Χάρη στη φιλεργία και στο ερευνητικό δαιμόνιο του Νίκου Σαραντάκου, που τον ευχαριστώ θερμότατα, μπορούμε πια να είμαστε βέβαιοι ότι η χρήση του οψέποτε με σημασία χρονικού συνδέσμου δεν είναι πατέντα του Λεξικού Μπαμπινιώτη.
Οι εικασίες που διατύπωσα σχετικά στο
αμέσως προηγούμενο ποστ αποδεικνύονται εσφαλμένες: o Ν.Σ. με πληροφορεί ότι η κατάχρηση που επισήμαινα μαρτυρείται ήδη τον 19ο αιώνα στο θεμελιώδες λεξικογραφικό έργο του Στέφανου Κουμανούδη
Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων (Αθήνα 1900, σελ. 751). Αξίζει να παραθέσω ολόκληρο το λήμμα (οπλιστείτε με ακόμη μεγαλύτερη υπομονή, πατριώτες):
«ὀψέποτε φανῇ τις. ὀψέπ. ἔλθῃ, ὀψέπ. ἠγείρετο. κτλ. Οὕτως ἄνευ τοῦ εἰ, ἢ τοῦ ἄν, ἀπαντᾷ ἡ σύνταξις αὕτη, μάλιστα μὲν ἐν τοῖς νῦν συμβολαίοις [σημ.: για παράδειγμα τέτοιου συμβολαίου δείτε πιο κάτω], ἀλλὰ καὶ πρὸ αἰώνων λ.χ. ἐν ἐγγράφῳ μητροπολίτου Ἀθηνῶν Σωφρονίου τοῦ ἔτ. 1639 (ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. 8ου τεύχ. ἔτ. [18]96) ‘ὀψέποτε παρεύω ὀψέποτε παραβῶ’ ἔτι ἐν Ἑστ[ίᾳ] ἐφ. 28 Ἀπρ. 94. — Χ[αρίσιος] Παπαμ[άρκου] 96: πόσον χαίρουσι τὰ παιδία, ὀψέποτε ἀποκτήσωσι τὴν συνείδησιν, ὅτι κτλ. — Ἀκρ[όπολις] 17 Ὀκτ. 97. Λέγω δὲ ἐξ ὑπογυίου [=μια και το ‘φερε η κουβέντα], ὅτι οἱ Γερμανοὶ παρεμφερῶς πως ἔχουν ἐν χρήσει τὰς φράσεις· Sollte sich aber in der Zukunft erweisen dass.. καὶ Meldet sich aber Jemand in der letzten Stunde κτλ.». Απροπό, τώρα καταλαβαίνει κανείς γιατί και βάσει ποιων ενδείξεων το Λεξικό Μπαμπινιώτη λέει πως «Η λ. [οψέποτε] μαρτυρείται από το 1639»: επειδή έτσι γράφει ο Κουμανούδης! Ο Κουμανούδης όμως έκανε τον κόπο να αποδελτιώσει κάμποσα κείμενα και είδη κειμένων (συμβολαιογραφικές πράξεις, άρθρα εφημερίδων κτλ.), ενώ οι συντάκτες του Λεξικού Μπαμπινιώτη αρκέστηκαν απλώς να αναμασήσουν, χωρίς περαιτέρω έρευνα και χωρίς διασαφήσεις, μία από τις πληροφορίες που δίνει ο Κουμανούδης στο λ. οψέποτε.
Επίσης, ο Κωνσταντίνος Κόντος, στο γνωστό για τον γλωσσικό συντηρητισμό του έργο Γλωσσικαί παρατηρήσεις αναφερόμεναι εις την νέαν ελληνικήν γλώσσαν (Αθήνα 1882, σελ. 166, παρ. 62) καταδικάζει χρήσεις του τύπου «έχει εξουσίαν, οψέποτε φανή ανάγκη, να πωλήση την οικίαν» ή «συνεφώνησαν ώστε, οψέποτε μετανοήσωσι, να εξετασθή η υπόθεσις υπό διαιτητών». Μάλιστα ο Κόντος ισχυρίζεται ότι η κατάχρηση αυτή του οψέποτε ήταν συχνή ήδη στην εποχή του:
«Συχνάκις εν τη νέα Ελληνική γλώσση παραλαμβάνεται το οψέποτε εις δήλωσιν υποθέσεως αντί του αν οψέποτε, οίον ‘έχει εξουσίαν, οψέποτε φανή ανάγκη, να πωλήση την οικίαν’ και ‘συνεφώνησαν ώστε, οψέποτε μετανοήσωσι, να εξετασθή η υπόθεσις υπό διαιτητών’, κτλ.
Τον ούτω διά του οψέποτε κατασκευαζόμενον λόγον κομψότατον νομίζοντες οι απείρως των Ελληνικών γραμμάτων έχοντες σφόδρ’ αυτώ ασμενίζουσιν, αλλ’ ημείς αηδέστατα διατιθέμεθα και αναγινώσκοντες και ακούοντες τας τοιαύτας φράσεις, αίτινες απαλλάττονται του αφορήτου σολοικισμού, αν τεθή προ του οψέποτε ο υποθετικός σύνδεσμος, οίον ‘έχει εξουσίαν, αν οψέποτε (οψέ ποτε) φανή ανάγκη, να πωλήση την οικίαν’, κτλ.»
Στη συνέχεια ο Κόντος επισημαίνει ότι σε παρόμοιο σφάλμα έπεσε ακόμη και ο Ραγκαβής: «αίτινες (έριδες) εξησθένουν τας Ελληνικάς πόλεις και τας καθίστων έρμαιον ευκολώτερον δι’ αυτόν, οψέποτε ήθελεν αποφασίσει να τας κυριεύση». Το σωστό θα ήταν, προσθέτει ο Κόντος, «αν οψέποτε ήθελεν αποφασίσει» ή, ακόμη καλύτερα, «αν ποτε ήθελεν αποφασίση». Η ειρωνεία της τύχης είναι, βέβαια, ότι ο συντηρητικός Κόντος καταδικάζει μια γλωσσική χρήση (ή μάλλον κατάχρηση) που σήμερα τα πρωτοπαλλήκαρα του γλωσσικού και πολιτικού συντηρητισμού (Μπαμπινιώτης, Γιανναράς, Ψυχάρης και λοιποί συγγενείς) την έχουνε κάνει παντιέρα τους! Έχει ο καιρός γυρίσματα.
Προσεχτικότερη έρευνα στο διαδίκτυο αποκαλύπτει ότι πράγματι η κατάχρηση του
οψέποτε ως συνδέσμου υπήρχε όχι μόνο την εποχή του Κόντου, αλλά και αρκετά νωρίτερα, δηλαδή τουλάχιστον από το 1825. Σε
συμβολαιογραφική πράξη για τη διευθέτηση κληρονομικής ορφανικής περιουσίας (το έγγραφο φυλάσσεται στο αρχείο της Ιεράς Μητροπόλεως Κω) διαβάζουμε τα εξής: «…του καθενός το μερίδιόν του κατ’ όνομα γεγραμμένα και της εξωφλησμέναις ομολογίαις της τα εδώσαμεν διά να τα έχει εις χείρας της διά τα ενδεχόμενα των παιδιών του
οψέποτε ήθελαν να κάμουν αγωγήν τα ορφανά από την μητέρα τους να δείκνη το Κατάστιχον και της ομολογίαις το φως οπού έχει.» Και λίγο παρακάτω: «Ομως
οψέποτε ήθελαν να ζητούν τα ορφανά τα αμπέλια να τα αγοράσουν από την εκκλησίαν του Ταξιάρχου να δώσουνε τα άσπρα την τιμήν καθώς είναι εύλογον χωρίς να ζημιωθή η εκκλησία και να τα πάρουνε.». Το έγγραφο είναι γραμμένο σε σόλοικη μιξοκαθαρεύουσα, αναμφισβήτητα από κληρικό μέτριου μορφωτικού επιπέδου, που ενδεχομένως προσπαθούσε να μιμηθεί το υψηλόν ύφος των εκκλησιαστικών κανόνων, των συνοδικών αποφάσεων κτλ.
Την κατάχρηση του οψέποτε, τη χρησιμοποίησή του δηλαδή ως χρονικού συνδέσμου, τη βρίσκουμε και σε άλλα κείμενα του 19ου αιώνα, για παράδειγμα στο διήγημα του Δημ. Βικέλα Ο Παπα-Νάρκισσος: «Επί τρεις ήδη μήνας, οψέποτε ήρχετό τις προς επίσκεψίν του, έτρεμε μὴ έρχεται φέρων αγγελίαν θανάτου».
Από τον χορό δεν θα μπορούσε βέβαια να λείπει ο Μακαριστός. Στη διδακτορική διατριβή του με τίτλο Ιστορική και κανονική θεώρησις του παλαιοημερολογιτικού ζητήματος κατά τε την γένεσιν και την εξέλιξιν αυτού εν Ελλάδι, Θεσσαλονίκη 1982 (όπως φαίνεται ήδη από τον τίτλο, η εργασία είναι γραμμένη σε ακραία καθαρεύουσα, αν και υποβλήθηκε στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης), ο ποτέ Χριστόδουλος (κατά κόσμον Χρίστος) Παρασκευαΐδης (Κεφ. 6.1) γράφει: «.. αι υπό του Ματθαίου, καθηρημένου όντος και μόνου, γενόμεναι χειροτονίαι τυγχάνουσιν αντικανονικαί και ανίσχυροι κατ’ ακρίβειαν κανονικήν, δυνάμεναι ενδεχομένως, υπό αυστηράς προϋποθέσεις, να αντιμετωπισθώσι κατ’ Οικονομίαν της Εκκλησίας, οψέποτε αι συνθήκαι θα επέτρεπον την τοιαύτην φιλάνθρωπον εκδήλωσιν έναντι ειλικρινώς μετανοούντων και επιστρεφόντων τη Εκκλησία.»
Την κατάχρηση του
οψέποτε επιχείρησε να νομιμοποιήσει ο Δημήτριος Βερναρδάκης στο
Ψευδαττικισμού έλεγχος, ήτοι Κ. Σ. Κόντου γλωσσικών παρατηρήσεων αναφερομένων εις την νέαν ελληνικήν γλώσσαν ανασκευή (Τεργέστη 1884) σελ. 283-4 (παρ. 62, 63). Ο Βερναρδάκης ήταν βέβαια του Έλληνος λόγου εγκρατέστατος, καταπώς λέγανε τότε, αλλά στο συγκεκριμένο έργο πρώτιστος σκοπός του ήταν να επιτεθεί στον Κόντο και να τον εκθέσει, συχνά με εμπάθεια που σοκάρει. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, ο Βερναρδάκης πέφτει μάλιστα σε εξόφθαλμην αντίφαση με τα ίδια τα λεγόμενά του: υποστηρίζει, με λίγα λόγια, ότι το
οψέποτε, αν και επίρρημα, επιτρέπεται να χρησιμοποιηθεί και σαν σύνδεσμος χρονικός, «διότι το οψέποτε τούτο επί τέλους είνε χρόνου σημαντικόν, και ευκόλως ταύτα και τα τούτοις όμοια λεξείδια εξολισθαίνουσιν εις τους συνδέσμους. Απόδειξις τούτου έστω (ίνα αποφύγωμεν λεπτομερεστέραν του πράγματος εξήγησιν, ήτις εξ ανάγκης θα ήτο μακρά) αυτό το
άμα, όπερ παρ’ ημίν σήμερον απέβαλε καθ’ ολοκληρίαν σχεδόν την επιρρηματικήν αυτού χρήσιν και κατήντησε σύνδεσμος …». Ωστόσο, στην ίδια σελίδα (παρ. 61) ο Βερναρδάκης είχε, ω του θαύματος, συμφωνήσει με τον Κόντο ότι «η ως συνδέσμου χρήσις του επιρρήματος [μόλις] είναι ανελλήνιστος»!
Συμπερασματικά:
(1) Δεν είναι σωστό ότι την καταχρηστική χρησιμοποίηση του οψέποτε ως χρονικού συνδέσμου την εισηγείται το Λεξικό Μπαμπινιώτη. Η τέτοια χρήση υπάρχει ήδη από το πρώτο τέταρτο του 19ου αιώνα, αν όχι νωρίτερα. Ανακαλώ λοιπόν ευχαρίστως την έτσι κι αλλιώς παρακινδυνευμένη εικασία που διατύπωσα στο προηγούμενο ποστ.
(2) Παρόλα αυτά, το λήμμα οψέποτε στο Λεξικό Μπαμπινιώτη είναι, όπως επισήμανα και στο προηγούμενο ποστ, αλλοπρόσαλλο και ασυνεπές: ενώ χαρακτηρίζει τη λέξη οψέποτε επίρρημα, στη συνέχεια δίνει δύο παραδείγματα στα οποία το επίρρημα οψέποτε χρησιμοποιείται, εσφαλμένα, σαν σύνδεσμος. Αν το Λεξικό ήθελε, παρά τη συνήθη τακτική του, να αποτυπώσει τρέχουσα γλωσσική χρήση (οψέποτε = οποτεδήποτε, όποτε και να), τότε θα έπρεπε (α) πρώτα να δώσει την αρχική (ή τη «σωστή», αν προτιμάτε) σημασία του επιρρήματος, η οποία έτσι κι αλλιώς απαντά στη νεοελληνική γραμματεία (βλ. το παράθεμα από τον Παπαδιαμάντη στο προηγούμενο ποστ) και να παραθέσει ένα δυο σχετικά παραδείγματα, και (β) κατόπιν να δώσει και την καταχρηστική σημασία του οψέποτε, τη χρησιμοποίησή του δηλαδή ως συνδέσμου χρονικού, ειδοποιώντας όμως τον χρήστη του Λεξικού ότι πρόκειται για μεταγενέστερη σημασιολογική εξέλιξη ή (αν θέλουμε να είμαστε αξιολογικοί) για σημασιοσυντακτική κατάχρηση. Αντί γι’ αυτό, το Λεξικό Μπαμπινιώτη παραθέτει παραδείγματα ΜΟΝΟ της καταχρηστικής χρήσης, χωρίς να δίνει ΕΣΤΩ ΚΑΙ ΕΝΑ παράδειγμα επιρρηματικής χρήσης, παρόλο που χαρακτηρίζει, σωστά, το οψέποτε επίρρημα.
(3) Εξακολουθεί να ισχύει η επισήμανση του Νίκου Σαραντάκου (βλ. Υστερόγραφο δεύτερο του προηγούμενο ποστ) ότι το ένα από τα παραδείγματα του Λεξικού Μπαμπινιώτη (οψέποτε με χρειαστείς, θα είμαι στη διάθεσή σου) είναι σκόπιμα μετασκευασμένη αντιγραφή από το Λεξικό της Νέας Ελληνικής του Ιω. Σταματάκου (Αν οψέποτε με χρειασθείς, είμαι εις την διάθεσίν σου). Μάλιστα το ίδιο παράδειγμα το βρίσκω, συντομευμένο, και στο Λεξικό της Πρωίας. Εκτός από τα βιβλία, έχουνε τη δική τους μοίρα και τα λεξικογραφικά λήμματα, καθώς φαίνεται.
Μου αρέσει αυτό:
Μου αρέσει! Φόρτωση...
Σχετικά
Αγαπητέ κε Τιπούκειτε!
Εμένα το ενστιχτό μου λέει ότι το οψέποτε είναι μικρανήψι τού πώποτε.
Πώς το βλέπετε;
Idom
@idom: Χλομό το βλέπω. Αν εξαιρέσετε ότι και τα δύο τελειώνουν σε -ποτε, κατά τα άλλα καμία σχέση.
Αντιθέτως εγώ θα συμφωνήσω, με την έννοια ότι και το πώποτε χρησιμοποιείται λάθος και σουσουδικώς.
@Νίκο Σαραντάκο: Σοβαρά τώρα υπάρχει κόσμος σήμερα που χρησιμοποιεί το πώποτε; Μη χειρότερα. Τελικά έχω χάσει εντελώς την επαφή με τα σύγχρονα ελληνικά. Κακούργα μετανάστευση…
Νομίζω ότι οι παρατηρήσεις του Βερναρδάκη, όσο εμπαθείς και αυτοαναιρούμενες, είναι έξυπνες: όντως, φαίνεται ότι δεν είναι εντελώς σπάνιο τα χρονικά επιρρήματα να «γραμματικοποιούνται» και να εξελίσσονται σε αντίστοιχους συνδέσμους –το «άμα» και το «μόλις» είναι καλά παραδείγματα. Αυτό θα ήταν κι εμένα το σεναριάκι μου, βλέποντας το προηγούμενο ποστ. Ίσως στην προκειμένη περίπτωση να βοήθησε η έντονη ομοιότητα με υπαρκτούς χρονικούς (/χρονικοαναφορικούς μήπως;) συνδέσμους με το χαρακτηριστικό -ποτε: όποτε, οποτεδήποτε. Ενδεχομένως και το ο- του «οψέποτε» να μεταναλύθηκε/επανερμηνεύτηκε σαν το αναφορικής σημασίας πρόθημα των «όπου, όπως, όποτε, ό,τι». Το αστείο είναι ότι αυτή η ομαλή-ομαλότατη αλλαγή, αν έχει ψήγματα αληθείας η υπόθεσή μου, έγινε στο πλαίσιο μιας κοινότητας συντηρητικών/λόγιων ομιλητών. Φαίνεται πως ούτε η σκουριασμένη, τεχνητή και νεκρόφιλη γλωσσαμυντορική μπόρεσε να αντισταθεί στις κοινές, πάγκοινες δυνάμεις και τους μηχανισμούς της φυσικής γλωσσικής αλλαγής. Γι’αυτό συμφωνώ με τον χαρακτηρισμό «σουσουδίστικη» (χρήση), όχι όμως απαραίτητα με το «εσφαλμένη».
Για το πώποτε: δεν θέλω να το πιστέψω, αλλά ίσως και γι’αυτήν την νεκρανάσταση να’ναι υπεύθυνη η τηλεόραση. Πριν από λίγα χρόνια μεταδιδόταν σίριαλ με πρωταγωνιστή έναν «καθηγητή βυζαντινολογίας» που τον είχαν φορτώσει με κααρευουσιανισμούς της κακιάς ώρας για να’ναι πειστικός και που μας είχε ταΐσει μπολικά φαιδρά του τύπου «η γυνή, της γυνής, την γυνή, ω γυνή» και που έλεγε μόνο «ουδεπώποτε» (ενίοτε ακουγόταν σαν «ουδοπώποτε») στη θέση του «ουδέποτε», που μάλλον του’πεφτε λίγο. Από εκεί ίσως. Σε ένδειξη αυτοσαρκασμού(;), ο ίδιος ηθοποιός(;)-σεναριογράφος(;;) σε επόμενο σίριαλ, οπού κρατούσε όπως πάντα τον πρωταγωνιστικό ρόλο, έφερε το όνομα «Πώποτας».
@τέττιξ: Μεγάλες φωτιές μάς ανάβεις, αν και οι παρατηρήσεις σου είναι οπωσδήποτε ουσιώδεις και αξίζει να συζητηθούν. Τα άμα και μόλις είναι πράγματι επιρρήματα που εξελίχτηκαν σε συνδέσμους (το μόλις διατηρεί άλλωστε ακόμα την επιρρηματική του σημασία). Η διαφορά τους από το οψέποτε είναι ότι η σημασιοσυντακτική εξέλιξή τους υπήρξε, για να το πω έτσι, φυσική, δηλαδή δεν επιβλήθηκε άνωθεν αλλά ακολούθησε, όπως λες, τους μηχανισμούς της φυσικής γλωσσικής αλλαγής.
Η μετάλλαξη του οψέποτε σε επίρρημα οφείλεται πιθανότατα, όπως σωστά επισημαίνεις, σε σύγχυση με υπαρκτούς χρονικούς (ή χρονικοαναφορικούς, αν προτιμάς) συνδέσμους με επίθημα το -ποτε. Αλλά, για άλλη μια φορά, δεν μπορεί κανείς να μην επισημάνει (όπως σωστά το θέτεις) ότι η εν λόγω μετάλλαξη πραγματοποιήθηκε στο εσωτερικό μιας κοινότητας συντηρητικών ομιλητών, έστω κι αν δέχτηκε σφοδρές επικρίσεις από κύκλους ακόμη συντηρητικότερων γλωσσαμυντόρων, όπως ο Κόντος! Η νεώτερη γλωσσική μας ιστορία έχει πολλά παράδοξα, δεν είν’ έτσι;