Αν ο Τιπούκειτος δεν ήταν βαμμένος καθαρευοκτόνος, θα έδινε στο κείμενο αυτό τον τίτλο Περί συγχρόνου εν Ελλάδι κριτικής, σαν φόρο τιμής στον Εμμανουήλ Ροΐδη, τον αξεπέραστο σατιριστή και τιμητή της βλακείας και της προκατάληψης. Ο εναλλακτικός τίτλος θα ήταν προσφυέστατος, γιατί σήμερα θα περιλάβουμε τον Ύψιστο εν Ελλάδι Κριτή των Πάντων, τον Θεατρολόγο, τον Ιστορικό του Θεάτρου, τον Κριτικό του Θεάτρου, τον Συγγραφέα, τον Μεταφραστή, τον Πανεπιστημιακό Δάσκαλο και, προπάντων, τον Άνθρωπο Κώστα Γεωργουσόπουλο, που είναι ίσως γνωστότερος στους πνευματικούς κύκλους ως Κ. Χ. Μύρης (στο εξής ΚΧΜ, για συντομία). Αλλά και ο τίτλος που επέλεξα τελικά δεν είναι άσχημος, μια και ο Πανσοφολογιώτατος θεωρεί εαυτόν Εθνικό Κεφάλαιο, μετά το οποίο το Χάος και ο Κατακλυσμός.
Φαντάζομαι ότι η ολιγοπληθής αλλά εκλεκτή πελατεία του Τιπούκειτου είναι ήδη ενήμερη για την πρόσφατη γιγαντομαχία, που μαίνεται από τις σελίδες των Νέων κυρίως, ανάμεσα στον ΚΧΜ και σε όλους τους άλλους (Λιάκο, Λαμπρόπουλο, Γουργουρή, Σχινά, Παπανικολάου). Με τον γνωστό του αξεπέραστο τρόπο, ο ΚΧΜ στιγματίζει τους συνομιλητές του, συλλήβδην και αθρόως: «σαλίγκαρους» τους ανεβάζει, «σαλτιμπάγκους» τους κατεβάζει, ου μην αλλά και «εθνικώς σχιζοφρενείς» τους αποκαλεί, για να περιοριστώ σε λίγους μόνο από τους χαρακτηρισμούς που επιστρατεύει ο εκ Λαμίας διανοούμενος. Το ιστορικό της διαμάχης δίνεται, με τον δέοντα σχολιασμό, από τον Μανόλη Βασιλάκη εδώ. Πρόσφατα μάλιστα ο Μανόλης Βασιλάκης ανακάλυψε και έβγαλε στη φόρα παλιότερη συνέντευξη του Πατριάρχη του Ελληνισμού προς την τριμηνιαία έκδοση Αναλόγιον της Ιεράς Μητροπόλεως Σερβίων και Κοζάνης, τεύχος Νο 6, όπου ο ΚΧΜ ξεστομίζει άρατα θέματα (ή «ἄρρητ’ ἀθέμιτα» για τους καθαρεύοντες) με τον δικό του, αμίμητο τρόπο. Απολαύστε υπεύθυνα.
Τι έκανε τον ΚΧΜ να εξαναστεί και να διαρρήξει τα ακριβοπληρωμένα Γκούτσι ιμάτιά του; Μα τι άλλο: ο ανήκουστος και αδιανόητος ισχυρισμός του Β. Λαμπρόπουλου ότι το έθνος, όπως και οποιαδήποτε άλλη συλλογική οντότητα, είναι κατασκευή, δηλαδή υφίσταται ως κοινά αποδεκτή σύμβαση και τίποτε άλλο. Όπως αντιλαμβάνεστε, κάτι τέτοια διανοουμενίστικα μπορεί να έχουνε πέραση στους κουτόφραγκους, αλλά εμείς ως γνωστόν είμαστε άλλο πράμα: ωραίοι τύποι, με την ιδιοπροσωπία μας, με την ιδιαιτερότητά μας, με την ετερότητά μας, με το συναμφότερον, με τα κιμπαριλίκια μας, με τα όλα μας τελοσπάντων. Όπως λέει και ο Σωτήρης Γουνελάς, συνομιλητής του ΚΧΜ στη συνέντευξη του Αναλογίου (εμ, κύλησε ο τέντζερης και βρήκε το καπάκι), «είμαστε ένας λαός με μακρά ιστορία που δεν εξισώνεται χρονικά ούτε με την ιστορία των ευρωπαϊκών λαών ούτε πολύ περισσότερο με την ιστορία της Αμερικής».
Ε βέβαια, το πράμα είναι φως φανάρι. Βέβαια, αν ο Γουνελάς ή ο ΚΧΜ έκαναν τον κόπο να αφήσουν κατά μέρος, έστω για λίγο, την επιλεκτική, αυτάρεσκη ανάγνωση της ιστορίας, θα είχαν ίσως διερωτηθεί πώς στο καλό συμβαίνει, αφού η περιβόητη «Ελληνικότητα» είναι αυτονοήτως αξία διαχρονική και απαρασάλευτη, να εκλείπει ακόμη και το ίδιο το όνομα Έλλην, ως εθνικός προσδιορισμός, στα χίλια τόσα χρόνια της βυζαντινής αυτοκρατορίας. Γιατί άραγε κανένας υπήκοος του βασιλέως Ρωμαίων δεν διανοείται να αυτοπροσδιοριστεί ως Έλλην, παρά μόνο αν θέλει να παίξει το κεφάλι του κορώνα-γράμματα, αφού Έλλην θα πει εθνικός, μη χριστιανός; Και για να πάμε πιο πίσω, στην κλασική Ελλάδα, όταν ο Ευριπίδης στη Μήδεια βάζει τον Ιάσονα να αφρίζει και να ξαφρίζει, πως δήθεν «τέτοιο ανοσιούργημα [εννοεί την παιδοκτονία] καμιά Ελληνίδα δεν θα βάσταγε να το κάμει» (οὐκ ἔστιν ἥτις τοῦτ’ ἂν Ἑλληνὶς γυνὴ ἔτλη ποθ‘, 1339-40), πόσο στα σοβαρά πρέπει να πάρουμε τούτον τον αφορισμό, τη στιγμή που η ίδια η «βάρβαρη» αλλά έντιμη Μήδεια είχε νωρίτερα καταγγείλει τη διπρόσωπη δολιότητα και την απροκάλυπτη πανουργία του Έλληνα Ιάσονα; Ο Ευριπίδης είναι μέγας ειρωνευτής και δεν διστάζει να βάλει κάτω από το μικροσκόπιο της κριτικής του ακόμη και κατεστημένες νοοτροπίες, όπως λ.χ. η διχοτομία Έλλην : βάρβαρος. Αν όμως ζούσε σήμερα, ίσως θα είχε την τιμή να τον κατατάξει ο Υπερασπιστής των Δικαίων του Ελληνισμού Κ. Χ. Μύρης στους μεταμοντέρνους γδυμνοσάλιαγκες. Τα λέει άλλωστε μια χαρά στη συνέντευξή του στο Αναλόγιο: « η διανοουμενίστικη μόδα, που τείνει να καταστεί τρομοκρατία στις μέρες μας, απαιτεί ένα είδος λήθης, κατειρώνευσης, υπονόμευσης και αμφισβήτησης για ό,τι είναι σχετικό με την ιστορία, την μνήμη και την εθνική συνείδηση. » Κατειρώνευση, υπονόμευση, αμφισβήτηση: οι τομείς ακριβώς στους οποίους διέπρεψε ο Ευριπίδης…
Και μια που ήρθε η κουβέντα στον Ευριπίδη, ο ΚΧΜ δέχτηκε τα πυρά του Αντώνη Λιάκου, που τον κατηγόρησε, ανάμεσα σε πολλά άλλα, για το ότι σκανδαλωδώς μονοπωλεί τις μεταφράσεις αρχαίου δράματος που παριστάνονται από κρατικούς θιάσους. «Και αν λογαριάσει κανείς», καταλήγει ο Λιάκος, «ότι η μετάφραση αμείβεται με το 22% των εσόδων της παράστασης, μάλλον έχει κανείς λόγο να υπερασπίζει τα κεκτημένα με κάθε τρόπο. Ζητούμενο βέβαια είναι πώς μπορεί να λειτουργήσει κανείς ταυτόχρονα και ως προμηθευτής μεταφράσεων και ως κριτικός παραστάσεων που επηρεάζει τη ζήτηση.» Βέβαια, όπως δείχνει ο Γιάννης Η. Χάρης στα σχόλιά του σε τούτο δω το ποστ, δεν είναι ακριβές ότι το ποσοστό που καταβάλλουν στον μεταφραστή οι κρατικοί θίασοι είναι 22%: συνήθως είναι πολύ μικρότερο, πολλές φορές κάτω και από 10%. Λίγη σημασία έχει αυτό όμως. Η μεγάλη μπάζα, όπως λέει πάλι ο ΓΗΧ, γίνεται με τις παραστάσεις των ιδιωτικών θιάσων, και μάλιστα όχι στο Ηρώδειο ή στην Επίδαυρο, αλλά στην περιοδεία ή στις αρπαχτές που ακολουθούν.
Εδώ είναι βέβαια η ταμπακέρα. Ο ΚΧΜ θέλει να έχει και το μαχαίρι και το πεπόνι: δηλαδή,
και να καταδυναστεύει τη θεατρική αγορά επιβάλλοντας, ο καταδικτυωμένος, τις αμφίβολης ποιότητας μεταφράσεις του
και να προβάλλει, μέσω των κριτικογραφημάτων του, τις παραστάσεις που ο ίδιος επιλέγει. Εδώ βέβαια συμπεριλαμβάνονται και θίασοι φιλικοί προς τον ΚΧΜ και την καμαρίλα του, θίασοι που δείχνουν ιδιαίτερη προτίμηση στις «μεταφράσεις» του ΚΧΜ, παραστάσεις θιασαρχών που έχουν δραματικές σχολές όπου διδάσκει ο ΚΧΜ, και πάει λέγοντας. Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, ο ΚΧΜ αυτοπροβάλλεται και ως εγγυητής της φυλετικής μας μνήμης: πότε έμπλεως ιεράς οργής (στην ανεκδιήγητη συνέντευξή του στο
Αναλόγιον), πότε μισαλλόδοξος και γεμάτος χολή (στις «θεατρικές κριτικές» του στα
Νέα), και πότε αισθαντικός βάρδος της αδιάσπαστης ενότητας του Ελληνισμού — εννοώ εκείνα τα τρισκαταγέλαστα
Χίλια μύρια κύματα και τα λοιπά ανομοιοκατάληκτα μελίσματα που μας ταΐζει τριανταπέντε χρόνια τώρα ο εν λόγω.
Αλλά ας ξαναγυρίσουμε στο μονοπώλιο των μεταφράσεων αρχαίου δράματος. Ο ΚΧΜ διαμαρτύρεται εδώ και εδώ ότι ο Λιάκος, λέει, τον συκοφαντεί και ότι κάθε άλλο παρά μονοπωλεί, ο καημενούλης, τη μεταφραστική αγορά του αρχαίου δράματος. Έστω, ας δεχτούμε ότι έτσι είναι τα πράγματα. Ο Τιπούκειτος ισχυρίζεται πως θα έπρεπε από καιρό να είχε απαγορευτεί διά νόμου στον ΚΧΜ ειδικά η εκπόνηση μεταφράσεων αρχαίου δράματος. Ο ΚΧΜ δεν σκαμπάζει γρυ από αρχαία ελληνικά και δεν έχει υποψία από αρχαίο δράμα. Οι μεταφράσεις του, όλες ανεξαιρέτως, είναι της πυρκαγιάς: γεμάτες λάθη και παρανοήσεις, σε τρισβάρβαρα ελληνικά, είναι αδύνατον να αντέξουν ακόμη και τον στοιχειωδέστερο έλεγχο.
Όπως είναι γνωστό, ο ΚΧΜ έχει δημοσιεύσει κάμποσες μεταφράσεις του, κυρίως στον «Κάκτο» (Αντιγόνη, Λυσιστράτη, Ηλέκτρα, Ιφιγένεια η εν Αυλίδι), αλλά και στον «Πατάκη» (Επτά επί Θήβας, Προμηθέας, Τραχίνιες, Εκάβη, Ιφιγένεια η εν Ταύροις, Βάκχες, Πλούτος) και στην «Καρδαμίτσα» (Οιδίπους Τύραννος). Ξεχωριστή θέση ανάμεσα στις δημοσιευμένες μεταφράσεις του κατέχει βέβαια η Ορέστεια του Αισχύλου. Η εν λόγω μετάφραση, που εκδόθηκε από την «Εστία» το 1989, είναι σωστό περιβόλι από λάθη, παρανοήσεις και λεκτικά πυροτεχνήματα που πασκίζουν να κρύψουν τη θηριώδη άγνοια του μεταφραστή. Ο Τιπούκειτος επέλεξε τυχαία είκοσι στίχους από τον Αγαμέμνονα (140-159)· τους παραθέτει αμέσως πιο κάτω, μαζί με τη μετάφραση του ΚΧΜ.
«τόσον περ εὔφρων ἁ καλὰ 140
δρόσοις ἀέπτοις μαλερῶν λεόντων
πάντων τ’ ἀγρονόμων φιλομάστοις
θηρῶν ὀβρικάλοισι τερπνά,
τούτων αἰτεῖ ξύμβολα κρᾶναι,
δεξιὰ μὲν κατάμομφα δὲ φάσματα· 145
ἰήιον δὲ καλέω Παιᾶνα,
μή τινας ἀντιπνόους Δαναοῖς χρονί-
ας ἐχενῆιδας ἀπλοίας
τεύξηι σπευδομένα θυσίαν ἑτέραν ἄνομόν τιν’ ἄδαιτον, 150
νεικέων τέκτονα σύμφυτον, οὐ δει-
σήνορα· μίμνει γὰρ φοβερὰ παλίνορτος
οἰκονόμος δολία, μνάμων Μῆνις τεκνόποινος.» 155
τοιάδε Κάλχας ξὺν μεγάλοις ἀγαθοῖς ἀπέκλαγξεν
μόρσιμ’ ἀπ’ ὀρνίθων ὁδίων οἴκοις βασιλείοις·
τοῖς δ’ ὁμόφωνον
αἴλινον αἴλινον εἰπέ, τὸ δ’ εὖ νικάτω.
«Ωραία θεά, που τρυφερεύεις με τ’ άπλερο
το λιονταρόπουλο κοντά στην άγρια μάνα του
και μ’ όλα τα τερπνά μικρά των αγριμιών
του λόγγου που ψαχουλεύουν το μαστό,
δώσε να βγουν ευνοϊκά των πτηνών
τα σημεία που κάτι μηνούν δυσοίωνο.
Καλώ συμπαραστάτη τον Παιάνα, μη στείλει
ενάντιον η θεά τον άνεμο και δέσουν αταξίδευτα
τα πλοία· μη και ζητήσει θυσίαν άλλη, ανόσια κι ανούσια,
που σπέρνει τα ζιζάνια μέσα στο γένος
και καταλεί το φόβο του ανδρός· προσμένει η οργή
φοβερή να χτυπήσει στην ώρα της, οικόσιτη, πανούργα
και μακρόθυμη, εκδίκηση του τέκνου της ζητώντας».
Τέτοιο γραφτό της Μοίρας για το παλάτι ο Κάλχας
λάλησε, ανάκατο με τ’ αγαθά των οιωνών σημεία.
Έτσι μ’ αυτά και πιάσε το σκοπό,
κι ας λέμε μη χειρότερα και σε καλό να βγει.
Ο Τιπούκειτος ζητάει από τους αναγνώστες του να οπλιστούν με υπομονή και να διαβάσουν, αν έχουν το κουράγιο, τις σχολαστικές παρατηρήσεις που ακολουθούν. Όσοι αντέξουν, θα διαπιστώσουν ότι σε είκοσι μόλις στίχους ο ΚΧΜ κατάφερε να διαπράξει οχτώ (αριθμητικά: 8) τερατώδη μεταφραστικά λάθη, που αν τα έκανε πρωτοετής φοιτητής της φιλολογίας, θα κοβόταν πανηγυρικά (ε, να μη βάλω κι εγώ το κλισεδάκι μου;). Έχουμε και λέμε, λοιπόν.
1. Τι στο καλό παναπεί «που τρυφερεύεις με τ’ άπλερο το λιονταρόπουλο»; Το τρυφερεύω, όσο ξέρω, είναι νεολογισμός· υποθέτω (λέω, υποθέτω) ότι σημαίνει κάτι σαν «δείχνω τρυφερότητα», «νιώθω/δείχνω στοργή» και τα όμοια. Πάει καλά. Μα δρόσοις ἀέπτοις δεν σημαίνει «τ᾽άπλερο το λιονταρόπουλο»! Εκείνο το ἀέπτοις είναι μάλλον παραλλαγή του επικού επιθέτου ἄαπτος, που σημαίνει τον απρόσιτο, αυτόν δηλαδή που δεν γίνεται να τον αγγίξεις (ἅπτομαι), να τον πλησιάσεις. Τα νεογνά των μαλερῶν λεόντων (μαλερός θα πει, καθώς φαίνεται, ολέθριος, άγριος, θηριώδης) είναι κι αυτά τόσο άγρια, που δεν μπορείς να τα κοντέψεις.
2. Το τερπνά δεν είναι ουδέτερο, αλλά θηλυκό (δωρίζων τύπος του τερπνή). Η ίδια η θεά, η Άρτεμη, είναι τερπνά ὀβρικάλοισι θηρῶν, δηλαδή «χαίρεται με τα μικρά των αγριμιών». Πώς θα μπορούσαν άλλωστε «τα μικρά των αγριμιών» να είναι τα ίδια τερπνά, τη στιγμή που είναι ἄεπτα και μαλερά (βλ. πιο πάνω, 1); Κοντά στον νου κι η γνώση, αλλά προφανώς ο ΚΧΜ δεν διαθέτει ούτε το ένα ούτε το άλλο.
3. Το τούτων αἰτεῖ ξύμβολα κρᾶναι το μακέλεψε ο Ελληνικώτατος Μεταφραστής. Είναι προφανές, για όποιον έχει διδαχτεί έστω κι ένα χρόνο αρχαία ελληνικά, ότι αυτός που αἰτεῖ είναι η Άρτεμη: ζητάει, προφανώς από τον Δία, πατέρα θεών και ανθρώπων, να αληθέψουν τα ξύμβολα, δηλαδή ο αινιγματικός οιωνός της γκαστρωμένης λαγίνας που την κατασπάραξαν οι αετοί. Σύμβολον είναι οτιδήποτε χρειάζεται συνδυασμό συλλογισμών ή παρατηρήσεων για να ερμηνευτεί και να γίνει κατανοητό.
4. «Δώσε να βγούν ευνοϊκά των πτηνών τα σημεία που κάτι μηνούν δυσοίωνο». Άρτζι μπούρτζι και λουλάς, κύριε Μύρη μου. Ο Τειρεσίας, ερμηνεύοντας τα θεϊκά σημεία, διαπιστώνει πως η Άρτεμη «ζητεί να αληθέψουν τα ξύμβολα» (βλ. 3), να πραγματοποιηθεί ο απαίσιος οιωνός. Ο Τειρεσίας προσθέτει ότι τα εν λόγω ξύμβολα είναι δεξιὰ μέν, κατάμομφα δέ — είναι δηλαδή ταυτόχρονα και ευοίωνα και δυσοίωνα: ευοίωνα γιατί προμηνύουν την καταστροφή της Τροίας· δυσοίωνα γιατί δείχνουν πως το τίμημα της εκπόρθησης θα είναι βαρύτατο για τους Έλληνες (η θυσία της Ιφιγένειας). Όπως βλέπετε, τίποτα απ’ όλα αυτά δεν πήρε χαμπάρι ο ΚΧΜ.
5. «καλώ συμπαραστάτη τον Παιάνα»: σύμφωνοι, ἰήιον καλέω Παιᾶνα λέει το πρωτότυπο, αλλά τι στα κομμάτια καταλαβαίνει ο μέσος αναγνώστης όταν διαβάζει «Παιάνα» στη νεοελληνική «μετάφραση»; Στην καλύτερη περίπτωση, το μυαλό του θα πάει σε θριαμβικό τραγούδι· στη χειρότερη, δεν θα πάει πουθενά. Τζάμπα όμως η σύγχυση. Παιάν είναι, απλώς, επίθετο του Απόλλωνα: ο Τειρεσίας ζητάει από τον Απόλλωνα να μεσιτεύσει στην αδερφή του, την Άρτεμη, ώστε να μη δώσει ν’ αληθέψει ο οιωνός.
6. «θυσίαν άλλη, ανόσια κι ανούσια»: Βλέπετε, απ’ το πολύ το γράφε-γράφε στις ελληνικές εφημερίδες ο ΚΧΜ δεν μπορεί να αντισταθεί στα δημοσιογραφικά λογοπαίγνια της πλημμύρας: «ανόσια κι ανούσια», όπως λέμε ύφος και ήθος, έγκυρη και έγκαιρη κτλ. Ο παππούς Αισχύλος έγραψε βέβαια θυσίαν ἑτέραν ἄνομόν τιν’ ἄδαιτον, που θα πει «θυσίαν αλλόκοτη (όχι «άλλη», κύριε Μύρη!), δίχως μουσικές και δίχως φαγοπότια». Γιατί βέβαια ἄνομον δεν θα πει «ανόσια», αλλά σημαίνει τη θυσία που δεν συνοδεύεται, όπως συνήθως, από τη μουσική του αυλού: νόμος θα πει μεταξύ άλλων «μελωδία» στα αρχαία ελληνικά, αλλά αυτά είναι ψιλά γράμματα για τον ΚΧΜ. Και βέβαια ἄδαιτον δεν σημαίνει ποτέ και πουθενά «ανούσια», αλλά αυτήν που δεν τρώγεται. Δηλαδή κάπως σαν τις μεταφράσεις του ΚΧΜ.
7. «οικόσιτη, πανούργα και μακρόθυμη»: Εδώ πια είμαστε για να᾽μαστε, κύριε ΚΧΜ! Η Μῆνις δεν μπορεί να είναι «οικόσιτη», γιατί δεν είναι κατσίκα, κουνέλα ή άλλο κατοικίδιο. Είναι οἰκονόμος, που σημαίνει (όπως περίπου και σήμερα) «αυτόν που είναι επιφορτισμένος με τη διαχείριση τροφίμων και άλλων υλικών, ιδίως καταναλώσιμων, σε ένα ίδρυμα ή κοινότητα ανθρώπων» (αντιγράφω από το Λεξικό του Ιδρύματος Τριανταφυλλίδη). Η μόνη διαφορά είναι ότι η οἰκονόμος του Αισχύλου είναι σπιτίσια κι όχι υπάλληλος σε ίδρυμα. Είναι προφανές ότι ο παππούς Αισχύλος, τολμηρός στις μεταφορές του όπως πάντα, λέει ότι η Μῆνις είναι οἰκονόμος γιατί ζει στην καρδιά του σπιτικού του Αγαμέμνονα. Πρόκειται όμως για οἰκονόμον δολίαν, γιατί δεν φροντίζει για την ευημερία του σπιτικού, αλλά απεργάζεται θανατικά και φόνους. Τι απ’ όλα αυτά βγαίνει από τη μετάφραση του ΚΧΜ; Τίποτα απολύτως. Τα πράγματα χειροτερεύουν ακόμα περισσότερο με εκείνο το απίστευτο «μακρόθυμη»: πού το βρήκε το «μακρόθυμη» ο ΚΧΜ, αυτό μόνο ο Θεός κι η ψυχή του το ξέρουν. Ο Αισχύλος έγραψε μνάμων, δηλαδή μνήμων, αυτή που θυμάται, που δεν ξεχνά. Τέτοια είναι η Μῆνις: δεν ξεχνά, ελλοχεύει άγρυπνη, και όταν έρθει η ώρα σηκώνει κεφάλι, παλίνορτος, για να καταφέρει το θανάσιμο πλήγμα.
8. Το καλύτερο το άφησα για το τέλος: «Έτσι μ’ αυτά και πιάσε το σκοπό, κι ας λέμε μη χειρότερα και σε καλό να βγει». Πρώτα πρώτα, τι στο καλό θα πει «έτσι μ’ αυτά και πιάσε το σκοπό»; Τι σόι ελληνικά είναι τούτα; Μάλλον οιστρηλατήθηκε υπέρ το δέον ο ένθεος μεταφραστής και ξέχασε το συντακτικό στο άλλο του σακάκι. Αλλά εκείνο που σπάει καρύδια είναι το «να λέμε μη χειρότερα και σε καλό να βγει». Τι λέει το πρωτότυπο; Αἴλινον αἴλινον εἰπέ, τὸ δ’ εὖ νικάτω. Τι θα πει αυτό, σε νεοελληνική παράφραση; Θα πει «Λέγε “οϊμέ, οϊμέ”, μα ας βγει νικητής το καλό» (αἴλινον είναι θρηνητική κραυγή). Τι σχέση έχει αυτό με τη μεταφρασούλα του ΚΧΜ; Καμία, προφανώς. Τι να πει κανείς; «Να λέμε μη χειρότερα», αυτό μόνο.
Το συμπέρασμα βγαίνει, νομίζω, μόνο του. Στα λόγια και στις διακηρύξεις περί ελληνικότητος και αδιασπάστου συνεχείας ο ΚΧΜ είναι πρωταθλητής. Αλλά τα λόγια είναι εύκολα: στα έργα είναι που τα βρίσκει μπαστούνια ο κάθε Ελληναράς.
Διάβαζα τις προάλλες (εν μέρει για να εξακριβώσω μια εποχή, εν μέρει και την ώρα να περάσω) ένα απόσπασμα από διάλεξη του Παλαμά, που εκφωνήθηκε το 1890 (βλ. Παλαμά, Άπαντα 2 [1962] 74). Τη θυμήθηκα τώρα που ξεσπάθωσε ο Μεταφραστής εναντίον των μεταμοντέρνων συνωμοτών που απεργάζονται τον αφανισμό του έθνους. Το κείμενο του Παλαμά γράφτηκε σχεδόν 120 χρόνια πριν, κι όμως θα έλεγε κανείς ότι είναι κομμένο και ραμμένο για τον ΚΧΜ. Ιδού:
Ὁ πατριωτισμὸς εἶνε τὸ εὐγενέστερον τῶν αἰσθημάτων, ἀλλὰ καὶ τὸ προχειρότερον εἰς ἐκμετάλλευσιν ὑπὸ τῶν φωνασκῶν, τῶν ἀγυρτῶν καὶ τῶν ἐπιτηδείων παντὸς εἴδους. Ἐν τῷ καθ’ ἡμέραν βίῳ ὁ πατριωτισμὸς δύναται νὰ χρησιμεύσῃ ὡς πρόσχημα πρὸς θεραπείαν καὶ τῶν ἰδιοτελεστέρων συμφερόντων· ἐν τῇ φιλολογίᾳ ὑπὸ τὴν αἰγίδα του συχνότατα κρύπτεται ἡ στειρότης τοῦ πνεύματος καὶ πάσης φιλολογικῆς ἰδιοφυΐας ἡ ἔλλειψις. Ἰδιαιτέρως παρ’ ἡμῖν ἀμέσως ἀπὸ τῆς συστάσεως τοῦ ἑλληνικοῦ βασιλείου ἐδημιουργήθη παραλλήλως πρὸς τοὺς κλεινοὺς «πετσωματάδες»* τῶν ἐπαναστατικῶν κινημάτων σχολὴ «πετσωματάδων» τῆς ποιήσεως ὑπὸ χείμαρρον μεγαλοκόμπου φιλοπατρίας καλυπτόντων τὴν ἰσχνότητα τῶν ἐννοιῶν καὶ τὸ χονδροειδὲς τῶν αἰσθημάτων. Ἡ φιλοπατρία ὄχι μόνον δὲν προσθέτει τι, ἀλλὰ καὶ ἀσχημίζει τοὺς στίχους, ὁσάκις λείπει ἐξ αὐτῶν ἡ τέχνη καὶ ἡ ποίησις, ὅπως καὶ τὰ λόγια, χωρὶς τὰ ἔργα, καθιστῶσιν ἀφορήτους τοὺς τιτλοφορουμένους πατριώτας.
Δεν ισχυρίζομαι βέβαια ότι ο ΚΧΜ υπηρετεί ιδιοτελή συμφέροντα: μοναδική του μέριμνα είναι, ως γνωστόν, η επ’ αγαθώ του έθνους διακονία του υψηλού πολιτισμού. Αλλά δεν θα έβλαφτε να χαμήλωνε λίγο την ένταση της φωνής του, να περιόριζε το υβρεολόγιο και να φρόντιζε λίγο παραπάνω τις μεταφράσεις του. Καλή ιδέα θα ήταν επίσης να μάθει αρχαία ελληνικά, που τόσο του αρέσουν.
* Για τους
πετσωματάδες έγραψαν αξιόλογες παρατηρήσεις στα σχόλια αυτού του ποστ ο Νίκος Σαραντάκος και ο Παραρλάμα. Διαφωτιστικότερο και διεξοδικότερο όμως είναι το σχόλιο του Μανόλη Βασιλάκη
εδώ. Όπως είναι γνωστό, ο Μ.Β. σύρθηκε στα δικαστήρια επειδή είχε το απύθμενο θράσος να καταγγείλει, με φρασεολογία κάποτε δανεισμένη από τον Παλαμά, τους σημερινούς απογόνους των πετσωματάδων. Κωστή Παλαμά, ευτυχώς εσύ πέθανες νωρίς.
Read Full Post »