Επιτέλους ο Τιπούκειτος προκοπήθηκε (με ασύγγνωστη καθυστέρηση) να γράψει δυο λόγια για τα εκτενή και, όπως πάντα, εμπεριστατωμένα σχόλια που άφησε ο Γιάννης Χάρης σε προηγούμενο ποστ σχετικό με την ορθογραφία της νέας ελληνικής. Θεώρησε μάλιστα καλό να παραθέσει εδώ, λέξη προς λέξη, τα κυριότερα σημεία της παρέμβασης του ΓΗΧ και να τα σχολιάσει δεόντως – ή τελοσπάντων να τα σχολιάσει, δεόντως ξεδεόντως. Αρχίζουμε λοιπόν, παραθέτοντας πρώτα τις παρατηρήσεις του ΓΗΧ και έπειτα τα ψελλίσματα του Τιπούκειτου.
Γράφει ο ΓΗΧ:
πόπο, πόσο άργησα, αλλά ευτυχώς, από μιαν άποψη, γιατί έτσι τα ’παν όλα οι άλλοι, μας είπε κι ο τιπούκειτος πως «τις σκέψεις [τ]ου στο ποστ τις διατύπωσ[ε] με μεγαλύτερη πεποίθηση απ’ όση πραγματικά διαθέτ[ει]» –τι του λές τώρα! Εν πάση περιπτώσει, αφού τα θέματα μάλλον καλύφθηκαν, ας βάλω τη σάλτσα μου εγώ, μια και το υποσχέθηκα, λίγο τρομοκρατικά και ανελέητα, είν’ η αλήθεια, για τον οικοδεσπότη μας, που όμως παρατιπουκείτισε αυτήν τη φορά :-)
Λέει ο Τιπούκειτος:
Ε, τα είπαμε, να μην τα ξαναλέμε τώρα: ήμουνα κι εγώ λίγο παραπάνω προκλητικός, για να εξάψω τους ευέξαπτους και να γίνει λίγο νταλαβέρι φιλολογικό. Όπως διαπιστώνουμε, το κόλπο πέτυχε: τέτοιος σεφτές δεν έχει ξαναματαγίνει στο μπλογκ!
Ο ΓΗΧ περνάει τώρα στην επίθεση:
1. «ο τόνος των αντωνυμιών»: δεν υπάρχει αμφιβολία πως ο τόνος είναι λύση, αναρωτιέμαι ωστόσο πόσο διδακτός είναι ένας τέτοιος κανόνας, σίγουρα παρωνυχίδα σε σχέση με τους κανόνες του πολυτονικού, που όμως αντιστρατεύεται τη λογική του μονοτονικού, αυτού που καθιερώθηκε, μια λογική που θέλησε και ρεαλιστική να είναι και κατά το δυνατόν ανώδυνη.
Όταν προκρίθηκε το συγκεκριμένο μονοτονικό πολλοί είχαμε ξενιστεί, καθώς μονοτονικό ώς τότε εννοούσαμε το «της Θεσσαλονίκης», με το ενωτικό δηλαδή. Ο Λίνος ο Πολίτης έλεγε (νομίζω πως το είχε γράψει κιόλας σε κάποια επιφυλλίδα του) ότι αυτό το ημίμετρο με τον περιστασιακό τόνο είναι σαν οδικό δίκτυο χωρίς σήμανση: οδηγείς και, αν νομίζεις πως μπορεί να ’ρχεται άλλο αυτοκίνητο, τότε κάνεις στοπ. Και όχι απλώς είχαμε ξενιστεί, αλλά ώς ένα βαθμό και απογοητευτεί: προσωπικά περίμενα να μπαλωθούν με το μονοτονικό οι τρύπες που άφηνε στο πολυτονικό η έλλειψη της βαρείας (π.χ. αιτιολογικό και ερωτηματικό γιατί, κτλ.). Οπότε, μάλλον εχθρικά αντιμετώπισα το νέο μονοτονικό. Επέμεινα έτσι, παρόλο που συνέχεια τα βάζω με τις γιωταχί ορθογραφίες, να τονίζω το ώς (=μέχρι), το δεικτικό νά, το ορκωτικό μά, το προτρεπτικό (και σπανιότερα διαζευκτικό) γιά (που αυτά πάντως εύκολα θα τα αντιμετώπιζε ένας απλός κανόνας, καθώς μάλιστα εμφανίζονται αραιά και πού), και προπάντων να κοτσάρω τόνους στις αντωνυμίες, με το σκεπτικό άλλωστε πως ένας παραπανίσιος τόνος δε βλάφτει, ενώ ένας λιγότερος μπορεί να δημιουργεί πρόβλημα.
Με τον καιρό είδα με έκπληξη πως αρχίζω να συνηθίζω, βρισκόταν και κάνας διορθωτής και μου πετούσε μπόλικους τέτοιους τόνους, στην αρχή δυσφορούσα, έπειτα άρχισα να σκέφτομαι, γενικότερα, πως όλα αυτά ουσιαστικά είναι αναγνωστικές δυσκολίες δικές μας, των πολυγραμματιζούμενων, που έχουμε άλλον, επαγγελματικό, διεστραμμένο (με και χωρίς εισαγωγικά) τρόπο να διαβάζουμε, και δεν υφίστανται για έναν μέσο εγγράμματο αναγνώστη (και όχι μόνο). Χωρίς να μπορώ να πω ότι συμφιλιώθηκα πλήρως με το επίσημο μονοτονικό, κατάλαβα, νομίζω, τη -–σοφή, θα πω τώρα, αυτοκριτικά– λογική του, ιδίως για μεταβατική ας πούμε περίοδο.
Τώρα, αν το δούμε έτσι, δεν είμαι καθόλου σίγουρος πως πέρασε αυτή η μεταβατική περίοδος και μπορεί να υιοθετήσει πια κανείς (αν πάντως έχει νόημα να εισαγάγει στοιχεία ξένα) ένα εντελέστερο μονοτονικό, με το ενωτικό π.χ. (το σπίτι-μου) ή, ακόμα καλύτερα, με κολλημένο το εγκλιτικό (το σπίτιμου), όπως στα ιταλικά.
Υπενθυμίζω ότι ο Ελισαίος Γιανίδης τύπωσε το πρώτο μισό από το βιβλίο του Γλωσσικά Πάρεργα με ενωτικό και τόνο στις λέξεις που τονίζονται στη λήγουσα και το δεύτερο μισό με κολλημένο το εγκλιτικό και χωρίς τόνο στις λέξεις που τονίζονται στη λήγουσα. Το μονοτονικό με το ενωτικό, εκτός από τον Κακριδή, το εφάρμοσε π.χ. και ο Καρθαίος, και γενικότερα, όπως είπα, οι της Θεσσαλονίκης: από κει το κρατάει και ο Αλέξης Πολίτης, όπως επισημαίνει εδώ ο kostandis· το κολλημένο εγκλιτικό το εφάρμοσε ο Καζαντζάκης.
Τον Τάσιο, άσ’ τον στα δικά του, τιπούκειτε: εκτός απ’ το ενωτικό, αυτός χρησιμοποιεί ένα γιωταχί σύστημα, που έχει προφανώς να κάνει με τον επιτονισμό: «δέν [=με τόνο] πειράζει άν [=με τόνο] παραβαίνομε τις δημοκρατικές αρχές, αν [=χωρίς τόνο] δέν [=με τόνο] ρωτάμε τον Λαό» γράφει π.χ. στο κυριακάτικο Βήμα 13.8. Σαφώς συνεπέστερο με τον επιτονισμό σύστημα, συν το ενωτικό επίσης, εισηγείται και εφαρμόζει ο Πετρούνιας: ανεδαφικό όμως και πάλι, κατά την άποψή μου, και οπωσδήποτε μη διδακτό! (Προς αυτή την κατεύθυνση πάντως δείχνει και η παρατήρησή σου ότι το ερωτηματικό ποιος τονίζεται, και άρα πρέπει να κρατήσει τον τόνο του: συμμαζέψου, τιπούκειτε!)
Ο Τιπούκειτος (συμ)μαζεύεται, ζαρώνει σε μια ακρίτσα και ψελλίζει:
Πράγματι, η λογική του μονοτονικού, έτσι όπως διδάσκεται και εφαρμόζεται σήμερα, είναι απλούστατη και ανώδυνη. Οπωσδήποτε όμως η αντίρρηση του Λίνου Πολίτη (που δεν την είχα υπόψη μου) έχει σημασία: ενώ δηλαδή ο κανόνας «τα μονοσύλλαβα δεν τονίζονται» (παρεχτός όταν υπάρχει κίνδυνος ασάφειας) είναι προφανώς ό,τι πιο εύκολο να διδαχτεί, φοβάμαι ότι, όπως προσπάθησα να πω και στο ποστ, συσκοτίζει την πραγματική και ουσιαστική λειτουργική διάκριση ανάμεσα κτητικά του/της αφενός και στις προσωπικές αντωνυμίες τού/τής αφετέρου. Θέλω να πω ότι άλλη είναι η συντακτική λειτουργία των μεν και άλλη των δε, και ότι αυτή η διαφορά είναι χρήσιμο (και παιδαγωγικά σκόπιμο, νομίζω) να δηλωθεί και ορθογραφικά.
Ιδιαίτερα πολύτιμη —και σε ευχαριστούμε γι’ αυτήν, Γιάννη!— είναι η αναδρομή στην ιστορία του ζητήματος (Γιανίδης, Καρθαίος, Καζαντζάκης, Α. Πολίτης), για την οποία εγώ προσωπικά είχα εντελώς νεφελώδη εικόνα. Καλά που υπάρχουν και τα μπλογκ (και κυρίως τα σχόλια στα μπλογκ) δηλαδή, και ανοίγουνε τα μάτια μας! Μια σχολαστική λεπτομέρεια: το κολλημένο εγκλιτικό (το σπίτιμου) ίσως θα δημιουργούσε προβλήματα στην περίπτωση π.χ. του ο πατέρασσου (ή μήπως ο πατέραςσου;), της μητέρασσου (ή μήπως της μητέραςσου😉 κτλ.
Ο ΓΗΧ συνεχίζει ακάθεκτος:
2. «συνίζηση» (συμφωνοποίηση) του /i/ (πού ’σαι, τιπούκειτε, να δεις τα εισαγωγικά του τιπούκειτου!):
πρώτον, άσ’ τον Σημίτη να προφέρει «πχιότητα»: είναι από τις στιγμές που τον κάνουν πιο ανθρώπινο· όπως «αφήνω» π.χ. εγώ από την άλλη μια στενή μου φίλη, που πιο εγγράμματη δε γίνεται, να προφέρει συστηματικά, άγνωστο γιατί: χιλϊόμετρα, Νϊάρχος (ή χιλι-όμετρα και Νι-άρχος, όπως θα ’θελε ο τιπούκειτος, αλλά μην τον ακούς αυτόν!)· και αναφωνώ, μαζί με τον sraosha, μη μας γεμίζεις, τιπούκειτε, τον τόπο με παύλες και ενωτικά, που συν τοις άλλοις δημιουργούν και μικροπροβλήματα στην τυπογραφία.
Τα λόγια είναι ίσως η μόνη περίπτωση που -–σπανιότατα και πάλι– ενδέχεται να δημιουργήσει σύγχυση: να μπερδευτούν δηλαδή τα λόγια του αέρα με τα λόγϊα στοιχεία της γλώσσας, και σίγουρα σε περιβάλλον που δεν έχει να κάνει με γλώσσα κτλ. Εκεί τα διαλυτικά, και πάλι κατ’ εξαίρεση, αρκούν, όπως σημειώνει ο φίλος Σαραντάκος, τα χρησιμοποιώ κι εγώ κάποιες φορές (μία μόνο φορά, και μόνο για επεξήγηση σε παράδειγμα, μου χρειάστηκαν –ή έτσι νόμισα– στο βϊάστηκε, κατ’ αντιδιαστολή προς το βιάστηκε).
Αλλιώς, γιά φαντάσου: χρόνια (που περνούν) και χρόνι-α (προβλήματα)· στοιχειό, στοιχειώνω και στοιχει-ώδες· και το κυριότερο: διαταγή και δι-αταγή, ή διατάζω και δι-ατάζω κτλ., αφού εναλλάσσονται οι δύο τύποι, μπορεί κάλλιστα και στον ίδιο ομιλητή!
Για να δούμε τώρα πώς θα τα βγάλει πέρα ο Τιπούκειτος:
Πρώτα και κύρια, όσα «πχιότητα» και να πει ο Σημίτης, αποκλείεται να γίνει πιο ανθρώπινος. Ως γνωστόν, τον Σημίτη δεν τον γέννησε μάνα: τον κατασκεύασαν γερμανοί τεχνικοί της Μίζενς συναρμολογώντας μέλη νεκρών σοσιαλιστών.
Κατά τα άλλα, νομίζω ότι τα παραδείγματά σου (βιάζω και βϊάζω, χρόνια και χρόνϊα, στοιχειώνω και στοιχει-ώδης· προσθέτω το τελειότητα και το τελειώνω) δείχνουν ότι υπάρχει πραγματική ανάγκη να διακριθεί ορθογραφικά το συμφωνοποιημένο από το «ασυνίζητο» (ναι, με εισαγωγικά!) γιώτα. Εγώ θα προχωρούσα παραπέρα και θα έλεγα ότι έχει νόημα να γράψουμε τροχϊά, ανϊαρός και δϊάλογος, για να αναστείλουμε προφορές του τύπου τροχjά, ανjαρός και δjάλογος. Ακόμη και το λαϊκότροπο διαταγή έχει νόημα να το αντιδιαστείλουμε ορθογραφικά από το δϊαταγή, νομίζω. Και πάλι βέβαια προκύπτει το δυσεπίλυτο πρόβλημα της συμφωνοποίησης του /i/ που προέρχεται από παλιές διφθόγγους: πώς θα σημανθεί ορθογραφικά η ενδεδειγμένη προφορά του ποιότητα ή του στοιχειώδης;
Ο ΓΗΧ, που μέχρι τώρα έκανε προθέρμανση, μπαίνει στο ψαχνό:
3. «τα ηχηρά στιγμιαία σύμφωνα στις ξένες λέξεις (και τα έρρινα στις ελληνικές)»:
για τον Πρόνdι, μικρό το κακό, για να μην πω τίποτα απρεπέστερο, με το γνωστό δυσώδες ρήμα· το ίδιο κι αν θα προφερθούν σωστά τα b-mb-mp κτλ. Σίγουρα χρειάζεται θεωρητικά εμπλουτισμό το αλφάβητό μας, πράγμα όμως ανεδαφικό, κατά την άποψή μου· ίσως τα επιστιγμένα β, γ, δ, με μια τελεία δηλαδή αποπάνω ή κάποιο άλλο σημαδάκι, για να δηλώσουν αντίστοιχα τα b, g, d, όπως είχε κάνει παλιά η εγκυκλοπαίδεια του Ελευθερουδάκη, είναι μια κάποια λύση, αλλά και πάλι για έργα όπως εγκυκλοπαίδειες και λεξικά, κάτι σαν τα phonetics δηλαδή.
Γιατί το θέμα είναι γενικότερο· και εδώ παραπέμπω στον… τιπούκειτο, όταν γράφει στα σχόλια: «η προφορά, λ.χ., έbαινε, αgίστρι, πάdοτε είναι καθόλα νόμιμη στα ιδιώματα της Κρήτης και ορισμένων νησιών του Αιγαίου, καθώς και σε αρκετά βόρεια ιδιώματα», με πρώτο της Αττικής, προσθέτω εγώ, που σημαίνει πολλά για την τάση να χαθεί η προερρινοποίηση, όπως γράφει και ο τέττιξ.
Ας σημειωθεί ότι αυτή η έντονη, πιστεύω εγώ, τάση ενισχύεται κατά κάποιον τρόπο και από το συλλαβισμό της σχολικής γραμματικής (στην τελευταία της αναθεώρηση) που δεν χωρίζει τα μπ, ντ, γκ, όπως παλιά, στο αμ-πέλι π.χ., και τώρα έχει: α-μπέλι. Η ρύθμιση αυτή έγινε έπειτα από διαμαρτυρίες δασκάλων προς το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο πως δεν ξεχωρίζουν τις περιπτώσεις του b στον μπαμπά και του mb στο αμπέλι. Το είχα σημειώσει κάποτε αυτό επικριτικά για τους δασκάλους· τώρα βλέπω πως έχουν δίκιο. Και να εξομολογηθώ ότι, με όλες τις ορθοφωνίες μου, αρκετές φορές με συλλαμβάνουν φίλοι να βορειοϊδιωματίζω, και μόνος μου με τσακώνω πια να υπερδιορθώνω (όπως σωστά χαρακτηρίζει ο τέττιξ), όχι μόνο στο στούνdιο αλλά ακόμα και στο mbαστούνι –αδιανόητο, καθώς το μπ=b είναι στην αρχή της λέξης!
Γενικότερα, σε μια γλώσσα όπως η δική μας, με πλείστα όσα προβλήματα αναντιστοιχίας προφοράς και γραφής, αυτά δεν νομίζω ότι είναι από τα κρισιμότερα. (Κι ας μην πιάσουμε και τον συλλαβισμό, όπου μας έβγαλαν τα παραπάνω, με το α-βγό πλάι στο αυ-γό, δηλαδή av-go [!], όπως και πα-λεύ-ουν, δηλαδή pa-lev-oun, παρασπονδία δηλαδή στον αλλοπρόσαλλο έτσι κι αλλιώς συλλαβισμό μας, όπου πάλι συλλαβίζουμε αλ-λά, ή πιο εύλογα τάχα έρ-χο-μαι: έ-ρχο-μαι θα συλλαβίσει αυθόρμητα ένα παιδί.)
Εδώ σε θέλω, Τιπούκειτε, να περπατάς στα κάρβουνα:
Καταρχάς, μια παρατήρηση επί της αρχής, που λένε. Γιατί είναι ανεδαφικό να ζητεί κανείς εμπλουτισμό του αλφαβήτου, αφού μάλιστα παραδεχόμαστε (έστω και «θεωρητικά») ότι κάτι τέτοιο είναι αναγκαίο; Στο κάτω κάτω δεν θα είναι η πρώτη φορά που το ελληνικό αλφάβητο αναπροσαρμόζεται: το έκανε κι όταν εγκατέλειψε τη Γραμμική Β για την αλφαβητική γραφή, το έκαναν κι οι Αθηναίοι το 403 π.Χ. όταν δέχτηκαν και επισήμως (γιατί ανεπισήμως το είχαν δεχτεί προ πολλού) να εμπλουτίσουν το φωνολογικά ανεπαρκές αττικό αλφάβητο με στοιχεία του ιωνικού αλφαβήτου, κι έτσι έχουμε εμείς σήμερα το ήτα και το ωμέγα να μας σπάνε τα νεύρα (τι οραία που θα ίτανε να γράφαμε χορίς ίτα και ομέγα, ε;). Αν θα χρησιμοποιήσουμε επιστιγμένα β, γ, δ ή λατινικά b, g, d λίγη σημασία έχει: το ουσιώδες είναι να παραδεχτούμε ότι υπάρχει πραγματική ανάγκη για τέτοια αναπροσαρμογή.
Από την άλλη, όπως επισήμανε και ο Δρ Μωσής στα σχόλια, οι νεώτερες ηλικίες έχουν την τάση να καταργούν την προερρίνωση των ηχηρών κλειστών, είτε σε περιβάλλον εντός της λέξης είτε σε συνεκφορές. Επίσης, καταπώς δείχνουν τα πράματα, η διατήρηση της προερρίνωσης γίνεται αισθητή όλο και περισσότερο ως φωνητικός σνομπισμός. Άκουγα τις προάλλες το Της γης το χρυσάφι, και μισοαστεία μισοσοβαρά άρχισα να καταγράφω πώς προφέρανε ο Μητσιάς και η Γαλάνη τα καταρχήν προερρινωμένα σύμφωνα. Ε λοιπόν δεν βρήκα ούτε μία περίπτωση που να διατήρησαν την προερρίνωση αυτοί οι κατά τα άλλα προσεχτικοί και με άψογη άρθρωση τραγουδιστές. Δώστου «στηBάρο» και «στη Σαdορίνη» και «τηGυριακή το βράδυ» ο Μητσιάς· δώστου κι η Γαλάνη «συdροφιά» και «στηgαρδιά» και «δεbορείς» (αν και διέκρινα μια υποψία προερρίνωσης στο «λα(n)gαδιά»). Η τάση λοιπόν που επισήμαναν τόσοι και τόσοι σχολιογράφοι (και εμφαντικότατα ο ΓΗΧ) είναι πραγματική και χρονολογείται από τη δεκαετία του ’70 το αργότερο! Αλλά και πάλι, όπως έχω γράψει κάμποσες φορές στα σχόλια, η επίσημη ορθογραφία είναι κατανάγκη και αναπόφευκτα ρυθμιστική. Αν αποφασίσουμε ότι έχει νόημα να διατηρηθεί ή να ενισχυθεί ή τελοσπάντων να νεκραναστηθεί η προερρίνωση, τότε δεν θα ήταν ούτε παράλογο ούτε ασυνεπές να προσαρμόσουμε την επίσημη ορθογραφία αναλόγως.
Ούτε και τώρα είναι σίγουρος ο Τιπούκειτος πως έπιασε την ουσία του προβλήματος. Είναι όμως σιγουρότατος πως η ουσιαστική παρέμβαση του Γιάννη Χάρη έθεσε το πρόβλημα στις σωστές του διαστάσεις, έθιξε ευρύτερα ζητήματα που θα πρέπει να ληφθούν υπόψη (όπως π.χ. του συλλαβισμού) και, βεβαίως, έδωσε πολύτιμες πληροφορίες για το ιστορικό υπόβαθρο της ορθογραφίας των εγκλιτικών στη νεοελληνική. Ο Τιπούκειτος θα αποσυρθεί για περισυλλογή και ενδεχομένως να επανέλθει επί του θέματος, με κίνδυνο βεβαίως να ξαναεκτεθεί. Καλά που είναι ανώνυμος δηλαδή (ή έτσι ελπίζει)…