Όλοι γνωρίζουμε ότι οι λατρευτοί μας έλληνες δημοσιογράφοι, τηλεπαρουσιαστές, ραδιοσχολιαστές κλπ σκέφτονται και μιλάνε με στερεότυπα. Η ενημέρωση, ας πούμε, είναι πάντοτε έγκυρη και έγκαιρη. Οι δηλώσεις ενός πολιτικού επικρίνονται για το ύφος και το ήθος τους. Το τάδε συνταρακτικό γεγονός το συνέλαβαν οι κάμερες του καναλιού και μας το παρουσιάζουν καρέ καρέ ή, όταν έχουν κρίση ελληνολατρίας, λεπτό προς λεπτό. Ο δράστης ενός εγκλήματος δεν είναι ποτέ απλώς δράστης, αλλά στυγερός δολοφόνος, ανθρωπόμορφο κτήνος κτλ. Η πυρκαγιά δεν είναι ποτέ απλή πυρκαγιά, αλλά πύρινη λαίλαπα (όπως επισημαίνει και ο ΑΑ στα σχόλια). Όποιος σκοτώνεται σε τροχαίο γίνεται θυσία στον Μολώχ της ασφάλτου και τμήμα του τραγικού απολογισμού (των διακοπών, του τριημέρου κτλ.). Tα ναρκωτικά ή το έιτζ είναι η μάστιγα της εποχής μας, και δε συμμαζεύεται.
Αυτή λοιπόν η μάστιγα των κλισέ, των στερεότυπων εκφράσεων, μου θυμίζει κάπως τη Newspeak, τη Νεογλώσσα, ας πούμε, που φιλοδοξούσε να επιβάλει το ολοκληρωτικό καθεστώς τού οργουελικού 1984. Βασικός σκοπός της Νεογλώσσας ήταν να περιορίσει το λεξιλόγιο, επομένως και τις σημαινόμενες έννοιες, σε τέτοιον βαθμό, ώστε η γλώσσα να φτάσει κάποτε να περιέχει μία μόνο λέξη (τη λέξη Βig Brother, εννοείται). Δεν νομίζω ότι οι έλληνες δημοσιογράφοι έχουν, προς το παρόν τουλάχιστο, κανένα τέτοιο σατανικό σχέδιο στο μυαλό τους. Παρόλα αυτά, η κατάχρηση στερεότυπων εκφράσεων, ακόμα κι αν δεν οδηγεί σε ολοκληρωτικού τύπου εξαμβλώματα, είναι αηδέστατη και μπορεί κάλλιστα να δημιουργήσει σύγχυση ή ακόμα και παραπληροφόρηση, έστω και αθέλητη, πράγμα που μάλλον δεν είναι γνώρισμα της καλής δημοσιογραφίας.
Εξηγούμαι, παίρνοντας για παράδειγμα το σημερινό (25 Φεβ 2009) φύλλο της Καθημερινής και την είδηση για τη συντριβή του τουρκικού αεροσκάφους στο αεροδρόμιο του Άμστερνταμ. «Αξίζει να σημειωθεί», γράφει ο ανώνυμος συντάκτης της «Κ», «ότι το αεροσκάφος, που πραγματοποιούσε την πτήση Κωνσταντινούπολη – Άμστερνταμ, δεν τυλίχθηκε στις φλόγες παρά το γεγονός ότι χωρίστηκε σε τρία κομμάτια.» Τώρα εγώ, ο ταλαίπωρος αναγνώστης, τι να υποθέσω; Ότι το αεροπλάνο έπιασε φωτιά, αλλά δεν τυλίχτηκε (ω παρντόν, τυλίχΘηκε) στις φλόγες; Ότι η φωτιά περιορίστηκε σε συγκεκριμένο μέρος του αεροπλάνου; Ότι το αεροπλάνο δεν έπιασε καθόλου φωτιά; Ενημέρωση να σου πετύχει…
Ευτυχώς υπάρχουν και οι επάρατοι New York Times, όπου διαβάζω: «The aircraft did not catch fire.» Μα δεν ντρέπεται, κοτζάμου δημοσιογράφος των Νιου Γιορκ Τάιμς, να γράφει «did not catch fire», λες και μιλάει με τα φιλαράκια της στο μπαρ; Βάλε εκεί πέρα τίποτα πιο λογοτεχνικό, ρε αμερικανάκι.
Το ηθικό δίδαγμα είναι προφανές. Όλοι μας, φαντάζομαι, θα έχουμε ακούσει έξαλλους ρεπόρτερ των τηλεοπτικών καναλιών να κραυγάζουν ότι το αυτοκίνητο/λεωφορείο/κτίριο κτλ. «τυλίχτηκε στις φλόγες». Δεν έπιασε απλώς φωτιά: τυλίχτηκε στις φλόγες. Λέγε λέγε ο δημοσιογράφος, κατάντησε το τυλίγομαι στις φλόγες να γίνει συνώνυμο του παίρνω φωτιά (ε, όσο και να πεις, είναι και πιο εντυπωσιακό). Δεν ακούω όμως κανέναν Καργάκο, κανέναν Τζανετάκο και κανέναν Καλιόρη να διαμαρτύρονται για την αποπτώχευση της γλώσσης σ’ αυτή την περίπτωση.
😀 (καλό)
Θα ήθελα να συμπληρώσω την…»Πύρινη λαίλαπα»
Καθώς το διάβαζα, αναρρωτιόμουν αν υπάρχει κάποιος γνωστός μηχανισμός με τον οποίο αυξάνεται ή μειώνεται το λεξιλόγιο μιας γλώσσας (;)
Αν υπάρχει δηλαδή μια ανάγκη να αυξηθεί το λεξιλόγιο για να κάνει την επικοινωνία ποιό αποτελεσματική πρός κάποιο κόστος «μνήμης»…γιατί θα πρέπει να τις θυμάται κιόλας κανείς τις νέες λέξεις.
@AA: Πολύ καλή η πύρινη λαίλαπα, πώς μου ξέφυγε; Όσο για το ερώτημά σου, μάλλον χρειάζεται ειδικό γλωσσολόγο, όχι ερασιτέχνη σαν κι εμένα. Η προφανής απάντηση θα ήταν ότι το λεξιλόγιο μιας γλώσσας αυξάνεται ανάλογα με τις επικοινωνιακές ανάγκες της γλωσσικής κοινότητας. Για παράδειγμα, η λέξη, λογουχάρη, ραδιόφωνο ήταν περιττή και κατά συνέπεια ανύπαρκτη τον καιρό που δεν υπήρχε η συγκεκριμένη συσκευή. Το ίδιο ισχύει και για αφηρημένες έννοιες, όπως ας πούμε η πολιτική ευπρέπεια, που μας ήρθε εισαγόμενη από την Αμέρικα.
ΑΑ
το λεξιλόγιο μιας γλώσσας ή το λεξιλόγιο των ομιλητών; Ο Τιπούκειτος σου απαντάει για το πρώτο, ενώ ασχολείται με το δεύτερο.
Χαίρετε και πάλι.
Αγαπητέ Τιπούκειτε, δυστυχώς το εισαγόμενο έχει μεγάλη πέραση 😦 Σε τέτοιο σημείο που μερικές φορές είναι πιο κατανοητό αν το «γυρίσεις» πρώτα στα Αγγλικά για να μαντέψεις τι ήθελε να πεί ο ποιητής!
(Αυτό είναι ιδιαίτερο μαρτύριο όταν πρέπει να διαβάσεις ένα Ελληνικό βιβλίο το οποίο κάνει ΜΠΑΜ οτι είναι μετάφραση αλλά ο συγγραφέας δεν σου λέει απο πού το μετέφρασε 😦 )
Έχεις ένα δίκιο σε αυτό που λές παραρλάμα αλλά αν ο Τιπούκειτος είναι μια φορά ερασιτέχνης γλωσσολόγος, εγώ είμαι δέκα. Έτσι όπως το έθεσα όμως αναφέρομαι και στα δύο τέλικα
Προφανώς το λεξιλόγιο μιας γλώσσας μπορεί μόνο να αυξάνεται, το λεξιλόγιο των ομιλητών μάλλον αυξομοιώνεται (;)
Έχεις κάτι όμως στο μυαλό σου για οποιοδήποτε απο τα δύο;
@παραρλάμα: Καλώς μας ξαναήρθες! Έχω την εντύπωση ότι δεν υπάρχει σαφής διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στα δύο. Το λεξιλόγιο συγκεκριμένων ομιλητών μπορεί κάλλιστα να νομιμοποιηθεί, για τον άλφα ή βήτα λόγο, ως καθιερωμένο λεξιλόγιο της γλώσσας έπειτα από κάποιο διάστημα. Για να πάρουμε ένα ακραίο παράδειγμα, λέξεις της καλιαρντής, που είναι εξ ορισμού, περιθωριακή κοινωνιόλεκτος, έχουν υιοθετηθεί από την καθομιλουμένη. Ίσως όμως να μην καταλαβαίνω τι θέλεις να πεις.
Και ένα σχόλιο εκ μέρους της Παραρλάμα (που έχει, δικαίως, προσωπικά με την μπλογκσποτ, γιατί δεν φορτώνει με τίποτα):
Επειδή ο ΑΑ έθεσε το ζήτημα ποσοτικά, επισήμανα οτι για το περιορσμένο λεξιλόγιο ενός ομιλητή δε φταίει η γλώσσα καθαυτή, αλλά ευθύνονται άλλοι παράγοντες κυρίως κοινωνικοί. Έτσι τα δημοσιογραφικά κλισέ ή η ξύλινη που λέμε γλώσσα δεν οφείλονται σε κάποια αδυναμία, ας πούμε της ελληνικής.
Σε ό,τι αφορά την αυξομείωση ΑΑ, αυτή αφορά και τη γλώσσα. Σκέψου με βάση το παράδειγμα που έδωσε ο Τιπούκειτος για το ραδιόφωνο. Δημιουργούνται νεολογισμοί για να καλύψουν καινούριες ανάγκες και παράλληλα χάνονται λέξεις μαζί π.χ. με τα πράγματα που δήλωναν. Εγώ που έχω κάποια ηλικία πασχίζω μερικές φορές να θυμηθώ πώς λέγαμε το ένα ή το άλλο εργαλείο, τον τάδε επαγγελματία κλπ.
Γι’ αυτό και βρίσκω πολύ πετυχημένη την παρομοίωση της γλώσσας με ποτάμι και ως προς την ποσότητα του νερού και ως προς τα φερτά υλικά.
Ωραία η παρομοίωση.
Πιστεύω οτι απο τη στιγμή που όλο και περισσότερα κείμενα μεταφέροντε σε ηλεκτρονική μορφή, αυτές οι αυξομοιώσεις θα μπορέσουν κάποια στιγμή να χαρτογραφηθούν. Και η συχνότητα των λέξεων συναρτήσει του χρόνου αλλά ίσως και η διάδοση τους αν ταξινομηθούν τα κείμενα σύμφωνα με τη γεωγραφική περιοχή των συγγραφέων τους.
Ο λόγος για τον οποίο είπα οτι το λεξιλόγιο μιας γλώσσας μόνο αυξάνεται είναι γιατί (μάλλον) δεν υπάρχει η ακριβώς αντίστροφη πράξη του «Δημιούργησα μια λέξη». Μια λέξη γεννιέται και επεκτείνει το λεξιλόγιο…Αυτό δεν σημαίνει οτι αν δεν τη χρησιμοποιούμε δεν υπάρχει. Οι χρήστες της γλώσσας μπορεί να χρησιμοποιούν ένα υποσύνολο του οποίου το μέγεθος να αυξομοιώνεται.
Μήπως δηλαδή, το λεξιλόγιο της γλώσσας είναι η κοίτη του ποταμού και το λεξιλόγιο των χρηστών είναι η τρέχουσα ροή του νερού (και οτι φέρνει μάζι); Η κοίτη μπορεί να εκτείνεται και 150 μέτρα απο εκεί που «συνήθως» τρέχει το ποτάμι (Τα όρια του λεξιλογίου της γλώσσας)…αυτό δε σημαίνει οτι κάθε χρόνο το νερό θα φτάνει μέχρι εκει (Τα όρια του λεξιλογίου των χρηστών).
Είναι πολύ ενδιαφέροντα όλα αυτά και δυστυχώς μάλλον εκτείνοντε σε πολύ μεγάλη κλίμακα στο χρόνο
ΑΑ, κι οι λέξεις πεθαίνουν όταν κανένας ομιλητής μιας γλώσσας δεν τις χρησιμοποιεί.(Εδώ πεθαίνουν γλώσσες μαζί με τον τελευταίο ομιλητή τους!) Γι’ αυτό υπάρχουν και τα λεξικά της αρχαίας και της μεσαιωνικής ελληνικής.
Όταν πάλι επιβιώνουν, έχουν αλλάξει μορφή και πολλές φορές και σημασία.
Αν αναφέρεσαι στη συγχρονία, είναι προφανές ότι κανένας μας δε χρησιμοποιεί όλες τις λέξεις που θησαυρίζει ένα λεξικό της νέας ελληνικής.
Εγώ είμαι σίγουρος ότι το μαχαίρι θα φτάσει στο κόκαλο.
Αταλάντευτα!
Idom
Υ/γ.: δηλ., μην μνημονεύουμε μόνο τους δημοσιογρφάφοι για την αποξήλωση και το ξήλωμα τής γλώσσας. Και άλλες κοινωνικές ομάδες προσπαθούν…
@idom: Επίσης, θα χυθεί άπλετο φως, και οι ένοχοι θα τιμωρηθούν, όσο ψηλά κι αν βρίσκονται. Έχεις δίκιο βέβαια, απλώς εγώ (ως γνωστόν) έχω προσωπικά με τς δημ(ι)οσιογράφοι, χρόνια τώρα.
Χαίρετε και πάλι.
«Αν αναφέρεσαι στη συγχρονία…»
Ίσως, αλλά άθελα μου, δεν ξέρω την ορολογία 😦
Θα κοιτάξω κάποια στιγμή να γράψω λίγο περισσότερα για το τι ακριβώς εννοώ με αυτή την αυξομοίωση του λεξιλογίου…και τα ξανα λέμε 🙂
Σας ευχαριστώ.
Τιπούκειτε, δε ξέρω αν πήρες είδηση το νέο φρούτο με ωριμότατη όμως χρήση,που ακούει στο όνομα «τα τεκταινόμενα». Πασπαρτού για οτιδήποτε γίνεται ή συμβαίνει στον ντουνιά, χωρίς ούτε ένα σκευωρό, συνωμότη ή έστω ένα, βρε αδερφέ, ύπουλο τύπο. Καλή ώρα τώρα εγώ, παρακολουθώ τα τεκταινόμενα στο καρναβάλι της Κοζάνης.
Γούγγλισέ τα για να δεις και να θαυμάσεις.
Περιττό να πούμε οτι τη ζημιά την έκανε η δημοσιογραφική προχειρότητα.
Γεια σου Τιπούκειτε,
δύο σχετικά κείμενα του κοινού μας γνωστού:
Κλισέ και πλούτος
Ευφημισμοί
κι ένα λίγο λιγότερο σχετικό (που πρέπει να το εμπνεύστηκε από σένα):
Μεταφράσεις
Καλή Σραοκοστή, αδερφέ μου!
@Παραρλάμα: Τα χίλια δίκια έχεις, απλώς νομίζω ότι το «τεκταινόμενα» ως συνώνυμο του «τα συμβαίνοντα» δεν είναι και τόσο καινούργιο φρούτο. Νομίζω ότι υπάρχει ήδη από τη δεκαετία του ’80 και ξεκίνησε πράγματι από τη δημ(ι)οσιογραφική κοκορομυαλιά. Αν δεν κάνω λάθος, πρέπει να το αναφέρει ήδη η Παπαζαφείρη, αλλά δεν έχω αντίτυπο πρόχειρο για να ελέγξω.
@Σραόσα: Καλώς τονε! Τα κείμενα του κοινού μας γνωστού τα προσυπογράφω με χέρια και πόδια. Δεν νομίζω να τα είχα διαβάσει όταν δημοσιεύτηκαν (μέα κούλπα), αλλά τώρα που τα διάβασα χαίρομαι που συμφωνούμε μέχρι κεραίας.
Καλή Σαρακοστή και του λόγου σας! Αν βρεθήκατε στη Λεμεσό, ελπίζω να ρίξατε καμιά γυροβολιά και για μας. Άντε, και του χρόνου μπούλες (ξέρω εγώ τι λέω).
Υ.Γ. Τι είναι η ψούνα;
Ψούνα, σύμφωνα με τον άλλο κοινό γνωστό, τον γαλλοθρεμμένο, που το ανέσκαψε από το λεξικό του Ρόη Παπαγγέλου, είναι ένα πρόβατο μεγαλωμένο με ψωμί που οι τσομπάνηδες το χρησιμοποιούσαν για ζωντανό πάπλωμα!
@Σραόσα: Ευχαριστώ για την πληροφορία! Ο Παπαγγέλου είναι μία από τις πολλές ελλείψεις της βιβλιοθήκης μου. Ο Γιαγκουλλής πάντως, που τον έχω πρόχειρο, δεν έχει τη λέξη.
Είναι πάντως απίστευτο τι είδους λέξεις περιέχει η παλιότερη κυπριακή — αν και, unsurprisingly, αφορούν συνήθως σημασίες σχετικές με την αγροτική ζωή. Τις προάλλες, ας πούμε, έπεσα πάνω στο ψευτοκουκουττάζω: το λέγανε για την όρνιθα που δείχνει πως θα γεννήσει αβγό αλλά δεν. Θα μπορούσε κάλλιστα να το χρησιμοποιήσει κανείς, μεταφορικά, για τον Καραμανλή και τις εκλογές που όλο λέει να προκηρύξει αλλά τελευταία στιγμή το αναβάλλει. Φαντάζεσαι, ας πούμε, την Εστία με πρωτοσέλιδο: «Ο ψευδοκουκουττάζων πρωθυπουργός»;
«Ο ψευδοκουκουττάζων πρωθυπουργός»
Εξαιρετικό. Δε γράφεις κανα ποστ επί του θέματος; Ίσα-ίσα για τον τίτλο…
«Δεν νομίζω ότι οι έλληνες δημοσιογράφοι έχουν, προς το παρόν τουλάχιστο, κανένα τέτοιο σατανικό σχέδιο στο μυαλό τους.»
Είσαι σίγουρος φίλε Τιπούκειτε; Έχουν αποδείξει πως ομαδοποιούνται τόσο σατανικά. Θυμάμαι πριν τους σεισμούς του ΄99 πως τους ενοχλούσαν οι Τούρκοι και με τι αυστηρό ύφος παρουσίαζαν όλοι ανεξαιρέτως τη… διπλανή ειδησεογραφία και πως μέσα σε μια βραδιά το αυστηρό ύφος έγινε χαμόγελα και οι παραβιάσεις του εναέριου F.I.R Αθηνών παρουσιάσεις Τούρκων καλλιτεχνών. Συνωμοσιακό σενάριο; Ίσως. Ίσως και όχι.
Ψάρι φρεσκότατο απ’ το δελτίο των 8. Πυροβόλησαν ένα τύπο κάπου στην Αθήνα και η δημοσιογράφος μιλάει για μαφιόζικο χτύπημα. Το λαγωνικό όμως του αστυνομικού δελτίου σπεύδει να το χαρακτηρίσει «σικελικό εσπερινό»(sic)
Άρα σικελικός εσπερινός είναι ένα μαφιόζικο χτύπημα που γίνεται το βραδάκι.
@Μαρία: Μη μου τα λες έτσι απότομα αυτά! Είμαι σε δημόσιο χώρο, με έχει πιάσει υστερικό γέλιο με τον σικελικό εσπερινό, και οι γύρω με κοιτάζουν περίεργα… 🙂
Θα είχε ενδιαφέρον ν’ασχοληθεί κάποιος (π.χ. ο Σαραντάκος) με την ιστορία της έκφρασης «ξύλινη γλώσσα».
Απ’ όσο ξέρω, η έκφραση προέρχεται από τους πολωνούς αντιφρονούντες και τη δεκαετία του ’60 – και είχε να κάνει π.χ. με τη χρήση του ίδιου πάντα επιθέτου πλάι στο ίδιο πάντα ουσιαστικό, δηλ. με μια ακραία περίπτωση του στερεότυπου ή κλισέ.
Έχει πλάκα πάντως ότι οι πιο ξύλινοι συντάκτες χρησιμοποιούν την έκφραση για να χαραχτηρίσουν οτιδήποτε τους φαίνεται αριστερό – ή, σε οριακές περιστάσεις, οτιδήποτε θεωρούν ότι έχει κάποια πολιτική αναφορά.
Μπουκανιέρος, βρήκα αυτό το άρθρο Γάλλου καθηγητή, που επιβεβαιώνει την πολωνική προέλευση αλλά χρονολογεί την έκφραση στις αρχές του 19ου αι.
http://www.huyghe.fr/actu_205.htm
Ο ίδιος έχει επινοήσει τον όρο «βαμβακερή γλώσσα» ως προσαρμογή της ξύλινης στους μεταμοντέρνους καιρούς μας, αφού όπως λέει η ξύλινη ήταν η γλώσσα της ιδεολογικής αυστηρότητας και ακαμψίας.
Ευχαριστώ που μ’ άκανες να το ψάξω.
> Η προφανής απάντηση θα ήταν ότι το λεξιλόγιο μιας γλώσσας αυξάνεται ανάλογα με τις επικοινωνιακές ανάγκες της γλωσσικής κοινότητας.
Όχι μόνο. Οι σκοποί της γλώσσας δεν είναι μόνο επικοινωνιακοί, είναι και κοινωνικοί: η γλώσσα είναι κατ’ εξοχήν κοινωνικό εργαλείο. Δεν αυξάνεται το λεξιλόγιο χάριν σαφήνειας ή εκφραστηκότητας, αλλά και χάριν εντυπωσιασμού. Αυτό το λένε πού και πού οι γλωσσολόγοι (και το ξέρουν και οι πιο αδαείς), αλλά μάλλον όχι όσο συχνά θα έπρεπε (γιατί σαν και τους πιο αδαείς, θα προτιμούσαν υποσυνείδητα να μην είναι έτσι, και το θεωρούν αυτό κατάχρηση του γλωσσικού εργαλείου).
Τα παραδείγματα στην τρέχουσα ελληνική είναι βέβαια άφθονα — ιδίως τα αρχαιόπληκτα και τα ξενόφερτα.
Nick, ναι, έχεις δίκιο. Δεν είχα σκοπό να περιγράψω εξαντλητικά τις αιτίες που οδηγούν στην εισαγωγή ή επινόηση νέων λέξεων ούτε τους μηχανισμούς αυτής της διαδικασίας. Στο κάτω κάτω το θέμα δεν το κατέχω. Απλώς επέλεξα μία παράμετρό του — την πιο προφανή, κατά τη γνώμη μου.
Νικ, βλ. πχ. τα απόλυτα συνώνυμα λευκός-άσπρος, ερυθρός-κόκκινος, μάτι -οφθαλμός που μας κληροδότησε η καθαρεύουσα και στη συνέχεια ο συμβιβασμός της λόγιας δημοτικής (Τα είπαμε τις προάλλες και στο άλλο μαγαζί)
Ο Σεφέρης μιλούσε για επαρχιωτισμό γις τις περιπτώσεις που χρησιμοποιείται ξένη λέξη στη θέση υπαρκτής και καθιερωμένης ελληνικής.
Ασχετοσχετικό, αλλά πού να πω τον πόνο μου!
Δε ξέρω αν πήρες είδηση τη νεκρανάσταση του μορφήματος -βόρος ως β’ συνθετικού. Το -βόρος του αιμοβόρος (μοβόρος) πέθανε σχεδόν μαζί με το βιβρώσκω και τη θέση του πήρε το -φάγος.
Το θέμα είναι οτι η νεκρανάσταση έγινε με αλλαγή στη σημασία: τέρμα η μάσα, ζήτω η κατανάλωση. Φτιάχτηκε λοιπόν το χρονοβόρος (time-consuming), λες και δεν υπάρχουν το αργός ή μακροχρόνιος. Ήρθε η κατανάλωση ενέργειας και νερού με τα ενεργοβόρος και υδροβόρος και τα νεοπλάσματα συνεχίζουν ακάθεκτα. Το δραχμοβόρος δε πρόλαβε να ευδοκιμήσει, γιατί φαγώθηκε απ’ το ευρό. Αλλά το κοστοβόρος, ρε παιδιά, που είναι τελικά και η αφορμή του σχολίου μου (το άκουσα χτες σε δελτίο ειδήσεων σικ καναλιού) δε μπορώ να το χωνέψω με τίποτα. Εκτός απ’ τον παραλογισμό στη σύνθεση, μια που ούτε τρως ούτε ξοδεύεις το κόστος αλλά φράγκα, χρησιμοποιείται στη θέση άλλοτε του δαπανηρός κι άλλοτε του ακριβός. Μα τόση γοητεία ασκεί το -βόρος.
Τα αποτελέσματα στο γούγλη είναι φτωχά, επειδή όμως χρησιμοποιείται στον οικον. τύπο αλλά και απο Αλογοσκούφη κλπ, με έχει πιάσει μια καρδιοβόρος αγωνία μήπως επικρατήσει εκτοπίζοντας υπαρκτές λέξεις.
Μαρία, με καθυστέρηση βλέπω το σχόλιό σου. Έχεις βέβαια δίκιο για το φριχτό κοστοβόρος, που παραπέμπει αορίστως σε αιμοδιψείς νομάδες από τις στέπες της Κεντρικής Ασίας. Από την άλλη, το χρονοβόρος έχει καθιερωθεί από χρόνια, και μου φαίνεται εύστοχο: ούτε το αργός ούτε το μακροχρόνιος αποδίδουν επαρκώς το time-consuming.
Κάτι τέτοια έχω ψαρέψει. Ναι τα άλλα είναι καθιερωμένα.
Δήλωση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών
στο περιθώριο του Συμβουλίου Ecofin
Βρυξέλλες, 12 Φεβρουαρίου 2008
Ο Υπουργός Οικονομίας και Οικονομικών κ. Γιώργος Αλογοσκούφης έκανε σήμερα το μεσημέρι στις Βρυξέλλες, στο περιθώριο των εργασιών του Συμβουλίου Ecofin, τις ακόλουθες δηλώσεις:
Στο Ecofin συζητήθηκαν επίσης τα θέματα των προγραμμάτων Σταθερότητας και Ανάπτυξης και υιοθετήθηκαν οι σχετικές αποφάσεις. Συζητήθηκε μια έκθεση της οικονομικής Επιτροπής για το περιβάλλον και τις οικονομικές επιπτώσεις των αποφάσεων που έχουμε πάρει για την προστασία του περιβάλλοντος –για το ποιος είναι ο λιγότερο κοστοβόρος τρόπος για την προστασία του περιβάλλοντος.
Το κοστοβόρος πάντως αν το σκεφτείς με την ετυμολογική σημασία, αυτός που τρώει κόστος, μπορεί να σημαίνει και φτηνός. Τζάμπα πράμα.
Το κοστοβόρος πραγματικά δεν το καταλαβαίνω, τη στιγμή μάλιστα που υπάρχει το δαπανηρός. Επίσης, δεν μπορώ να φανταστώ ποιαν (αγγλική ασφαλώς) λέξη φιλοδοξεί να μεταφράσει. Στα αγγλικά δεν ξέρω να υπάρχει cost-consuming.
Τι να πω. Το φτιάξανε ως αρχαιοπρεπές. Δεν είναι τυχαίοι αυτοί που το χρησιμοποιούν. Τις προάλλες το άκουσα να λέγεται αυτάρεσκα στο δελτίο του σκάι και όταν το γούγλισα έπεσα στο σάιτ του υπουργ. οικον. , σε μια επερώτηση της Συλβ. Ράπτη κλπ. Επίσημα χείλη που λέμε + οικον. τύπος.
Αλλά δε νομίζω να πιάσει.
Τιπού, εξήγησέ μου αν θέλεις ποια η διαφορά μεταξύ μακροχρόνιας και χρονοβόρας διαδικασίας.
Μαρία: νομίζω ότι το χρονοβόρος είναι αρνητικά φορτισμένο σε όλα τα περιβάλλοντα, ενώ το μακροχρόνιος όχι απαραίτητα. Οι διαδικασίες μπορεί να είναι μακροχρόνιες επειδή έτσι επιβάλλεται ή επειδή δεν γίνεται αλλιώς. Όταν όμως λέμε ότι οι διαδικασίες είναι χρονοβόρες, τότε νομίζω πως υπαινισσόμαστε ότι υπάρχει υπερβολική γραφειοκρατία ή ότι οι υπεύθυνοι κωλυσιεργούν κτλ.
Μερσί. Αρκεί να γίνεται αυτή η λεπτή διάκριση.
Επειδή ο λόγος για γλωσσικά μαργαριτάρια, θα ήθελα να θυμήσω την αλόγιστη και λανθασμένη χρήση της λέξης «διακύβευμα» που χρησιμοποιούν χωρίς να γνωρίζουν την έννοιά της. Ρωτάνε οι δημοσιογράφοι: «ποιό είναι το διακύβευμα των εκλογών;» (τι να εννοούν άραγε;) και οι πολιτικοί απαντούν χωρίς κι αυτοί να ξέρουν σε τι! Δεν άκουσα ούτε έναν να ρωτά: «τι εννοείτε;».