Feeds:
Δημοσιεύσεις
Σχόλια

Archive for Αύγουστος 2008

Σχεδόν τυχαία ανακάλυψα ότι τα τελευταία χρόνια (πιο συγκεκριμένα, την τελευταία δεκαετία, αν δεν κάνω λάθος) φοριέται πολύ το άλλοτε σπάνιο («λόγ[ιο]-σπάν[ιο]» γράφει το Λεξικό Μπαμπινιώτη) επίρρημα οψέποτε. Μάλιστα το επίρρημα έχει λαθραία μετασχηματιστεί σε σύνδεσμο χρονικό –– σε απλά ελληνικά, χρησιμοποιείται περίπου ως συνώνυμο του οποτεδήποτε.
Το Λεξικό Μπαμπινιώτη, αν δεν βρίσκεται στη ρίζα του κακού, είναι ασφαλώς υπεύθυνο για τη διαιώνιση αυτής της κατάχρησης. Το λήμμα οψέποτε, ασυνεπές και αλλοπρόσαλλο καθώς θα δούμε ευθύς αμέσως, είναι τρανό δείγμα της προχειρότητας με την οποία έχει συνταχθεί το εν λόγω Λεξικό. Παραθέτω: «οψέποτε επίρρ. (λόγ.-σπάν.) κάποτε ή οποτεδήποτε στο μέλλον: — με χρειαστείς, θα είμαι στη διάθεσή σου|| — γίνει, θα έχει να αντιμετωπίσει πολλές δυσκολίες. [ΕΤΥΜ. < οψέ (βλ. λ. όψιμος) + ποτέ. Η λ. μαρτυρείται από το 1639.]»
Χρησιμοποίησα τους χαρακτηρισμούς ασυνεπές και αλλοπρόσαλλο για το λήμμα αυτό, και πιθανώς θα κατηγορηθώ για υπερβολή και κακοπιστία. Πώς αλλιώς όμως να ονομάσω ένα λήμμα επιστημονικού, υποτίθεται, λεξικού που χαρακτηρίζει μια λέξη επίρρημα αλλά στα παραδείγματα που ακολουθούν –μα και στο ίδιο το ερμήνευμα!– τη μεταχειρίζεται σαν σύνδεσμο χρονικό, ήγουν σαν συνώνυμο του οποτεδήποτε; Τα συστατικά στοιχεία της λέξης, το οψέ και το ποτέ, είναι και τα δύο χρονικά επιρρήματα: γίνεται από τη σύζευξη δύο επιρρημάτων να προκύψει σύνδεσμος; Μάλλον δεν γίνεται.
Για να μην πολυλογούμε λοιπόν: το οψέποτε, όπως άλλωστε και το απλό οψέ, σημαίνει μόνο έπειτα από πολλήν ώρα, έπειτα από πολύν καιρό ή ακόμη κάποτε, στο απώτερο μέλλον (οι συντάκτες του Greek English Lexicon, γνωστότερου ως Liddell-Scott, ελληνομαθέστεροι των του μπαμπινιωτείου, ερμηνεύουν το οψέ, σωστά, ως «after a long time, at length, late»). Σαν παράδειγμα ορθής χρήσης του οψέποτε δίνω το ακόλουθο απόσπασμα από τον αριστουργηματικό Ρεμβασμό του Δεκαπενταυγούστου του Παπαδιαμάντη (ωσαύτως ελληνομαθεστάτου): «Ύστερον από πολλάς φωνάς, μαλώματα και επιπλήξεις του Φραγκούλα, του μπάρμπα-Δημητρού, του ψάλτου και του Παναγιώτου της Αντωνίτσας […], τα παιδία μόλις έπαυσαν οψέποτε να κρούουν τον κώδωνα, κ’ εξεκόλλησαν τέλος από την στέγην του ναΐσκου.»
Δεν ξέρω αν η καταχρηστική χρησιμοποίηση του οψέποτε προϋπήρχε του μπαμπινιωτείου λεξικού ή αν το λεξικό καθιέρωσε και νομιμοποίησε την εσφαλμένη χρήση (είναι γνωστό πως πολλοί ανυποψίαστοι συμπολίτες μας το έχουνε για ευαγγέλιο). Πάντως σε μια πρόχειρη αναζήτηση στο Γκουγκλ δεν βρήκα παραδείγματα παλιότερα από τις αρχές της τρέχουσας δεκαετίας. Προς το παρόν λοιπόν, και μέχρις αποδείξεως του εναντίου, νομιμοποιούμαι να πιστεύω ότι το κακό ξεκίνησε με το Λεξικό Μπαμπινιώτη.
Όσοι είχατε την υπομονή να με διαβάσετε ίσαμε εδώ, συχωρέστε μου την παράθεση αντιπροσωπευτικών παραδειγμάτων που ακολουθεί. Είναι επίτηδες επιλεγμένα για να τροφοδοτήσουν αφενός τα γλίσχρα δικά μου σχόλια και αφετέρου, ελπίζω, την μπλογκοσυζήτηση. Ξεκινώ με τον αρξάμενον χειρών αδίκων Μπαμπινιώτη:

1. Γ. Μπαμπινιώτης, «Γλωσσικές παραχαράξεις: η «Μακεδονική» των Σκοπίων και τα περί σλαβομακεδονικής μειονότητας», Το Βήμα 3 Αυγούστου 2008: «…για να προβούν σε πιθανές διεκδικήσεις οψέποτε θα δινόταν ευκαιρία αλλαγής των συνόρων στα Βαλκάνια.»

Συνεχίζω με τον συνήθη ύποπτο Γιανναρά:
2. Χ. Γιανναράς, «Ποιος ορίζει το μέλλον της χώρας;», Η Καθημερινή, 15 Απριλίου 2007: «Κατόρθωμα εξόφθαλμο της κυβερνητικής πολιτικής: Ενα βιβλίο Ιστορίας του Δημοτικού Σχολείου μεταβάλλει τις προσεχείς εκλογές, οψέποτε πραγματοποιηθούν, σε δημοψήφισμα.»

Από τον χορό του γλωσσικού ακκισμού δεν θα μπορούσε βέβαια να λείπει ο Ευάγγελος Βενιζέλος:
3. Συνέντευξη του Ευάγγελου Βενιζέλου στον Σταύρο Θεοδωράκη, Το Βήμα 2 Δεκεμβρίου 2001: «Αν αναφέρεστε πάντως στο μέλλον του ΠαΣοΚ ή στο κλασικό ζήτημα της διαδοχής οψέποτε τεθεί…»
Τα χάι κλας ελληνικά του κ. Βενιζέλου θάμπωσαν, φαίνεται, τον Στ. Θεοδωράκη, ο οποίος σπεύδει στη διάρκεια της ίδιας συνέντευξης να τον μιμηθεί «Ποιος θα διαδεχθεί τον Κώστα Σημίτη οψέποτε τεθεί ζήτημα;»

Ο γλωσσικός σουσουδισμός δεν είναι προνόμιο μόνο του Ευ. Βενιζέλου: μερίδιο διεκδικούν και οι ΔΟΛιοι πάτρωνές του, και μάλιστα ο πρωτομάστορας Σταύρος Ψυχάρης:
4. Σταύρος Ψυχάρης, κύριο άρθρο με τίτλο «Το Ανεξήγητο», Το Βήμα 31 Αυγούστου 2008: «Η δημοσκόπηση που δημοσιεύει σήμερα «Το Βήμα» δεν υποδεικνύει τον νικητή των επόμενων, οψέποτε διεξαχθούν, βουλευτικών εκλογών».

Το οψέποτε δίνει κάποτε λαβές και σε (παραλίγο) γλωσσικές συζητήσεις μεταξύ υπουργού και πολιτικών συντακτών:
5. Ενημέρωση των πολιτικών συντακτών και των ανταποκριτών ξένου τύπου από τον κυβερνητικό εκπρόσωπο (τον αχτύπητο Θοδωρή), 23 Οκτωβρίου 2007:
«ΡΟΥΣΟΠΟΥΛΟΣ …Και ελπίζω οψέποτε οι Έλληνες πολίτες αποφασίσουν να έχουν άλλη κυβέρνηση να το ακολουθήσει ως παράδειγμα και η επόμενη κυβέρνηση.
ΚΑΚΑΛΗΣ: Αυτό το «οψέποτε» τι σημαίνει;
ΡΟΥΣΟΠΟΥΛΟΣ: «Οψέποτε», σημαίνει ότι μπορεί να μας εκλέξουν για πολλές τετραετίες ακόμη.»
«Να’το», είπα από μέσα μου, «ο Κακαλής κάνει πάσα στον Θοδωρή· αυτός σίγουρα θα μας διαφωτίσει για τη σημασία και τη σωστή χρήση του οψέποτε. Φοιτητής του Ανοιχτού Πανεπιστημίου είναι το παιδί, έχει και πνευματικό στη Μονή Βατοπεδίου, κάτι παραπάνω θα ξέρει.» Αμ δε…

Δυστυχώς κοντά στα ξερά καίγονται και τα χλωρά, κι έτσι στη διακριτική γοητεία τού οψέποτε υπέκυψε και ο συνήθως προσεχτικός Δημοσθένης Κούρτοβικ:
6. Δ. Κούρτοβικ, «Προς έναν αγανακτισμένο εστέτ» Τα Νέα 3 Μαΐου 2008: «στον Λουκή Λάρα του Βικέλα ο νεαρός Λουκής, με ένα ραβασάκι του προύχοντα Μαυρογένη στην τσέπη, πηγαίνει στις Σπέτσες και εξασφαλίζει τη θέση γραφέα οψέποτε απελευθερωθεί η Ελλάδα».

Αφού μέχρι και ο Κούρτοβικ χρησιμοποιεί το οψέποτε σαν συνώνυμο του οποτεδήποτε, θα ήταν υπέρμετρη αυστηρότητα να κατηγορήσει κανείς για ελλιπή ελληνομάθεια έναν απλό δημοσιογράφο, τον Κώστα Τσουπαρόπουλο:
7. Κ. Τσουπαρόπουλος, «Μείωση αφορολογήτου αντί για αντικειμενικά» Ελευθεροτυπία 9 Αυγούστου 2008: «Οι εκλογικές ανάγκες –οψέποτε γίνουν οι εκλογές– θα πρέπει να συνδυαστούν με τις ανάγκες των Βρυξελλών.»

Το καλύτερο το κράτησα, όπως συνήθως, για το τέλος: πρόκειται για απόσπασμα ομιλίας του μοναδικού, του ανεπανάληπτου, του αγαπημένου σας Στέλιου Παπαθεμελή, όπου το οψέποτε φιγουράρει φαρδύ πλατύ, μαζί βέβαια με άλλα μαργαριτάρια:
8. Στ. Παπαθεμελής, «Ο Ευρωπαίος ως πολίτης του κόσμου και η βιβλική παράδοση
για τον άνθρωπο και την Οικουμένη» (Εισήγηση που εκφωνήθηκε την Πέμπτη 29 Νοεμβρίου 2007 στο Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο στα πλαίσια του Διεθνούς Συνεδρίου «Η Αγία Γραφή και ο σύγχρονος Ευρωπαϊκός Πολιτισμός»):
«Πολιτικά ήδη 27 χώρες της με άθροισμα άνω των 500 εκατομμυρίων πολιτών συγκροτούν την Ε.Ε. η οποία είναι προσανατολισμένη πλην με παλινδρομικές κινήσεις στην κατεύθυνση μιας ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης οψέποτε οι ηγεσίες της προτάξουν την εμβάθηση αντί της διεύρυνσης.» (Προσέξτε κι εκείνο το εμβάθηση, έ; Ο καλός ο ελληνολάτρης όλα τ’ αλέθει.)

Τα παραδείγματα 1 ώς 5 με έκαναν αρχικά να σκεφτώ πως το οψέποτε είναι ίσως μία από κείνες τις συνθηματικές λέξεις που χρησιμοποιούν οι ταγοί της γλωσσικής και πολιτικής συντήρησης (Μπαμπινιώτης, Γιανναράς, Ψυχάρης και βάλε), για να αναγνωρίζονται συναμετάξυ τους, αλλά και για να δίνουν γνωριμία στο πολυπληθές και εκλεκτό ακροατήριό τους. Βλέποντας όμως ότι η κατάχρηση του οψέποτε έχει επεκταθεί και έξω από τους κύκλους αυτούς (βλ. παραδείγματα 6 και 7), τείνω να υποθέσω πως έχουμε να κάνουμε, για άλλη μια φορά, με τρανταχτό δείγμα γλωσσικού ακκισμού ή καλύτερα σουσουδισμού, που τον γέννησε και τον υπέθαλψε, πιθανώς, το Λεξικό Μπαμπινιώτη, αλλά τον έθρεψε και τον θέριεψε ο συνδυασμός γλωσσικής ακηδίας και γλωσσικής επιδειξιμανίας των νεοελλήνων. Τι λέτε κι εσείς, συνέλληνες;

Υστερόγραφο πρώτο: Έχω ένα τελευταίο σχόλιο για το λήμμα οψέποτε του Λεξικού Μπαμπινιώτη. Ποιος φυσιολογικός άνθρωπος, αν είναι στα σύγκαλά του, θα πει ποτέ «οψέποτε με χρειαστείς, θα είμαι στη διάθεσή σου;» Τι άλλο θ’ ακούσουμε πια;

Υστερόγραφο δεύτερο: Παίρνω το ελεύθερο να μεταγράψω εδώ ολόκληρο το σχόλιο που άφησε ο Νίκος Σαραντάκος. Το βρίσκω ουσιωδέστατο και νομίζω ότι θα ήταν κρίμα να μείνει καταχωνιασμένο στην κρυψώνα με τα comments.

«Απολαυστικό και όπως πάντα πολύ εύστοχο. Συμφωνώ απόλυτα, αλλά να μου επιτρέψεις καναδυό παρατηρήσεις.
Η πρώτη, για το πότε μαρτυρείται η λέξη. Από το 1639 λέει ο Μπαμπινιώτης, αλλά εγώ τη βρίσκω στο TLG τρεις φορές, σε κείμενα πατέρων της εκκλησίας (Αθανάσιος Αλεξανδρείας, Σωκράτης Σχολαστικός, Χρυσόστομος)
Πολύ πιο συχνή είναι στην αρχαία γραμματεία η γραφή «οψέ ποτε» (ωχ! δίνω ιδέες στους σχιζολέκτες) που έχει πολλές δεκάδες ανευρέσεις. Ο Ησύχιος τη λημματογραφεί: οψέ ποτε = μετά χρόνον ποτε, επ’ εσχάτων.
Και κάτι ακόμα για το υστερόγραφο. Πράγματι, παραδειγματική η φράση του Μπαμπινιώτη δεν είναι αποδελτίωση από κόρπους αλλά κατασκευασμένη. Ή μάλλον, μετασκευασμένη. Στο λεξικό Σταματάκου, στο λήμμα οψέποτε που εξηγείται σωστά «κάποτε στο μέλλον», υπάρχει η φράση «Αν οψέποτε με χρειασθείς, είμαι εις την διάθεσίν σου» που είναι κατασκευασμένη ίσως αλλά πάντως σωστή. Προφανώς, στην αντιγραφή, ο συντάκτης του λεξικού Μπαμπινιώτη έκρινε καλό να πειράξει λίγο τη φράση για να μην κατηγορηθεί ότι την αντιγράφει αυτούσια, κι έτσι έφαγε το «αν», ίσως θεωρώντας το περιττό.»

Όπως βλέπετε, ο Σαραντάκος έβγαλε λαβράκι: εκτός από ασυνεπές και αλλοπρόσαλλο, το λήμμα οψέποτε του Λεξικού Μπαμπινιώτη είναι και προϊόν λογοκλοπίας και λαθροχειρίας.

Advertisement

Read Full Post »

ΜΙΚΡΟ ΕΓΚΩΜΙΟ ΓΙΑ ΤΟΝ TEX AVERY

Λοιπόν, επειδή το μπλογκ παραβάρυνε τον τελευταίο καιρό με τα γλωσσοφιλολογικοφιλοσοφικά, είπα να το ρίξουμε λίγο έξω. Άλλωστε ο Αύγουστος θέλει ακόμα κάμποσες μέρες για να βγει, ενώ σύμφωνα με έγκυρες πληροφορίες οι μύγες παραμένουν τροφαντούλες. Να λοιπόν ένα μικρό, ελάχιστο, αφιέρωμα στον Tex Avery, τον ιδιοφυέστερο κατά τη γνώμη μου δημιουργό κινούμενων σχεδίων και κορυφαίο εκπρόσωπο της χρυσής εποχής των καρτούν. Ο Έιβερι δούλεψε αρχικά βοηθός του Ουώλτερ Λαντς, δημιουργού του Γούντι του Τρυποκάρυδου. Αργότερα (το 1935) έγινε επικεφαλής δημιουργικού στη Γουώρνερ του Λεόν Σλέσινγκερ, με τον οποίον όμως ήρθε σε ρήξη. Έτσι, το 1942 μεταπήδησε στην MGM, όπου η πληθωρική δημιουργικότητά του αφέθηκε να θριαμβεύσει αχαλίνωτη. Στην MGM, και με μόνιμο παραγωγό τον Φρεντ Κουίμπι, ο Έιβερι αναδείχτηκε σε αδιαμφισβήτητο μαΐστορα της κινούμενης εικόνας, σκάρωσε ήρωες που έγιναν αμέσως δημοφιλείς, όπως τον αχτύπητο Ντρούπι, και δημιούργησε, όπως λένε, σχολή, αφού ο σουρεαλιστικός κόσμος των καρτούν του βρήκε αναρίθμητους μιμητές.

Από όλα τα φιλμάκια του Έιβερι ξεχωρίζω το Magical Maestro (1952), όπου ένας άνεργος ταχυδακτυλουργός βγάζει το άχτι του ξεφτιλίζοντας με τα μαγικά του έναν διάσημο τραγουδιστή της όπερας, τον Poochini (απίστευτο λογοπαίγνιο με τον Puccini και τη λέξη pooch, που θα πει σκύλος — πράγματι ο Poochini έχει μούρη σκύλου). Μεταξύ άλλων, τον μεταμορφώνει επί σκηνής, την ώρα που η βεντέτα τραγουδάει την άρια του Φίγκαρο από τον Κουρέα της Σεβίλης, σε καουμπόι (που τραγουδάει το O my darling Clementine), σε κουβανέζα τραγουδίστρια της ρούμπας, σε Κινέζο, σε νέγρο τραγουδιστή γκόσπελ, σε νήπιο που τραγουδάει A tisket, a tasket, I lost my yellow basket, και άλλα τέτοια σουρεαλιστικά. Υστερικά γέλια εγγυημένα!

Η αχαλίνωτη, σχεδόν παρανοϊκή φαντασία του Τεξ άνθισε και θριάμβευσε σε μια σειρά από φουτουριστικά καρτούν με θέμα υποτιθέμενες τεχνολογικές εξελίξεις του μέλλοντος. Ο Έιβερι σκάρωσε τέσσερα τέτοια καρτούν (The House of Tomorrow, The Car of Tomorrow, The Farm of Tomorrow και The TV of Tomorrow) που καθώς φαίνεται και από τους τίτλους παρωδούν πραγματικά διαφημιστικά σποτάκια, πολύ της μόδας στα φίφτις. Ρίχτε μια ματιά στο Σπίτι του μέλλοντος:

Μια και το μπλογκ ασχολείται κυρίως με τη γλώσσα, δεν αντέχω στον πειρασμό να βάλω εδώ και το εξαιρετικό Symphony in Slang (ο τίτλος μάλλον παρωδεί το Rhapsody in Blue του Γκέρσουιν), όπου ο δαιμόνιος Τεξ μεταφράζει σε εικόνες ιδιωματικές εκφράσεις της Αγγλικής. Εδώ ο Έιβερι πραγματικά δίνει ρέστα: υποκρίνεται ότι έχει νοημοσύνη τετράχρονου μπόμπιρα που αδυνατεί να συλλάβει τη διαφορά μεταξύ μεταφοράς και κυριολεξίας: π.χ. στο άκουσμα της φράσης η τάδε μού γύρισε την πλάτη βλέπουμε την περί ης ο λόγος να στρέφει, κυριολεκτικά, τον κορμό της δείχνοντας την πλάτη της στον επίδοξο μνηστήρα, το κεφάλι και τα πόδια της όμως μένει ακίνητα και δεν ακολουθούν την περιστροφή του κορμού. Έτσι ο μέγας Έιβερι κατορθώνει το φαινομενικά ακατόρθωτο: ενώ η κυριολεξία είναι, υποτίθεται, δείγμα γλωσσικής και λογικής ακρίβειας και συνέπειας, ο καρτουνίστας τη μετατρέπει σε εξωφρενικό παραλήρημα που αγγίζει τα όρια της παράκρουσης.

Read Full Post »

ΠΕΡΣΙΝΑ ΞΙΝΑ ΣΤΑΦΥΛΙΑ

Ψάχνοντας παλιά χαρτιά και σημειώματα (στην πραγματικότητα: χάνοντας τον χρόνο μου, ένεκα η θερινή ραστώνη), έπεσα πάνω σε ένα μισοτελειωμένο κείμενο για τα όρια της γλώσσας ως συστήματος σήμανσης. Αν θυμάμαι καλά, το προόριζα για προπόζαλ, για να διεκδικήσω τάχαμου μια βαρβάτην υποτροφία περιωπής. Τελικά ούτε το προπόζαλ ολοκλήρωσα ούτε βέβαια την υποτροφία τόλμησα να διεκδικήσω. Σκέφτηκα πάντως ότι δεν θα ήταν κακή ιδέα να βάλω το κειμενάκι εδωνανά, τάλε κουάλε και χωρίς αλλαγές, μπας και τσιμπήσει κανένας γλωσσολόγος της προκοπής (ο Σραόσα, ας πούμε) και μου πει αν αυτή η καταφανώς αφελέστατη δοκιμή δοκιμίου έχει ελπίδες να εξελιχτεί σε τίποτα βιώσιμο ή αν πρέπει να στραφώ σε πιο παραγωγικές δραστηριότητες (ψάρεμα, ποδήλατο, κολύμπι).

Να μην ξεχάσω: στα αγγλικά το πρωτόγραψα το ρημάδι, και βαριέμαι τώρα να το μεταφράσω. Εδώ που τα λέμε όμως δεν πολυέχω ενοχές για την παρασπονδία μου (και την προδοσία των εθνικών ιδεωδών), διότι εσχάτως διαπίστωσα ότι οι μαζόχες που με διαβάζουν είναι μπόλικοι, οπότε μάλλον θα την αντέξουν τη δοκιμασία. Άντε, κουράγιο και καλή ανάγνωση — λέμε τώρα…

LANGUAGE AND ITS LIMITS:
A (VERY PARTIAL) OVERVIEW OF AN AGE-OLD PROBLEM

The aim of this proposal is to explore three problematic aspects of language: the relation between language and metaphysics (sections 1.1-1.2); the degree of correspondence between language as an abstract collectivity and language as individual speech acts (sections 2.1-2.2); and the limitations of language as a semiosic system that lacks verifiability and resists the attribution of authoritative meaning (sections 3.1-3.2). Discussion of these questions will entail brief and selective overviews of previous approaches to them, from Xenophanes and Heraclitus to Saussure and Wittgenstein. While the symbiosis of so different thinkers in my argument is not meant to compromise their qualitative differences, it does imply an attempt to explore whether their approaches may be considered as parts of a single continuum.

1.1 Languages, qua semiosic systems, provide sets of signs that claim fully to reflect our perception of the world. Different languages reflect different taxonomies of what is perceived as the world, but in all cases our language is coterminous with our world – ‘our’ world consisting of those aspects of our experience that are singled out to provide the basis for our taxonomies. “The limits of my language mean the limits of my world” (Wittgenstein [1994] 5.6); what is not the case cannot be conceived or spoken of (cf. Parmenides 28 B 2.7 Diels-Kranz: “you cannot know what is not”); and what can be talked of and thought of must necessarily exist (Parmenides 28 B 6 Diels-Kranz). At the same time, much as language is a semiosic ‘rendering’ of the world, the world is also an effect of language: for Aristotle, the predicates of Being are “the many ways in which Being is said” (Metaphysics 1003a33; cf. Eco [1999] 20-24); and in Parmenides the predicates attributed to Being by ignorant mortals are ‘words’ (cf. ὀνόμασται, B 8.38 Diels-Kranz), while Non-Being is “nameless”, ἀνώνυμον (B 8.17 Diels-Kranz).

1.2 If our language is coextensive with our world, then by no means can it provide an ‘outside view’ of it: no matter how far semiosis advances, it is bound to remain within the limits of our world, whose enlargement has to be strictly commensurate with the advancement of semiosis. Thus, while language may be coterminous with our world, our world is not necessarily coterminous with everything that is the case. It is possible that there exists something that cannot be expressed in language: “this is shown, it is the mystical element” (Wittgenstein [1994] 6.522). Language has to be impotent in the case of metaphysics (“the meaning of the world must be outside the world”, Wittgenstein [1994] 6.41) and, as a result, no metaphysical question can ever be asked, and no such answer can ever be given (Wittgenstein [1994] 6.5-6.53; cf. 6.421). What is unfathomable must also be unutterable: “of what we cannot speak, of that we must keep silence” (Wittgenstein [1994] 7). Already Neoplatonism proclaimed the ineffability of Divinity; in Pseudo-Dionysius the Areopagite the Godhead is typically inconceivable and inexpressible; in the succinct formulation of Pseudo-Dionysius’ commentator, Maximus the Confessor, “God is impossible to think of, but even more impossible to speak of” (Patrologia Graeca 4.200C Migne).

2.1 Another limitation inherent in language is that it must necessarily remain only a potentiality. For language exists in a twofold manner: in absentia, in its abstract, systemic aspect as common possession of a language community (what de Saussure termed langue); and in presentia, i.e. in its manifestations in the individual speech acts of individual speakers (what de Saussure termed parole). Thus, langue is a collective entity, and as such it is accessible to all speakers; however, it also extends beyond the mere sum of the individual paroles, which are but fragmentary realizations of langue. As a result, langue, albeit partially realized in individual paroles, remains perpetually a potentiality that can never be realized to the full.

2.2 The langue/parole dichotomy was, in some respects, anticipated by Heraclitus. Heraclitean Logos is conducive to “wisdom” (σοφία, 22 B 50 Diels-Kranz), and what is wise (σοφόν) is “set apart from all” (πάντων κεχωρισμένον, B 108 Diels-Kranz). At the same time, however, Logos is “common”, or “shared” (ξυνός): “although the logos is shared (ξυνός), most people live as though their thinking (φρόνησις) were a private (ἰδίαν) possession” (B 2 Diels-Kranz). This idea occurs again and again in Heraclitus (B 113 Diels-Kranz: “Thinking [τὸ φρονέειν] is shared [ξυνόν] by all”; B 116 Diels-Kranz: “It belongs to all men to know themselves and to think well [σωφρονέειν]”). Logos is ‘shared’, insofar as every single individual has, potentially, her share of it ― in other words, insofar as she can have (partial) access to the inexhaustible common repository that is the Logos. On the other hand, Logos is also ‘set apart’ in that no single individual can have full access to it: it is a transcendental entity that lies beyond the cognitive capacity of single individuals.

3.1 Finally, the third and perhaps most important limitation of language is that it lacks verifiability. Because of the arbitrariness of the linguistic sign (a notion developed by de Saussure but already present in Aristotle), there is no means of verifying that the relation between signans and signatum is stable and invariable in each individual’s use of language. The problem was put in epistemological terms as early as the 6th century BCE by Xenophanes (21 B 34 Diels-Kranz): clear and certain truth (τὸ σαφές) is unattainable, for even if one has succeeded in speaking of what is the case (τετελεσμένον εἰπών), one has no certain criterion against which to check one’s opinion (δόκος). A textbook example illustrating the non-verifiability of language is the use of terms designating colour: some speakers distinguish between ‘scarlet’, ‘crimson’, ‘carmine’, ‘maroon’ etc., while others find such distinctions over-subtle and prefer to subsume all these shades under ‘red’; however, even speakers of the first group do not always assign exactly the same meaning to the same colour-shades. This difference in language usage evinces a difference in taxonomy, and reveals a disconcerting fluidity in the use of language even among members of the same language community.

3.2 This fluidity is, of course, a core element in the celebrated notion of différance introduced by Jacques Derrida. Linguistic signs have no inherent, authoritative meaning; rather, they are defined only in contradistinction from other signs. Thus, no text can be assigned a definitive meaning, because its constituent signs, far from being carriers of autonomous meaning, must needs be referred (or deferred) to other signs, and these in turn to other, in a never-ending negotiation of meaning. Linguistic signs are not entities but relations, and as such they are in a constant interplay with each other, which makes for innumerable possible readings of any given text.

LIST OF REFERENCES

Axelos K., 1962. Héraclite et la philosophie. La première saisie de l’être en devenir de la totalité. Paris.

Eco U., 1999. Kant and the Platypus. Essays on Language and Cognition (Engl. transl. by A. McEwen). London.
Lakoff G., 1987. Women, Fire, and Dangerous Things. What Categories Reveal about the Mind. Chicago & London.

Saussure F. de, 2002. Ecrits de linguistique générale (ed. by S. Bouquet, R. Engler and A. Weil). Paris.

Wittgenstein L., 1994. Tractatus Logico-Philosophicus (Engl. transl. by D. F. Pears and B. F. McGuinness). London & New York.

Read Full Post »