Στην εφημερίδα Τα Νέα (τη γνωστή σεμνή Λαμπρακειάδα) κάποιος άγνωστος σε μένα δημοσιογράφος σκαρφίζεται κάθε μέρα κι από ένα σύντομο και, υποτίθεται, καυστικό και χιουμοριστικό σχολιάκι για την επικαιρότητα. Προσωπικά, τα σχόλια αυτά τα βρίσκω σχεδόν πάντοτε κρύα κι ανάλατα, αλλά δεν είναι αυτό το θέμα μας.
Το θέμα μας είναι ότι ο εν λόγω ανώνυμος δημοσιογράφος έχει πάρει αέρα εσχάτως και παριστάνει τον σοφολογιώτατο (με ωμέγα ο υπερθετικός, παρακαλώ, για να έχει και το ανάλογο βάρος). Σήμερα, για παράδειγμα, σε μια προσπάθεια σχολιασμού της όζουσας επικαιρότητας (με τους εκβιασμούς, τις μεταβιβάσεις οικοπέδων και τα συναφή), ο νους του ελλογιμωτάτου κατέβασε το εξής απίστευτο: «Ο φίλος τω φίλω εν οικοπέδω γιγνώσκει…»
Μάλιστα, κύριε πρόεδρε, όπως σας τα λέω: «ο φίλος ΤΩ ΦΙΛΩ εν οικοπέδω γιγνώσκει». Οι αρχαιότεροι –στους οποίους ο Τιπούκειτος δηλώνει κατηγορηματικά ότι ΔΕΝ συγκαταλέγεται, διότι βρίσκεται ακόμη στην τρυφερά ηλικία των τριάντα έξι Μαΐων, άντε το πολύ πολύ Ιουνίων– θα θυμούνται το περίπυστο και περιλάλητο αναγνωστικό του Ζούκη, με το οποίο πρωτοβαπτίζονταν στα νάματα της Μίας και Ενιαίας οι μαθητές της Α’ Γυμνασίου. Μία από τις πρώτες φρασούλες που μπουκώνονταν τα μαθητούδια (μαζί με τα σχεδόν παροιμιώδη πλέον Πιστεύω τω φίλω και Λύκος διώκει αμνόν) ήταν και το Πιστόν φίλον εν κινδύνοις γιγνώσκεις. Αυτή τη φράση, προφανώς, επιχείρησε να παραλλάξει ο συντάκτης, αλλά έφαγε τα μούτρα του, διότι εκείνο το ρημάδι το γιγνώσκω πάει με αιτιατική και μόνο με αιτιατική και ουδέποτε με δοτική. Αλλά, βλέπετε, η δοτική είναι, όπως και να το κάνουμε, αρχαιοπρεπεστέρα πάσης άλλης πτώσεως, γεμίζει ο στόμας σου ένα πράμα, οπότε ο καλός δημοσιογράφος υπέκυψε αμαχητί στα κάλλη της.
Πλην όμως, όπως λέει (σχεδόν) και το παλιό ανέκδοτο, αφού σε ζαλίζει, ρε φίλε, γιατί επιμένεις; Δεν αφήνεις τα γκομενιλίκια με τη δοτική, να γυρίσεις στο σπιτάκι σου και στη γυναικούλα σου την αιτιατική, που την ξέρεις και την κουλαντρίζεις;
Υ.Γ. Βρήκα εδώ, στο φόρουμ κάποιων τρελαμένων ελληνοτέτοιων (εμ, τι άλλο;) την πρώτη παράγραφο από το αναγνωστικό του Ζούκη. Την αντιγράφω, έτσι για να μαθαίνουν οι παλαιότεροι και να θυμούνται οι νεότεροι.
Πιστεύω τῷ φίλῳ. Πιστὸν φίλον ἐν κινδύνοις γιγνώσκεις. Ὁ φίλος τὸν φίλον ἐν πόνοις καὶ κινδύνοις οὐ λείπει. Τοῖς τῶν φίλων λόγοις ἀεὶ πιστεύομεν. Εἰ κινδυνεύετε, ὦ φίλοι, τοὺς τῶν ἀνθρώπων τρόπους γιγνώσκετε· οἱ μὲν γὰρ ἄπιστοι φίλοι οὐ μετέχουσι τοῦ κινδύνου, οἱ δὲ πιστοὶ συγκινδυνεύουσι τοῖς φίλοις. Πιστοῖς φίλοις μᾶλλον ἣ χρυσῷ καὶ ἀργύρῳ πιστεύομεν.
Αγαπητοί αναγνώσται, βοήθειά σας.
Αγαπητέ μου Τιπούκειτε,
Είναι γεγονός ότι πολύ τους αρέσει η δοτική, στους ημιμαθείς. Γι’ αυτό και το «Επί τω έργω» μπορεί να το συναντήσετε πιο συχνά και από το σωστό.
Αλλά νομίζω ότι ισχύει και αντίστροφα: στον δικό μου κλάδο του υποτιτλισμού, έχουν βγάλει τα μάτια στο «Δόξα τω Θεώ», για να μην κουράζουν τους τηλεθεατές με καθαρεύουσα, φαίνεται, και το έχουν κάνει «Δόξα το Θεό» ή ακόμα χειρότερα «Δόξα τον Θεό»!
Θέλω εδώ να καταγγείλω όλα αυτά τα παιδάκια που λένε τα κάλαντα στις γιορτές: «εν των σπηλαίων κείτεται κ.λπ.»
(Μια που τα μαζεύεις, δες κι άλλο ένα μαργαριτάρι, το οποίο πέρασε μάλλον απαρατήρητο)
Νάσαι καλά! Μ’ έκανες να γελάσω! Και μου θύμισες εκείνο το ωραίο φίλος έδωσε σε φίλο τριαντάφυλλο με φύλλο …
@Αλεξάνδρα, καλωσόρισες! Στα αρχαία ελληνικά πάντως άλλο είναι το επί τω έργω και άλλο το επί το έργον: το πρώτο δηλώνει ότι ήδη ασχολείσαι με το εν λόγω έργο, ενώ το δεύτερο ότι τώρα ετοιμάζεσαι να καταπιαστείς μαζί του. Αλλά είπαμε, αυτά ισχύουν για τα αρχαία ελληνικά.
@Ηλία: Κι εγώ με τη σειρά μου θέλω να καταγγείλω όλα τα ανήλικα (και μερικά ενήλικα) κατηχητόπουλα, που λένε «ως εν ουρανόν (ή μήπως ουρανών;) και επί της γης». Μερσί και για το μαργαριτάρι: το έχω ήδη σχολιάσει εδώ.
@Takis Alevantis: Ευχαριστούμε και ανταποδίδουμε! Όντως το ποστ ήτανε για γέλια. 🙂
Δεν ενδρέπεσε βρε, ανεγγραμάτιστε, να κατηγοράς τω άνθρωπω που θέλει να γράψει τη γλώσση του σωστά;
Μαρξιστής θα είσαι σίγουρα!
(να σχολιάσω στο σχόλιο του Ηλία, οτι ο βασιλεύς των ουρανών και ποιητής των όλων δεν κείτεται εν τω σπηλαίω, αλλά τίκτεται, όχι πως είναι και μεγάλη η διαφορά).
@Αόρατη Μελάνη: Ως γνωστόν, εδωπέρα συχνάζουν κυρίως μαρξισταί και άθεοι υλισταί. Οπότε προσοχή μη σας βγεί κανένα όνομα (αν και μάλλον θα σας έχει βγει, οπότε του λέιτ φορ τήαρς).
«Κανείς δεν είναι άσφαλτος» – Άντζελα Δημητρίου.
Παλιομαρξιστές.
Ηλία: Όχι και «παλιομαρξιστές»! «Παλαιομαρξιστές» ίσως, ή καλύτερα «αρχαιομαρξιστές», όπως αποκαλούσαν οι έλληνες δημοσιογράφοι τον Γιωτόπουλο. Διότι ο έλλην δημοσιογράφος, εκτός από παντογνώστης, είναι και βαρήκοος, οπότε τι αρχειομαρξιστής τι αρχαιομαρξιστής, όλοι οι γύφτοι μια γενιά.
κοίτα μην τύχει κι αφήσεις άνθρωπο να προκόψει, ορέ τιπούκειτε…
@ Αλεξάνδρα: έχω την αίσθηση ότι το «δόξα τον Θεό», στο κενό ακριβώς της δοτικής, εννοεί «δόξα [σ]τον Θεό» –θεωρεί δηλαδή ο χρήστης, που ευλογότατα δεν έχει την αίσθηση της δοτικής, πως είναι κάτι σαν απλουστευμένη εκδοχή της σύνταξης με το εμπρόθετο. Και το προτιμώ από το αντίθετο, υπερδιορθωτικό: «μά τω Θεώ» (που είχε γίνει πρόσφατα και αντικείμενο ολόκληρης συζήτησης σε τάλεντ σόου του Μικρούτσικου)
@ Elias: το ίδιο ισχύει και με το «εν των σπηλαίων», αν και δεν έτυχε να το ακούσω ο ίδιος. όλοι όμως, πιστεύω, έχουμε ακούσει το ανάλογο, στα ίδια κάλαντα: «εν Βηθλεέμ τημ μπόλει»: αιτιατικάρα δηλαδή και με τα όλα της –και ζήτω της, λέω εγώ 🙂
αλλά τέτοια δεν είναι όλα τα εξομαλυντικά «λάθη», αυτά που προάγουν δηλαδή τη γλώσσα, αυτά που δείχνουν πόσο απομακρυνόμαστε από παλαιότερες, οριστικά ξένες πια εποχές/στάδια της γλώσσας; και μόνο σαν τέτοιου είδους απόδειξη το γλεντάω εγώ όταν ακούω λογιότατους παπάδες να λένε «εις σάρκαΝ μία», να γράφει η Ι. Σύνοδος «εν Αθήνησι», ή όταν έψελνε ο «»μακαριστός»» [=διπλά εισαγωγικά εδώ, τιπούκλειτε, νεσπά;] «αι γενεαί ΑΙ πάσαι» κτλ. κτλ.
@γιάννη χάρη: Της Αλεξάνδεας ήθελα να της γράψω κι εγώ κάτι ανάλογο μ’ αυτά που λες — αλλά εσύ τα είπες καλύτερα. Όσο για το «αι γενεαί αι πάσαι» του τρισμακάριστου, και χωρίς να έχω καμία διάθεση να τον δικαιολογήσω μετά θάνατο, αποκλείεται αυτό που φαίνεται σαν οριστικό άρθρο πριν από το πάσαι να είναι απλώς συνέχεια του «αι» στο «γενεαί»; Μου φαίνεται πως αυτό το φαινόμενο το λέτε «τονή» εσείς οι ψάλτες — αλλά δεν παίρνω κι όρκο.
@Γιάννη Χάρη & Τιπούκειτο:
Η αλήθεια είναι ότι δεν μιλούσα για απλούς χρήστες της γλώσσας που δεν έχουν αίσθηση της δοτικής, όπως web-surfers και δημοσιογραφίζοντες επισκέπτες των διαδικτυακών φόρουμ, αλλά για επαγγελματίες χειριστές της γλώσσας.
Για παράδειγμα, υποτιτλιστής ο οποίος πριν από 20 χρόνια έγραφε στον υπότιτλο "Δόξα τω Θεώ". Μετά επιχείρησε να καθιερώσει καθαρή δημοτική και το μετέτρεψε σε "Δόξα το Θεό". Όταν, όπως φαίνεται, άκουσε κάποιες κατσάδες για την αλλοίωση της δοτικής, άρχισε να γράφει και «Μα τω Θεώ»!
Όταν μου τυχαίνει κανένα «Thank God» σε υπότιτλο, ομολογώ ότι ή το αποδίδω με τη γνωστή, παλιά δοτική ή το μετατρέπω σε «Ευτυχώς», που έχει και λιγότερους χαρακτήρες…
τονή είναι να κρατήσεις παραπάνω την ίδια νότα –όχι την ίδια συλλαβή, που μπορεί να είναι τονισμένη σε παραπάνω από μία [αλληλοδιάδοχες, εννοείται] νότες: έτσι, όπως μπορεί να το δει ο καθένας, στην πασίγνωστη φράση των εγκωμίων το -αι τού «γενεαί» είναι σε 2 διαφορετικούς χρόνους και σε διαφορετικές νότες
στο καθιερωμένο τότε σόου του επιταφίου στην πλατεία Συντάγματος ο μακαριστός μας πήρε μεγαλοπρεπέστατη ανάσα, που δεν τη δικαιολογεί η συντομία της μουσικής φράσης: «αι-γε-νε-αι-αι-πα-α-α-α-σαι» είναι η εναλλαγή όσον αφορά τις νότες, και αν δεν βγει με μία ανάσα όλη η φράση, από κούραση και μόνο, μπορεί να πάρει κανείς ανάσα πριν από το «πάσαι», όχι στα μισά μιας λέξης, εκτός κι αν δεν τη θεωρεί μία λέξη, ό.έ.δ.
ουφ, με παρέσυρες, εντάξει «βυζαντινολογώ» λοιπόν, ας πούμε ότι το συγκεκριμένο είναι σαν το πάγκοινο «Χριστός ανέστη εκ νεκρών θανάτω θάνατον πα / τήσας», που δαιμόνιζε τον όντως μακαριστό Σίμωνα Καρά, ή σαν το άλλης τάξεως σαρδαμάκι: «και νυν και αείΝ» που παρασύρονται και λένε οι 11 στους 10 ψάλτες 🙂
[βλέπεις, με κόλλησες τη νοσταλγία σου…]
Επεα πτεροεντα
@Dionysos: Έχετε απόλυτο δίκιο, δεν το συζητώ.