμη, εκδίκηση του τέκνου της ζητώντας».
Τέτοιο γραφτό της Μοίρας για το παλάτι ο Κάλχας
λάλησε, ανάκατο με τ’ αγαθά των οιωνών σημεία.
Έτσι μ’ αυτά και πιάσε το σκοπό,
κι ας λέμε μη χειρότερα και σε καλό να βγει.

Ο Τιπούκειτος ζητάει από τους αναγνώστες του να οπλιστούν με υπομονή και να διαβάσουν, αν έχουν το κουράγιο, τις σχολαστικές παρατηρήσεις που ακολουθούν. Όσοι αντέξουν, θα διαπιστώσουν ότι σε είκοσι μόλις στίχους ο ΚΧΜ κατάφερε να διαπράξει οχτώ (αριθμητικά: 8) τερατώδη μεταφραστικά λάθη, που αν τα έκανε πρωτοετής φοιτητής της φιλολογίας, θα κοβόταν πανηγυρικά (ε, να μη βάλω κι εγώ το κλισεδάκι μου;). Έχουμε και λέμε, λοιπόν.

1. Τι στο καλό παναπεί «που τρυφερεύεις με τ’ άπλερο το λιονταρόπουλο»; Το τρυφερεύω, όσο ξέρω, είναι νεολογισμός· υποθέτω (λέω, υποθέτω) ότι σημαίνει κάτι σαν «δείχνω τρυφερότητα», «νιώθω/δείχνω στοργή» και τα όμοια. Πάει καλά. Μα δρόσοις ἀέπτοις δεν σημαίνει «τ᾽άπλερο το λιονταρόπουλο»! Εκείνο το ἀέπτοις είναι μάλλον παραλλαγή του επικού επιθέτου ἄαπτος, που σημαίνει τον απρόσιτο, αυτόν δηλαδή που δεν γίνεται να τον αγγίξεις (ἅπτομαι), να τον πλησιάσεις. Τα νεογνά των μαλερῶν λεόντων (μαλερός θα πει, καθώς φαίνεται, ολέθριος, άγριος, θηριώδης) είναι κι αυτά τόσο άγρια, που δεν μπορείς να τα κοντέψεις.

2. Το τερπνά δεν είναι ουδέτερο, αλλά θηλυκό (δωρίζων τύπος του τερπνή). Η ίδια η θεά, η Άρτεμη, είναι τερπνά ὀβρικάλοισι θηρῶν, δηλαδή «χαίρεται με τα μικρά των αγριμιών». Πώς θα μπορούσαν άλλωστε «τα μικρά των αγριμιών» να είναι τα ίδια τερπνά, τη στιγμή που είναι ἄεπτα και μαλερά (βλ. πιο πάνω, 1); Κοντά στον νου κι η γνώση, αλλά προφανώς ο ΚΧΜ δεν διαθέτει ούτε το ένα ούτε το άλλο.

3. Το τούτων αἰτεῖ ξύμβολα κρᾶναι το μακέλεψε ο Ελληνικώτατος Μεταφραστής. Είναι προφανές, για όποιον έχει διδαχτεί έστω κι ένα χρόνο αρχαία ελληνικά, ότι αυτός που αἰτεῖ είναι η Άρτεμη: ζητάει, προφανώς από τον Δία, πατέρα θεών και ανθρώπων, να αληθέψουν τα ξύμβολα, δηλαδή ο αινιγματικός οιωνός της γκαστρωμένης λαγίνας που την κατασπάραξαν οι αετοί. Σύμβολον είναι οτιδήποτε χρειάζεται συνδυασμό συλλογισμών ή παρατηρήσεων για να ερμηνευτεί και να γίνει κατανοητό.

4. «Δώσε να βγούν ευνοϊκά των πτηνών τα σημεία που κάτι μηνούν δυσοίωνο». Άρτζι μπούρτζι και λουλάς, κύριε Μύρη μου. Ο Τειρεσίας, ερμηνεύοντας τα θεϊκά σημεία, διαπιστώνει πως η Άρτεμη «ζητεί να αληθέψουν τα ξύμβολα» (βλ. 3), να πραγματοποιηθεί ο απαίσιος οιωνός. Ο Τειρεσίας προσθέτει ότι τα εν λόγω ξύμβολα είναι δεξιὰ μέν, κατάμομφα δέ — είναι δηλαδή ταυτόχρονα και ευοίωνα και δυσοίωνα: ευοίωνα γιατί προμηνύουν την καταστροφή της Τροίας· δυσοίωνα γιατί δείχνουν πως το τίμημα της εκπόρθησης θα είναι βαρύτατο για τους Έλληνες (η θυσία της Ιφιγένειας). Όπως βλέπετε, τίποτα απ’ όλα αυτά δεν πήρε χαμπάρι ο ΚΧΜ.

5. «καλώ συμπαραστάτη τον Παιάνα»: σύμφωνοι, ἰήιον καλέω Παιᾶνα λέει το πρωτότυπο, αλλά τι στα κομμάτια καταλαβαίνει ο μέσος αναγνώστης όταν διαβάζει «Παιάνα» στη νεοελληνική «μετάφραση»; Στην καλύτερη περίπτωση, το μυαλό του θα πάει σε θριαμβικό τραγούδι· στη χειρότερη, δεν θα πάει πουθενά. Τζάμπα όμως η σύγχυση. Παιάν είναι, απλώς, επίθετο του Απόλλωνα: ο Τειρεσίας ζητάει από τον Απόλλωνα να μεσιτεύσει στην αδερφή του, την Άρτεμη, ώστε να μη δώσει ν’ αληθέψει ο οιωνός.

6. «θυσίαν άλλη, ανόσια κι ανούσια»: Βλέπετε, απ’ το πολύ το γράφε-γράφε στις ελληνικές εφημερίδες ο ΚΧΜ δεν μπορεί να αντισταθεί στα δημοσιογραφικά λογοπαίγνια της πλημμύρας: «ανόσια κι ανούσια», όπως λέμε ύφος και ήθος, έγκυρη και έγκαιρη κτλ. Ο παππούς Αισχύλος έγραψε βέβαια θυσίαν ἑτέραν ἄνομόν τιν’ ἄδαιτον, που θα πει «θυσίαν αλλόκοτη (όχι «άλλη», κύριε Μύρη!), δίχως μουσικές και δίχως φαγοπότια». Γιατί βέβαια ἄνομον δεν θα πει «ανόσια», αλλά σημαίνει τη θυσία που δεν συνοδεύεται, όπως συνήθως, από τη μουσική του αυλού: νόμος θα πει μεταξύ άλλων «μελωδία» στα αρχαία ελληνικά, αλλά αυτά είναι ψιλά γράμματα για τον ΚΧΜ. Και βέβαια ἄδαιτον δεν σημαίνει ποτέ και πουθενά «ανούσια», αλλά αυτήν που δεν τρώγεται. Δηλαδή κάπως σαν τις μεταφράσεις του ΚΧΜ.

7. «οικόσιτη, πανούργα και μακρόθυμη»: Εδώ πια είμαστε για να᾽μαστε, κύριε ΚΧΜ! Η Μῆνις δεν μπορεί να είναι «οικόσιτη», γιατί δεν είναι κατσίκα, κουνέλα ή άλλο κατοικίδιο. Είναι οἰκονόμος, που σημαίνει (όπως περίπου και σήμερα) «αυτόν που είναι επιφορτισμένος με τη διαχείριση τροφίμων και άλλων υλικών, ιδίως καταναλώσιμων, σε ένα ίδρυμα ή κοινότητα ανθρώπων» (αντιγράφω από το Λεξικό του Ιδρύματος Τριανταφυλλίδη). Η μόνη διαφορά είναι ότι η οἰκονόμος του Αισχύλου είναι σπιτίσια κι όχι υπάλληλος σε ίδρυμα. Είναι προφανές ότι ο παππούς Αισχύλος, τολμηρός στις μεταφορές του όπως πάντα, λέει ότι η Μῆνις είναι οἰκονόμος γιατί ζει στην καρδιά του σπιτικού του Αγαμέμνονα. Πρόκειται όμως για οἰκονόμον δολίαν, γιατί δεν φροντίζει για την ευημερία του σπιτικού, αλλά απεργάζεται θανατικά και φόνους. Τι απ’ όλα αυτά βγαίνει από τη μετάφραση του ΚΧΜ; Τίποτα απολύτως. Τα πράγματα χειροτερεύουν ακόμα περισσότερο με εκείνο το απίστευτο «μακρόθυμη»: πού το βρήκε το «μακρόθυμη» ο ΚΧΜ, αυτό μόνο ο Θεός κι η ψυχή του το ξέρουν. Ο Αισχύλος έγραψε μνάμων, δηλαδή μνήμων, αυτή που θυμάται, που δεν ξεχνά. Τέτοια είναι η Μῆνις: δεν ξεχνά, ελλοχεύει άγρυπνη, και όταν έρθει η ώρα σηκώνει κεφάλι, παλίνορτος, για να καταφέρει το θανάσιμο πλήγμα.

8. Το καλύτερο το άφησα για το τέλος: «Έτσι μ’ αυτά και πιάσε το σκοπό, κι ας λέμε μη χειρότερα και σε καλό να βγει». Πρώτα πρώτα, τι στο καλό θα πει «έτσι μ’ αυτά και πιάσε το σκοπό»; Τι σόι ελληνικά είναι τούτα; Μάλλον οιστρηλατήθηκε υπέρ το δέον ο ένθεος μεταφραστής και ξέχασε το συντακτικό στο άλλο του σακάκι. Αλλά εκείνο που σπάει καρύδια είναι το «να λέμε μη χειρότερα και σε καλό να βγει». Τι λέει το πρωτότυπο; Αἴλινον αἴλινον εἰπέ, τὸ δ’ εὖ νικάτω. Τι θα πει αυτό, σε νεοελληνική παράφραση; Θα πει «Λέγε “οϊμέ, οϊμέ”, μα ας βγει νικητής το καλό» (αἴλινον είναι θρηνητική κραυγή). Τι σχέση έχει αυτό με τη μεταφρασούλα του ΚΧΜ; Καμία, προφανώς. Τι να πει κανείς; «Να λέμε μη χειρότερα», αυτό μόνο.

Το συμπέρασμα βγαίνει, νομίζω, μόνο του. Στα λόγια και στις διακηρύξεις περί ελληνικότητος και αδιασπάστου συνεχείας ο ΚΧΜ είναι πρωταθλητής. Αλλά τα λόγια είναι εύκολα: στα έργα είναι που τα βρίσκει μπαστούνια ο κάθε Ελληναράς.

Διάβαζα τις προάλλες (εν μέρει για να εξακριβώσω μια εποχή, εν μέρει και την ώρα να περάσω) ένα απόσπασμα από διάλεξη του Παλαμά, που εκφωνήθηκε το 1890 (βλ. Παλαμά, Άπαντα 2 [1962] 74). Τη θυμήθηκα τώρα που ξεσπάθωσε ο Μεταφραστής εναντίον των μεταμοντέρνων συνωμοτών που απεργάζονται τον αφανισμό του έθνους. Το κείμενο του Παλαμά γράφτηκε σχεδόν 120 χρόνια πριν, κι όμως θα έλεγε κανείς ότι είναι κομμένο και ραμμένο για τον ΚΧΜ. Ιδού:

Ὁ πατριωτισμὸς εἶνε τὸ εὐγενέστερον τῶν αἰσθημάτων, ἀλλὰ καὶ τὸ προχειρότερον εἰς ἐκμετάλλευσιν ὑπὸ τῶν φωνασκῶν, τῶν ἀγυρτῶν καὶ τῶν ἐπιτηδείων παντὸς εἴδους. Ἐν τῷ καθ’ ἡμέραν βίῳ ὁ πατριωτισμὸς δύναται νὰ χρησιμεύσῃ ὡς πρόσχημα πρὸς θεραπείαν καὶ τῶν ἰδιοτελεστέρων συμφερόντων· ἐν τῇ φιλολογίᾳ ὑπὸ τὴν αἰγίδα του συχνότατα κρύπτεται ἡ στειρότης τοῦ πνεύματος καὶ πάσης φιλολογικῆς ἰδιοφυΐας ἡ ἔλλειψις. Ἰδιαιτέρως παρ’ ἡμῖν ἀμέσως ἀπὸ τῆς συστάσεως τοῦ ἑλληνικοῦ βασιλείου ἐδημιουργήθη παραλλήλως πρὸς τοὺς κλεινοὺς «πετσωματάδες»* τῶν ἐπαναστατικῶν κινημάτων σχολὴ «πετσωματάδων» τῆς ποιήσεως ὑπὸ χείμαρρον μεγαλοκόμπου φιλοπατρίας καλυπτόντων τὴν ἰσχνότητα τῶν ἐννοιῶν καὶ τὸ χονδροειδὲς τῶν αἰσθημάτων. Ἡ φιλοπατρία ὄχι μόνον δὲν προσθέτει τι, ἀλλὰ καὶ ἀσχημίζει τοὺς στίχους, ὁσάκις λείπει ἐξ αὐτῶν ἡ τέχνη καὶ ἡ ποίησις, ὅπως καὶ τὰ λόγια, χωρὶς τὰ ἔργα, καθιστῶσιν ἀφορήτους τοὺς τιτλοφορουμένους πατριώτας.

Δεν ισχυρίζομαι βέβαια ότι ο ΚΧΜ υπηρετεί ιδιοτελή συμφέροντα: μοναδική του μέριμνα είναι, ως γνωστόν, η επ’ αγαθώ του έθνους διακονία του υψηλού πολιτισμού. Αλλά δεν θα έβλαφτε να χαμήλωνε λίγο την ένταση της φωνής του, να περιόριζε το υβρεολόγιο και να φρόντιζε λίγο παραπάνω τις μεταφράσεις του. Καλή ιδέα θα ήταν επίσης να μάθει αρχαία ελληνικά, που τόσο του αρέσουν.

* Για τους πετσωματάδες έγραψαν αξιόλογες παρατηρήσεις στα σχόλια αυτού του ποστ ο Νίκος Σαραντάκος και ο Παραρλάμα. Διαφωτιστικότερο και διεξοδικότερο όμως είναι το σχόλιο του Μανόλη Βασιλάκη εδώ. Όπως είναι γνωστό, ο Μ.Β. σύρθηκε στα δικαστήρια επειδή είχε το απύθμενο θράσος να καταγγείλει, με φρασεολογία κάποτε δανεισμένη από τον Παλαμά, τους σημερινούς απογόνους των πετσωματάδων. Κωστή Παλαμά, ευτυχώς εσύ πέθανες νωρίς.

Read Full Post »

ΤΙΜΗΤΙΚΟ ΔΙΠΛΩΜΑ

Σήμερα έχουμε πανηγύρια και χαρές. Ο Τιπούκειτος απονέμει τιμητικό δίπλωμα για αλόγιστη χρήση εισαγωγικών στον κ. Δ. Π. Δήμα, ανταποκριτή της έξοχης Ελευθεροτυπίας στην Ουάσιγκτον. Το κειμενάκι που ακολουθεί είναι αυτούσια η χτεσινή (3 Μαρ 2008) ανταπόκριση του καλού δημοσιογράφου. Πριν να καταρρεύσει από νευρικό κλονισμό, ο Τιπούκειτος κατάφερε να μετρήσει δεκαπέντε (15) περιπτώσεις εσφαλμένης, άτοπης και παράλογης χρήσης εισαγωγικών. Μόνο σε δύο (2) περιπτώσεις τα εισαγωγικά είναι αποδεκτά και απαραίτητα — εκεί δηλαδή που ο δημοσιογράφος παραθέτει δηλώσεις τρίτων. Για τη χρήση και την κατάχρηση των εισαγωγικών έχω ξαναγράψει εδώ και εδώ: κύριε Δήμα, για ρίχτε καμιά ματιά.

Τώρα που το ξανασκέφτομαι, αναρωτιέμαι μήπως η Ελευθεροτυπία μετράει τα εισαγωγικά για λέξεις, οπότε αυξάνεται αναλόγως και το κασέ των συντακτών της. Μόνο έτσι εξηγείται αυτή η εισαγωγικομανία! Εισαγωγικό και τάλιρο.

Όπως θα δείτε λίγο πιο κάτω, το κειμενάκι του κ. Δήμα είναι μνημείο λόγου. Προσέξτε, σας παρακαλώ, ιδιαίτερα εκείνο το «προτετελεσμένων γεγονότων». Αμ αφού σε ζαλίζει η καθαρεύουσα, κύριε Δήμα μου, γιατί επιμένεις; Προσέξτε επίσης και τη χρήση του κόμματος: ο κ. Δήμας το βάζει κάθε δύο λέξεις. Δεν αντέχω να μη δώσω ένα δυο παραδείγματα (τα best of the best): «Το «μήνυμα» Καραμανλή [κόμμα] από του βήματος της Βουλής [κόμμα] την περασμένη Παρασκευή [κόμμα] για μια αμοιβαία αποδεκτή σύνθετη γεωγραφική ονομασία [κόμμα] για όλες τις χρήσεις [κόμμα] ήταν «ηχηρό και ξεκάθαρο» [κόμμα] όπως λέγεται [εδώ ξέχασε να βάλει κόμμα] και «εξαιρετικά επίκαιρο» λόγω των διαβουλεύσεων [κόμμα] βέβαια [κόμμα] της Νέας Υόρκης [κόμμα] που έληξαν με αδιέξοδο [κόμμα] αλλά και της σημερινής [κόμμα] μετά την Ουάσιγκτον [κόμμα] επίσκεψης του γ.γ. του ΝΑΤΟ στην Αθήνα.»

Να κι άλλο ένα: «Είχε [κόμμα] δε [κόμμα] ένα βαθύτερο νόημα [κόμμα] κατά τους γνωρίζοντες [κόμμα] γιατί [κόμμα] παρά τις εν τω μεταξύ πιέσεις [κόμμα] ήταν συνεπές [κόμμα] όπως λέγεται [κόμμα] με το «μήνυμα» που έστειλε νωρίτερα στην Ουάσιγκτον ο πρωθυπουργός [κόμμα] μέσω της υπουργού Εξωτερικών κ. Μπακογιάννη [κόμμα] »

Τώρα λοιπόν ήρθε η στιγμή που όλοι περιμένατε. Ορίστε ολόκληρο το αριστούργημα του κ. Δήμα, χωρίς άλλα σχόλια:

«Οταν η Ουάσιγκτον και το ΝΑΤΟ σκέφτονται μήπως η Ελλάδα σοβαρολογεί

ΟΥΑΣΙΓΚΤΟΝ
Του Δ. Π. ΔΗΜΑ

Τα «μηνύματα» από τη συνάντηση του προέδρου Μπους με τον γ.γ. του ΝΑΤΟ Ντε Χόοπ Σέφερ «δεν είναι ενθαρρυντικά» για τη διεύρυνση του ΝΑΤΟ, καθ’ όλες τις συγκλίνουσες εκτιμήσεις.

Εν όψει της συνάντησης κορυφής του Βουκουρεστίου, στις αρχές Απριλίου, οι δύο άνδρες φέρεται να διαπίστωσαν πως με τα σημερινά δεδομένα η ανυπαρξία λύσεως μεταξύ Αθηνών και Σκοπίων δεν θα επιτρέψει στη FYROM να προχωρήσει στις ΝΑΤΟϊκές της φιλοδοξίες.

Παρά ταύτα, τόσο οι Αμερικανοί όσο και οι εκπρόσωποι του ΝΑΤΟ θέλουν «πάση θυσία» να καταβληθεί η μέγιστη δυνατή προσπάθεια, μέχρι το Βουκουρέστι, για την άρση ενδεχομένως του αδιεξόδου.

Σε οποιαδήποτε περίπτωση, με κάθε ευκαιρία, καθίσταται σαφές και προς τις δύο πλευρές πως όποιος τα «σπάσει», ταυτόχρονα «θα επωμιστεί και τις ευθύνες».

Η με τον τρόπο αυτό συγκεκαλυμμένη απειλή Αμερικανών και ΝΑΤΟϊκών υποδεικνύει τη «νευρικότητα» των καιρών και το είδος των πιέσεων που σίγουρα θα ασκηθούν καθώς πλησιάζει η σύνοδος του Βουκουρεστίου.

Το «μήνυμα» Καραμανλή, από του βήματος της Βουλής, την περασμένη Παρασκευή, για μια αμοιβαία αποδεκτή σύνθετη γεωγραφική ονομασία, για όλες τις χρήσεις, ήταν «ηχηρό και ξεκάθαρο», όπως λέγεται και «εξαιρετικά επίκαιρο» λόγω των διαβουλεύσεων, βέβαια, της Νέας Υόρκης, που έληξαν με αδιέξοδο, αλλά και της σημερινής, μετά την Ουάσιγκτον, επίσκεψης του γ.γ. του ΝΑΤΟ στην Αθήνα.

Σχετικά με τη διεύρυνση του ΝΑΤΟ, ο γ.γ. της Συμμαχίας, κατά τη συνάντησή του με τον πρόεδρο Μπους, στο οβάλ γραφείο, ανέφερε πως «τίποτε δεν είναι ακόμη επιβεβαιωμένο», αλλά η διεύρυνση του ΝΑΤΟ θα βρίσκεται στην ατζέντα της συνάντησης κορυφής του Βουκουρεστίου, παρότρυνε, δε, τις ενδιαφερόμενες χώρες «να προχωρήσουν με τις μεταρρυθμίσεις τους».

Από την πλευρά του, ο Αμερικανός πρόεδρος εξέφρασε την «ελπίδα» πως οι χώρες που φιλοδοξούν να ενταχθούν στη Συμμαχία «θα συνεχίσουν να πληρούν το ενταξιακό σχέδιο δράσης και θα περιμένουμε αξιολόγηση της προόδου που έχουν κάνει οι τρεις αυτές χώρες (από τον γ.γ. του ΝΑΤΟ) πριν ψηφίσουμε για τη διεύρυνση».

Απάντηση στην «κλίκα»

Επιπλέον, το «μήνυμα» Καραμανλή ήταν και απάντηση στην «κλίκα» του Στέιτ Ντιπάρτμεντ, η οποία, μέσω του πρέσβη Σπέκχαρντ, στην Αθήνα, προσπάθησε την περασμένη εβδομάδα να «τραβήξει το χαλί» κάτω από τα πόδια της Αθήνας, στο κρίσιμο αυτό σημείο των διαπραγματεύσεων, μέσω «απαράδεκτων νουθεσιών» και κινδυνολογίας.

Είχε, δε, ένα βαθύτερο νόημα, κατά τους γνωρίζοντες, γιατί, παρά τις εν τω μεταξύ πιέσεις, ήταν συνεπές, όπως λέγεται, με το «μήνυμα» που έστειλε νωρίτερα στην Ουάσιγκτον ο πρωθυπουργός, μέσω της υπουργού Εξωτερικών κ. Μπακογιάννη, η οποία στις συνομιλίες της εδώ φέρεται να κατέγραψε με τη δέουσα ωμότητα πως «η εποχή των πιέσεων στην Ελλάδα έχει παρέλθει και αν θέλετε αποτελέσματα, πρέπει να στραφείτε στα Σκόπια».

Παρά ταύτα, οι Αμερικανοί κινούνται στον δικό τους ρυθμό και, επί τακτικής βάσης, επιμένουν, πέραν της διεύρυνσης του ΝΑΤΟ, στην αύξηση της ελληνικής συμμετοχής στο Αφγανιστάν και στην αναγνώριση της ανεξαρτησίας του Κοσόβου, θέματα που συζητήθηκαν στο εύρος τους στη συνάντηση Μπους – Σέφερ.

Φαίνεται λοιπόν πως οι Αμερικανοί στήνουν σκηνικό ενδιάμεσης συμφωνίας του ’95, και θα επιχειρήσουν μέχρι την τελευταία στιγμή να φέρουν προ αδιεξόδου και προτετελεσμένων γεγονότων την Αθήνα.

Στο πλαίσιο αυτό, είχαν ελπίσει πως τα Σκόπια δεν θα παρέμεναν απολύτως αδιάλλακτα στη Νέα Υόρκη και πως θα ‘χαν δεχθεί μια συμβιβαστική σύνθετη ονομασία, για διεθνή χρήση, με επιθετικό προσδιορισμό, γεγονός που θα μετέφερε την πίεση περισσότερο προς την Αθήνα.

Με τα σημερινά δεδομένα, στην Ουάσιγκτον δεν πιστεύεται πως θα καταλήξουν κάπου οι διαπραγματεύσεις μέχρι τη ΝΑΤΟϊκή σύνοδο.

Πιστεύεται, ωστόσο, πως αν οι συνομιλίες μπορούσαν να προχωρήσουν ουσιαστικά, με μια ονομασία που να μην απορρίπτεται από την Ελλάδα, τότε όλο το παιχνίδι θα παιζόταν στο Βουκουρέστι την ημέρα της συνόδου του ΝΑΤΟ.

Εξυπακούεται, συνεπώς, ότι για να προχωρήσει η διεύρυνση, γίνεται πλέον συνείδηση ότι θα πρέπει να βρεθεί λύση, που θα διευκόλυνε την Ελλάδα να συγκατανεύσει στο Βουκουρέστι.»

Read Full Post »

ΜΗ ΜΟΥ ΠΕΙΣ! ΠΕΘΑΝΕ Ο ΦΡΥΝΙΧΟΣ;

Με μια βδομάδα καθυστέρηση θυμήθηκε ο Τιπούκειτος να πει το λογάκι του για τη βιβλιοκριτική του Δημοσθένη Κούρτοβικ (ΤΑ ΝΕΑ 23 Φεβ 2008) σχετικά με το βιβλίο του Νίκου Σαραντάκου, Γλώσσα μετ’ εμποδίων. Η καθυστέρηση όμως έχει και τα καλά της, μια και φαντάζομαι πως οι αναρίθμητοι αναγνώστες αυτού εδώ του μπλογκ είχαν έτσι τον καιρό να διαβάσουν με την ησυχία τους την απάντηση του Νίκου Σαραντάκου, καθώς και το αιχμηρό αντισχόλιο του Γιάννη Χάρη.

Ο Τιπούκειτος δεν θα μπει σε ζητήματα ουσίας — δηλαδή το ίδιο το βιβλίο του Ν. Σαραντάκου, για το οποίο έγραψαν πολλοί πολλά (βλ. ενδεικτικά εδώ — διαβάστε και τα σχολιάκια, μερικά έχουνε γούστο!) Θα μείνει στους, κατά τη γνώμη του, μυκτηρισμούς του Κούρτοβικ για τους γλωσσαμύντορες της δημοτικής, που (ρυθμιστικότεροι των καθαρολόγων ρυθμιστών) απεργάζονται, υποτίθεται, σκοτεινά σχέδια για το μέλλον της ελληνικής.

Πρώτα απ’ όλα, πρέπει να τονίσουμε, για να λέμε και του στραβού το δίκιο, πως ο Κούρτοβικ αποδίδει τα του Καίσαρος τω Καίσαρι. Γράφει δηλαδή:

«Οι νεογλωσσαμύντορες δεν υπερασπίζονται, όπως οι παλιότεροι, την καθαρεύουσα καθεαυτή (κάτι που είναι πια αδύνατον), αλλά εξανίστανται, όπως εκείνοι, για τον «εκφυλισμό» της ελληνικής γλώσσας, την αποκοπή της από τις αρχαίες ρίζες της, την επέλαση ενός γλωσσικού αφελληνισμού που θα επιφέρει την κατάλυση της εθνικής μας ταυτότητας και, μεσομακροπρόθεσμα, της εθνικής μας υπόστασης. Εκτός από τις επιθέσεις τους κατά του μονοτονικού και την καλλιέργεια μιας σειράς αστήρικτων και μάλλον αστείων μύθων (η ελληνική με τις έξι εκατομμύρια λέξεις, η ελληνική που για μία ψήφο δεν έγινε επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Πολιτειών κ.ά.), επιχειρούν με τη γλωσσική πρακτική τους μια «αναπαρθένευση» της γλώσσας, ώστε να φαίνεται πιο απαράλλακτη στην ιστορική διαδρομή της, πιο «καθαρή». Οι μέθοδοι που εφαρμόζουν είναι ποικίλες: από την υπερετυμολόγηση και την υπερορθογράφηση (με την αναγωγή ακόμα και απλογραφημένων λέξεων της δημοτικής σε ετυμολογικές ρίζες νεκρές εδώ και αιώνες, συχνά και αμφίβολες) ώς την αντικατάσταση κοινόχρηστων λέξεων με άλλες, αρχαιοπρεπείς, και την κατά κόρον επιλογή «φιγουράτων» συντακτικών σχημάτων (π.χ. ρημάτων που συντάσσονται με αντικείμενο στη γενική).»

Με τις διαπιστώσεις αυτής της παραγράφου ο Τιπούκειτος συμφωνεί μέχρι κεραίας. Λίγο παρακάτω όμως ο Κούρτοβικ μας τα χαλάει. «Ο Σαραντάκος», μας λέει, «φαίνεται να πιστεύει σε μια γραμμική εξέλιξη της γλώσσας, η οποία τείνει νομοτελειακά προς τη γραμματική ομαλοποίηση και την απλούστευση.» Παρόλο που δεν νομίζω πως ο Σαραντάκος πιστεύει κάτι τέτοιο, δεν πρόκειται βέβαια να παραστήσω εδώ τον εκπρόσωπό του. Αυτό που με ενδιαφέρει είναι πως ο σοβαρός και μετρημένος αντίλογος του Σαραντάκου ενάντια στην πλασματική πολυτυπία που επαγγέλλεται ο νεκαθαρευουσιανισμός συρρικνώνεται, στο μυαλό του Κούρτοβικ, σε αφελέστατη, αγλωσσολόγητη αντίληψη που θέλει τη γλώσσα να βαδίζει, αντιδαρβινικά, από τις συνθετότερες μορφές προς τις απλούστερες.

Η συζήτηση καταλήγει, σχεδόν αναπόδραστα, στο μείζον πρόβλημα της γενικής πληθυντικού, για το οποίο έχω γράψει και άλλοτε. Ως γνωστόν, πάμπολλα ουσιαστικά της νέας ελληνικής, ενώ σχηματίζουν ονομαστική/αιτιατική πληθυντικού (ζάχαρες, κότες, πάπιες, κατσίκες, κουνέλες) δεν σχηματίζουν γενική πληθυντικού. Το ίδιο ισχύει βέβαια και για ολόκληρες κατηγορίες ονομάτων, με πρώτα και κύρια τα υποκοριστικά: τα ουδέτερα δεν σχηματίζουν τη γενική ούτε στον πληθυντικό ούτε στον ενικό (άλλο αν κάποιος διεστραμμένος νους επινόησε κάποτε το Νερό Λουτρακίου), ενώ τα θηλυκά δεν σχηματίζουν τη γενική πληθυντικού (οι εκκλησούλες, οι κοπελίτσες κτλ., αλλά όχι *των εκκλησούλων, *των κοπελίτσων κτλ.). Για να δούμε τι γράφει επ’ αυτού ο Δ. Κούρτοβικ:

«Ο Σαραντάκος παρατηρεί (σ. 313) ότι, ενώ μερικές γενικές όπως «των κοτών» δεν στέριωσαν ποτέ, σήμερα κλίνουμε αβίαστα «οι τηλεκάρτες-των τηλεκαρτών» (για παράδειγμα). Δεν κάθεται όμως να σκεφτεί τι σημαίνει αυτό. Η κότα ήταν από τους βασικούς πόρους της οικονομίας των λαϊκών νοικοκυριών, η λέξη από τις πιο κοινόχρηστες της δημοτικής, και όμως δεν απέκτησε γενική πληθυντικού. Γιατί; Μα, διότι η γενική πληθυντικού είναι μια πτώση που στη λαϊκή γλώσσα τείνει προς την εξαφάνιση. Αντίθετα, η τηλεκάρτα είναι μια λέξη που μπήκε στη γλώσσα μας μέσα από τη ζωή των εγγράμματων αστικών στρωμάτων, για τα οποία η γενική πληθυντικού είναι πολύ πιο οικεία.»

Τώρα αυτό μπορεί να προοριζότανε για κοινωνιογλωσσική ανάλυση, αλλά εμένα μου μοιάζει πιο πολύ για αμπελοφιλοσόφισμα. Πρώτα απ’ όλα, κανείς δεν ισχυρίστηκε (ούτε ο Σαραντάκος, νομίζω) ότι η γενική πληθυντικού έχει εξαφανιστεί, έτσι συλλήβδην και αθρόως. Προφανώς υπάρχει και λειτουργεί ακόμη, αν και στριμωγμένη στη γωνία. Το ότι λέμε τηλεκαρτών και όχι κοτών δεν είναι όμως ένδειξη για την καλή υγεία της γενικής πληθυντικού. Το τηλεκαρτών το ανεχόμαστε, επειδή υπάρχει το προηγούμενο του καρτών και όχι επειδή η λέξη τηλεκάρτα «μπήκε στη γλώσσα μας μέσα από τη ζωή των εγγράμματων αστικών στρωμάτων, για τα οποία η γενική πληθυντικού είναι πολύ πιο οικεία». Και το βίντεο «μπήκε στη γλώσσα μας μέσα από τη ζωή των εγγράμματων αστικών στρωμάτων», αλλά ενώ έδωσε πληθυντικό τα βίντεα, δεν σχημάτισε ποτέ γενική πληθυντικού (τουλάχιστον δεν υπέπεσε στην αντίληψή μου κάτι τέτοιο στη δεκαετία του ’80, που και εγώ ζούσα ακόμα στην Ελλάδα και το βίντεο ήτανε στις δόξες του). Το ίδιο ισχύει και για την πισίνα, την καφετιέρα, τη ζαρντινιέρα, τη μπιζουτιέρα και όλα τα εις –έρα, που έλεγε και ο Χατζηχρήστος: όλες τους είναι λέξεις που πρωτοχρησιμοποιήθηκαν από «τα εγγράμματα αστικά στρώματα» και όχι από τους αγράμματους γεωργοκτηνοτρόφους της Κάτω Κερασίτσας· προς απογοήτευση του κ. Κούρτοβικ όμως δεν έχουν γενική πληθυντικού! Το ίδιο ισχύει βέβαια και για τα θηλυκά σε –άδα (λεμονάδα, πορτοκαλάδα, σουμάδα), που δεν σχηματίζουν γενική πληθυντικού (*λεμονάδων, *πορτοκαλάδων, *σουμάδων) — και μη μου πει κανείς ότι πρόκειται για αγροτικής προελεύσεως ουσιαστικά! Αν ο κ. Κούρτοβικ κάνει τον κόπο να σκεφτεί λιγάκι (ή να ανοίξει καμιά γραμματική), θα διαπιστώσει ότι υπάρχουν ένα σωρό άλλα ονόματα που, χωρίς να είναι χαρακτηρισμένα ως «αστικά» ή ως «αγροτικά», δεν σχηματίζουν γενική πληθυντικού. Θα αρκεστώ σε ένα και μόνο παράδειγμα: το απόγευμα. Μολονότι λέμε των γευμάτων, κανείς ποτέ δεν διανοήθηκε (ελπίζω) να πει *των απογευμάτων ή, ακόμα χειρότερα, *των απομεσήμερων.

Ο κ. Κούρτοβικ τελειώνει τη βιβλιοκριτική του με ένα σχόλιο σαφώς απαξιωτικό για όλους όσους ξεμπροστιάζουνε τον νεοκαθαρεουσιανισμό, που φιλοδοξεί να χειραγωγήσει τις γλώσσες μας και τις γραφίδες μας, άλλοτε κραυγαλέα κι επιθετικά και άλλοτε ύπουλα και γλυκομίλητα (π.χ. τρυπώνοντας από την ποντικότρυπα της «ετυμολογικής» ορθογραφίας). «Ο αττικισμός», γράφει ο κ. Κούρτοβικ, «εμφανίστηκε μια εποχή που ο Ελληνισμός είχε πάψει να παίζει πολιτικό ρόλο, ενώ και ως πολιτισμική μήτρα είχε χάσει πολλή από τη γονιμότητά του. Οι αττικιστές ήθελαν να συντηρήσουν μέσω της γλώσσας την ψευδαίσθηση ενός συνεχιζόμενου σφρίγους. Νομίζω πως κάτι πολύ παρόμοιο δείχνει ο σημερινός γλωσσαμυντορισμός: μια γλώσσα που ανασύρει από το χρονοντούλαπο και φοράει επιδεικτικά τους λαμπρούς κληρονομικούς τίτλους της, για να κρύψει τη σύγχρονη πολιτισμική ένδειά της. Από αυτή την άποψη, η παρατεταμένη εμπλοκή σε συζητήσεις γύρω από το γλωσσικό ζήτημα, έστω και για να αντικρουστούν οι καθαρολόγοι, μου φαίνεται πως έχει κάτι το θλιβερό και μίζερο.»

Σύμφωνοι ότι η προσπάθεια του αττικισμού ήταν εκ προοιμίου καταδικασμένη· σύμφωνοι και για το καραγκιοζλίκι του σύγχρονου γλωσσαμυντορισμού. Είναι όμως πράγματι θλιβερό και μίζερο να εμπλέκεται κανείς «σε συζητήσεις γύρω από το γλωσσικό ζήτημα, έστω και για να αντικρουστούν οι καθαρολόγοι»; Η καθαρεύουσα, ή τελοσπάντων τα λείψανα και οι παραφυάδες της, έχουνε ντε φάκτο το πάνω χέρι, ακόμη και σήμερα. Όλοι οι γλωσσικώς ανησυχούντες, είτε είναι ο Πλεύρης είτε η Παναγιωταρέα είτε η Λιάνα Κανέλλη, εκμεταλλεύονται πρωτίστως τη συμπλεγματική, ενοχική σχέση που έχουμε λίγο πολύ όλοι μας (το ‘χω ξαναγράψει) με την ίδια μας τη γλώσσα. Ξέρετε τώρα: λεξιπενία, αποπτώχευση, οι νέοι έχουνε λεξιλόγιο εκατό λέξεων και πάει λέγοντας. Να μην ξεχνάμε βέβαια ότι η καθαρεύουσα, κυρίως στις πιο αρχαΐζουσες εκδοχές της, φοράει ακόμα το φωτοστέφανο της εκκλησιαστικής γλώσσας, ενώ εξακολουθεί να ταυτίζεται με την «επίσημη», «επιμελημένη» γλώσσα των πεπαιδευμένων. Γι’ αυτό λοιπόν επιμένω ότι η αναμέτρηση δεν γίνεται επί ίσοις όροις, και ότι η νεοκαθαρεύουσα (ή η ψευδοκαθαρεύουσα ή όπως αλλιώς θέλετε) έχει εκ των πραγμάτων το πάνω χέρι. Ο αντίλογος ενάντια στους γλωσσαμύντορες δεν ήταν ποτέ πιο αναγκαίος και πιο επίκαιρος από σήμερα, κι ας λέει ο κ. Κούρτοβικ.

Θα κλείσω με κάτι ευτράπελο. Η συμπλεγματική, ενοχική σχέση μας με την ίδια μας τη γλώσσα εμφανίζεται με την πιο κραυγαλέα μορφή της στη δημοσιογραφική γλώσσα. Συμπαθάτε με για την εμμονή μου όσοι με διαβάζετε συστηματικά, αλλά πιστεύω ακράδαντα ότι η τερατώδης αμάθεια και η απύθμενη γλωσσική αμεριμνησία των ελλήνων δημοσιογράφων δεν έχει ταίρι. Τις προάλλες, ο πτωχός Κουκοδήμος, θέλοντας να μας πείσει ότι δεν ξέρει τίποτα για τον φόνο, προέβη στις εξής συνταρακτικές δηλώσεις: «Θα μιλήσω λακωνικά όπως οι Σπαρτιάτες: Τύχη αγαθή ικανότης [sic] ένεκα, ήθους αμέμπτου και καλής παιδείας άμα». Οι πανάξιοι συντάκτες της αγαπημένης μου Ελευθεροτυπίας (θα τους ξεμπροστιάσω: είναι η Κατερίνα Κατή και ο Παναγιώτης Στάθης) είναι βέβαιοι ότι «σε ελεύθερη», λέει, «μετάφραση» ο κ. Κουκοδήμος ήθελε να πει τα εξής: «Η καλή τύχη είναι ικανότητα, που αποκτάται λόγω του αμέμπτου ήθους και της καλής παιδείας». Ότι η κ. Κατή και ο κ. Στάθης είχανε κάνει κοπάνα την ώρα των αρχαίων είναι προφανές. Αυτό που δεν είναι, ίσως, τόσο προφανές είναι ότι η δήλωση του κ. Κουκοδήμου δεν έχει καμία σχέση με τους αρχαίους Σπαρτιάτες, διότι απλούστατα δεν σημαίνει τίποτα απολύτως, ούτε στα σπαρτιατικά ούτε στα αττικά ούτε στα σουαχίλι. Κάποιο ψήφισμα σύγχρονου οργανισμού ή φορέα πήγε και τσιτάρισε, μισό κι ανέσωστο και με λάθη, ο κ. Κουκοδήμος, όπως φαίνεται άλλωστε από το εναρκτήριο Τύχῃ ἀγαθῇ (διαπιστώνω με ικανοποίηση ότι την ίδια παρατήρηση έκανε και επιστολογράφος του Διόδωρου στο Βήμα). Σε μία τουλάχιστον περίπτωση η δήλωσή του χαρακτηρίστηκε μάλιστα «δήλωση αίνιγμα»! Έχει και χειρότερα: ο αμέμπτου πατριωτισμού Ελεύθερος Τύπος επικαλείται «τους συναδέλφους του ραδιοφωνικού σταθμού CITY 99,5», οι οποίοι, λέει, «επικοινώνησαν με τους κυρίους Γιώργο Μπαμπινιώτη και Σαράντη [sic] Καργάκο» (εμ, λείπει ο Μάρτης;), για να πληροφορηθούν ότι η κουκοδήμειος ρήσις «αναγραφόταν στις περγαμηνές που απονέμονταν σε νικητές αθλητικών αγώνων». Επειδή μάλιστα «η περγαμηνή άρχισε να χρησιμοποιείται μόλις το 2ο π.Χ. αιώνα», έπεται «ότι το ρητό είναι μεταγενέστερο του 2ου π.Χ. αιώνα» (να χαρώ εγώ Quellenkritik!) Δεν ξέρω αν οι κκ. Μπαμπινιώτης και Καργάκος είπαν πράγματι όσα τους αποδίδονται, εγώ όμως δέχομαι να φάω δημοσίως το καπέλο μου αν μου βρουν έστω και μισή περγαμηνή που να περιέχει τα αλαμπουρνέζικα του Κουκοδήμου. (Το ότι οι νικητές των αθλητικών αγώνων στην αρχαιότητα ΔΕΝ έπαιρναν περγαμηνές είναι βεβαίως λεπτομέρεια ανάξια του πνευματικού αναστήματος ενός Μπαμπινιώτη ή ενός Καργάκου.)

Τι δηλοί ο μύθος; Είναι φανερό, νομίζω. Ούτε ο κ. Κουκοδήμος ήξερε τι σημαίνουν τα κορακίστικα που απάγγελνε ούτε, βέβαια, οι δημοσιογράφοι που κράδαιναν τα μαρκούτσια από κάτω είχαν καμιά ιδέα. (Δείτε και το αναλυτικό σημείωμα του Νίκου Σαραντάκου.) Όλοι όμως έμειναν εκστασιασμένοι μπροστά στη βαθιά, αν και ελαφρώς αινιγματική, αρχαιομάθεια του βουλευτή. Όπερ έδει δείξαι, για άλλη μια φορά: δυστυχώς υπάρχουν ανάμεσά μας πολλοί που είναι έτοιμοι να χάψουν το κάθε αρχαϊστικό ή καθαρευουσιάνικο μπιχλιμπίδι που θα τους κουνήσει μπροστά στα έκθαμβα μάτια τους ο οποιοσδήποτε ημιμαθής Κουκοδήμος. Η διαπίστωση είναι βέβαια θλιβερή· όποιος όμως επισημαίνει και καταγγέλλει το φαινόμενο είναι κι αυτός αυτομάτως θλιβερός και μίζερος; Ο κύριος Δημοσθένης Κούρτοβικ ίσως θα πρέπει να ξανασκεφτεί όσα έγραψε.

Read Full Post »