Επειδή τα κεσάτια του μαγαζιού μάλλον θα βαστήξουνε πολύ ακόμα, σκέφτηκα να ξεγλιστρήσω διά του αρραβώνος — με άλλα λόγια, να σκαρώσω άλλο ένα ιντεράκτιβ ποστ, προσκαλώντας τους εκλεκτούς αναγνώστες να μπούνε στο μαγαζί και να το κάνουνε καλοκαιρινό.
Υπάρχουνε μυθιστορήματα, διηγήματα, ποιήματα ή κινηματογραφικές ταινίες που η αρχή τους –η πρώτη τους φράση– μας εντυπώνεται στη μνήμη, έτσι που να τη θυμόμαστε ακόμα κι όταν έχουμε ξεχάσει το υπόλοιπο έργο. Ελάχιστοι, ας πούμε, έχουνε διαβάζει ολόκληρο το Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο, αλλά πολλοί θυμούνται την πρώτη του φράση («Longtemps, je me suis couché de bonne heure»). Οι αναγνώστες του Σεφέρη μάλιστα έχουμε ένα λόγο παραπάνω να τη θυμόμαστε, αφού ο ποιητής την έβαλε για μόττο στο «Piazza San Nicolò» (Ημερολόγιο Καταστρώματος Α’).
Πόσες ακόμα πρώτες φράσεις λογοτεχνικών (ή κινηματογραφικών) έργων έχουν τη δύναμη να εμμένουν; Να μας στοιχειώνουν, που λένε; Παρακάτω δίνω ένα μικρό δείγμα, πολύ πρόχειρο, από όσες τέτοιες αρχές μού έρχονται τώρα στον νού. Αν αγαπάτε, κάντε τις δικές σας προσθήκες στα σχόλια.
Αλεξάνδρου, Άρης, Το Κιβώτιο: «Σύντροφε ανακριτά, σπεύδω πρώτα απ’ όλα να σας εκφράσω την ευγνωμοσύνη μου για το χαρτί, το μελάνι και την πέννα που μου στείλατε με τον δεσμοφύλακα.»
Αξιώτη, Μέλπω, Δύσκολες Νύχτες: «Σήμερα περιμένω ένα σουβριάλι. Ασημένιο»
Βερν, Ιούλιος, Η μυστηριώδης νήσος: «Ανεβαίνουμε; –Όχι! Αντιθέτως! Κατεβαίνουμε! –Κάτι χειρότερο, κύριε Κύρο! Πέφτουμε!» («Remontons-nous ? – Non ! Au contraire ! Nous descendons ! – Pis que cela, monsieur Cyrus ! Nous tombons!»)
Βιζυηνός, Γεώργιος, «Το μόνον της ζωής του ταξίδιον»: «Ότε μ’ εστρατολόγουν δια το έντιμον των ραπτών επάγγελμα, ουδεμία υπόσχεσίς των ενεποίησεν επί της παιδικής μου φαντασίας τόσον γοητευτικήν εντύπωσιν, όσον η διαβεβαίωσις, ότι εν Κωνσταντινουπόλει έμελλον να ράπτω τα φορέματα της θυγατρός του Βασιλέως.»
Γκαρσία Μάρκες, Γκαμπριέλ, Ο έρωτας στα χρόνια της χολέρας: «Ήταν αναπόφευκτο: η μυρωδιά του πικραμύγδαλου τού θύμιζε πάντοτε τη μοίρα του ανανταπόδοτου έρωτα» («Era inevitable: el olor de las almendras amargas le recordaba siempre el destino de los amores contrariados»)
Γκίμπσον, Ουίλιαμ (William Gibson), Ο Νευρομάντης (The Neuromancer): «Ο ουρανός πάνω από το λιμάνι είχε το χρώμα τηλεόρασης συντονισμένης σε νεκρό κανάλι» («The sky above the port was the color of television, tuned to a dead channel»)
Γκρην, Γκράχαμ, Ο τρίτος άνθρωπος: «Ποτέ δεν ξέρεις πότε θα έρθει το χτύπημα» («One never knows when the blow may fall.»)
Δάντης, Θεία Κωμωδία: «Στο μεσοστράτι πάνω της ζωής μας | βρέθηκα σε σκοτεινιασμένο δάσος, | τι ο δρόμος ο σωστός ήταν χαμένος.» («Nel mezzo del cammin di nostra vita | mi ritrovai per una selva oscura, | chè la diritta via era smarrita»)
Έκο, Ουμπέρτο, Το νησί της προηγούμενης μέρας: «Κι όμως περηφανεύομαι για τον εξευτελισμό μου» («Eppure m’inorgoglisco della mia umiliazione»).
Θερβάντες, Μιγκέλ ντε, Δον Κιχώτης: «Σε ένα χωριό της Μάντσας, που τ’ όνομά του δεν έχω όρεξη να θυμηθώ, εδώ και όχι πολύ καιρό ζούσε ένας ιδαλγός από κείνους που έχουνε κοντάρι στην κονταροθήκη, ένα παμπάλαιο σκουτάρι, ένα κοκκαλιάρικο παλιάλογο κι ένα γρήγορο κυνηγόσκυλο» («En un lugar de la Mancha, de cuyo nombre no quiero acordarme, no ha mucho tiempo que vivía un hidalgo de los de lanza en astillero, adarga antigua, rocín flaco y galgo corredor.»)
Καβάφης, Κ. Π. «Απολείπειν ο θεός Αντώνιον»: «Σαν έξαφνα, ώρα μεσάνυχτ’, ακουσθεί | αόρατος θίασος να περνά».
Καββαδίας, Νίκος, Fata Morgana: «Θα μεταλάβω με νερό θαλασσινό | στάλα τη στάλα συναγμένο απ’ το κορμί σου»· Federico Garcia Lorca: «Ανέμισες για μια στιγμή το μπολερό | και το βαθύ πορτοκαλί σου μεσοφόρι»· A bord de l’ Aspasia: «Ταξίδευες κυνηγημένη από τη μοίρα σου | για την κατάλευκη μα πένθιμη Ελβετία».
Καμύ, Αλμπέρ, Ο ξένος: «Σήμερα πέθανε η μαμά. Μπορεί και χτες, δεν ξέρω.» («Aujourd’hui, maman est morte. Ou peut-être hier, je ne sais pas.»)
Καρκαβίτσας, Ανδρέας, «Η θάλασσα»: «Ο πατέρας μου –μύρο το κύμα που τον τύλιξε-– δεν είχε σκοπό να με κάμει ναυτικό.»
Κάφκα, Φραντς, Η μεταμόρφωση (Die Verwandlung): «Ένα πρωί στο κρεβάτι του, ξυπνώντας από ανήσυχα όνειρα, ο Γκρέγκορ Σάμσα είδε πως είχε μεταμορφωθεί σ’ ένα πελώριο ζωΰφιο» («Als Gregor Samsa eines Morgens aus unruhigen Träumen erwachte, fand er sich in seinem Bett zu einem ungeheueren Ungeziefer verwandelt.»)
Κάφκα, Φραντς, Η δίκη (Der Prozeß): «Κάποιος πρέπει να διέδωσε συκοφαντίες για τον Γιόζεφ Κ., γιατί δίχως να έχει κάμει τίποτα κακό, ένα πρωί ήρθαν και τον έπιασαν» («Jemand mußte Josef K. verleumdet haben, denn ohne daß er etwas Böses getan hätte, wurde er eines Morgens verhaftet.»)
Κορνάρος, Βιτσέντζος, Ερωτόκριτος: «Του κύκλου τα γυρίσματα που ανεβοκατεβαίνου | και του τροχού που ώρες ψηλά κι ώρες στα βάθη πηαίνου».
Λουντέμης, Μενέλαος, Ένα παιδί μετράει τ’ άστρα: «Ο αέρας φύσαγε σαν γύφτος»
Μαρξ, Κάρολος & Ένγκελς, Φρειδερίκος, Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος: « Ένα φάσμα πλανιέται πάνω από την Ευρώπη–το φάσμα του Κομμουνισμού» («Ein Gespenst geht um in Europa – das Gespenst des Kommunismus»).
Μέλβιλ, Χέρμαν, Μόμπι Ντικ: «Λέγε με Ισμαήλ» («Call me Ishmael»).
Μήτσορα, Μαρία, Σκόρπια Δύναμη: «Υπάρχουνε τρόποι να μπεις μέσα από ένα τοίχο μέσα σ’ έναν κήπο στο κορμί ενός άντρα στη ζωή μιας γυναίκας»
Μονκ, Ρέι, Λούντβιχ Βίτγκενσταϊν: «Γιατί θα πρέπει να λέμε την αλήθεια, αν είναι προς το συμφέρον μας να πούμε ψέματα;» («Why should one tell the truth if it’s to one’s advantage to tell a lie?»)
Μπουλγκάκοφ, Μιχαήλ, Ο Μαιτρ και η Μαργαρίτα: «Κάποτε την άνοιξη, την ώρα ενός απίστευτα ζεστού δειλινού, στη Μόσχα, στις λίμνες του Πατριάρχη, έκαναν την εμφάνισή τους δυο πολίτες» («Однажды весною, в час небывало жаркого заката, в Москве, на Патриарших прудах, появились два гражданина»).
Μπράντμπερι, Ρέι, Φάρεναϊτ 451 (Fahrenheit 451): «It was a pleasure to burn». (Αμετάφραστο, φυσικά!)
Ναμπόκοφ, Βλαντίμιρ, Λολίτα: «Λολίτα, φως της ζωής μου, φλόγα της ήβης μου. Αμαρτία μου, ψυχή μου.» («Lolita, light of my life, fire of my loins. My sin, my soul.») Το «φλόγα της ήβης μου» είναι ποιητικότατο, και ωραία αποδίδει το εξίσου ποιητικό fire of my loins, αλλά στα ελληνικά υπάρχει κίνδυνος παρερμηνείας (ήβη=εφηβική ηλικία). Πώς αλλιώς όμως να το πει κανείς; Κατά τα άλλα, οι εκπληκτικές παρηχήσεις του πρωτοτύπου –το LIght of my LIfe που ξαναγυρίζει ελαφρά παραλλαγμένο σαν FIre of my LOins, το LOins όπου ακούγεται μισοκρυμμένη η LOlita, το my Sin my Soul…–– χάνονται, δυστυχώς, αναπόφευκτα στη μετάφραση.
Ντίκενς, Κάρολος, Ιστορία δύο πόλεων (A Tale of Two Cities): «Ήταν η καλύτερη εποχή, ήταν η χειρότερη εποχή» («It was the best of times, it was the worst of times…»)
Ντοστογιέφσκι, Φιοντόρ, Το Υπόγειο (Записки из подполья): «Είμαι ένας άρρωστος άνθρωπος… Είμαι ένας μοχθηρός άνθρωπος» («Я человек больной… Я злой человек»)
Παπαδιαμάντης, Αλέξανδρος, «Στο Χριστό, στο Κάστρο»: «Το Γιάννη το Νυφιώτη και τον Αργύρη της Μυλωνούς τους έκλεισε το χιόνι απάν’ στο Κάστρο, τ’ ν πέρα πάντα, στο Στοιβωτό τον ανήφορο, τ’ ακούσατε;»
Πλαντ, Ζακ «Οι εραστές του Τερουέλ» («Les amants de Teruel»): «Ο ένας πλάι στον άλλον, κρατιούνται χέρι χέρι οι εραστές που συναντήθηκαν για να περπατήσουν δίπλα δίπλα» («L’un près de l’autre, | Se tiennent, les amants | Qui se sont retrouvés | Pour cheminer côte à côte.») Οι στίχοι τραγουδήθηκαν, πάνω στη μελωδία της «Όμορφης Πόλης», από την Εντίθ Πιαφ στην ταινία του Ραιμόν Ρουλώ Les amants de Teruel (1962). Οι υπαινικτικοί στίχοι του Jacques Plante εξαιρετικά υποβλητικοί.
Πούζο, Μάριο & Κόπολα, Φράνσις Φ., Ο Νονός (The Godfather): «Πιστεύω στην Αμερική… Η Αμερική με έκαμε πλούσιο… Και την κόρη μου τη μεγάλωσα αμερικάνικα» («I believe in America… America’s made my fortune… And I raised my daughter in the American fashion»)
Προυστ, Μαρσέλ, Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο: «Για πολύ καιρό πλάγιαζα νωρίς. Μερικές φορές, αμέσως μόλις έσβηνα το κερί, τα μάτια μου έκλειναν τόσο γρήγορα, ώστε δεν πρόφταινα να σκεφτώ: ”Αποκοιμιέμαι”.» («Longtemps, je me suis couché de bonne heure. Parfois, à peine ma bougie éteinte, mes yeux se fermaient si vite que je n’avais pas le temps de me dire : «Je m’endors.» »)
Ρίλκε, Ράινερ Μαρία, Οι σημειώσεις του Μάλτε Λάουριντς Μπρίγκε: «Ώστε λοιπόν εδώ έρχονται οι άνθρωποι για να ζήσουν, εγώ μάλλον θα ‘λεγα πως πεθαίνει κανείς εδώ. («So, also hierher kommen die Leute, um zu leben, ich würde eher meinen, es stürbe sich hier»).
Σελίν, Λουί-Φερντινάν, Ταξίδι στην άκρη της νύχτας (Voyage au bout de la nuit): «Έτσι άρχισαν όλα» («Ça a débuté comme ça.»)
Σκαρίμπας, Γιάννης, «Καϋμοί στο Γριπονήσι»: «Πάντα πικραμένος συλλογιόταν στο κατώφλι και πάντ’ αποσταμένος ο δόλιος: Σκυλοζωή η μαγκούφα»
Σκαρίμπας, Γιάννης, «Το θείο τραγί»: «Ένας αέρας φυσούσε κείνο το βράδυ, η δημοσά φειδοσέρντονταν ατελείωτη ––σαν μια αιωνιότη–– στο κάμπο, εβούιζαν οι καλαμιές, κρύο έκανε.»
Ταχτσής, Κώστας, Το Τρίτο Στεφάνι: «Δε μπορώ, όχι, δε μπορώ να την υποφέρω πια!…»
Τζόυς, Τζέιμς, Οδυσσέας: «Επιβλητικός και γεμάτος, ο Μπακ Μάλιγκαν ερχόταν απ’ το κεφαλόσκαλο κρατώντας ένα κύπελλο με αφρό ξυρίσματος, όπου είχε απιθώσει σταυρωτά ένα καθρεφτάκι κι ένα ξυράφι» («Stately, plump Buck Mulligan came from the stairhead, bearing a bowl of lather on which a mirror and a razor lay crossed.») Δεν έχω πρόχειρη τη μετάφραση του Καψάσκη, που μάλλον θα είναι λίγο καλύτερη απ’ τη δικιά μου (εδώ γέλως ακατάσχετος): όποιος την έχει, ας μας το γράψει.
Τόλκιν, Τζ. Ρ. Ρ. Το Χόμπιτ: «Σε μια τρύπα μες στο χώμα ζούσε ένα χόμπιτ» («In a hole in the ground there lived a hobbit»).
Τολστόι, Λεβ, Άννα Καρένινα: «Οι ευτυχισμένες οικογένειες είναι όλες ίδιες· κάθε δυστυχισμένη οικογένεια είναι δυστυχισμένη με τον δικό της ιδιαίτερο τρόπο» («Все счастливые семьи похожи друг на друга, каждая несчастливая семья несчастлива по-своему»)
Χάμετ, Ντάσιελ, Κόκκινος θερισμός: «Η πρώτη φορά που άκουσα να λένε Πόιζονβιλ την Πέρσονβιλ, ήταν από έναν κοκκινομάλλη αλήτη, ονόματι Χίκι Ντιούι, στο μαγαζί Μπιγκ Σιπ, στο Μπιουτ» («I first heard Personville called Poisonville by a red-haired mucker named Hickey Dewey in the Big Ship in Butte»)
Χόλιντεϊ, Μπίλι, Η κυρία τραγουδάει τα μπλουζ (αυτοβιογραφία): «Η μαμά κι ο μπαμπάς ήταν ακόμα παιδιά όταν παντρευτήκανε. Αυτός ήταν δεκαοκτώ χρονών, εκείνη δεκαπέντε κι εγώ τριών” («Mom and Dad were just a couple of kids when they got married. He was eighteen, she was fifteen, and I was three.»).
Ώστεν, Τζέην, Περηφάνια και Προκατάληψη (Pride and Prejudice): «It is a truth universally acknowledged, that a single man in possession of a good fortune, must be in want of a wife.» (Κι αυτό το αφήνω αμετάφραστο, γιατί δεν τολμώ να αναμετρηθώ με τόσο κομψή φράση. Αν τολμάτε, κάντε το εσείς!)
Ώστερ, Πωλ, Γυάλινη πόλη (City of Glass, το πρώτο μέρος της εξαίσιας New York Trilogy): «Μ’ ένα λάθος νούμερο άρχισαν όλα: το τηλέφωνο να χτυπάει τρεις φορές άγρια μεσάνυχτα, και μια φωνή να ζητάει κάποιον που δεν ήταν εκείνος» («It was a wrong number that started it, the telephone ringing three times in the dead of night, and the voice on the other end asking for someone he was not.»)
Ελπίζω να τον μεγαλώσουμε τον κατάλογο σύντομα — και κυρίως συνεταιρικά.
Υ.Γ. Μον ντιε, ένας γυμνός άνδρας στο μπλογκ μου! Αστυνομία!
Céline, Voyage au bout de la nuit: «Ça a débuté comme ça»
Νομίζω πως στα ελληνικά το μετέφρασαν «Να πώς άρχισε».
🙂
Βασίλης Ραφαηλίδης – Η μεγάλη περιπέτεια του Μαρξισμού:
¨Σκοτώστε τη μάνα σας όσο είναι ακόμα νέα, λέει ο σουρεαλιστής και κομουνιστής Πωλ Ελυάρ…¨
δυό μέρες έκανα να ξαναπιάσω το βιβλίο στα χέρια μου…
@artech, Βίκη: Ευχαριστώ πολύ! Βίκη, η προκλητική εισαγωγή του Β.Ρ. μάλλον δεν πιάνεται, γιατί είναι στην ουσία παράθεμα από άλλον συγγραφέα. Παρόλα αυτά, καλό είναι που την έχουμε εδώ στα σχόλια.
Ray BradBury, Farenheit 451: «It was a pleasure to burn»
AA: Εξαιρετικό: ευχαριστώ πολύ!
Call me Ishmael. Mόμπι Ντίκ, τοῦ Χέρμαν Μέλβιλ.
Κορνήλιε, θερμές ευχαριστίες και καλώς ήρθες κι απ’ το φτωχικό μας! Είμαι βέβαια ασυγχώρητος που δεν θυμήθηκα την αρχή του Μόμπι Ντικ. Το βάζω αμέσως στο κείμενο.
* Ένα φάντασμα πλανιέται πάνω από την Ευρώπη. (Μαρξ-Ένγκελς, Κομμουνιστικό μανιφέστο).
* Η πρώτη φορά που άκουσα να λένε Πόιζονβιλ την Πέρσονβιλ, ήταν από έναν κοκκινομάλλη αλήτη, ονόματι Χάκεϊ Ντιούι, στο μαγαζί Μπιγκ Σιπ, στο Μπιουτ (Ντάσιελ Χάμετ, Κόκκινος θερισμός).
* Ο πατέρας μου – μύρο το κύμα που τον τύλιξε – δεν είχε σκοπό να με κάμει ναυτικό. (Καρκαβίτσας, «Η θάλασσα» – από τα Λόγια της Πλώρης).
* Ο αέρας φύσαγε σαν γύφτος. (Λουντέμης, Ένα παιδί μετράει τ’ άστρα).
Νίκο, θερμότατες ευχαριστίες! Δεν αμφέβαλλα ότι, σαν κατ’ εξακολούθηση αναγνώστης που είσαι, θα έβρισκες κάμποσες αρχές να προσθέσεις στη συλλογή μας.
¨φαίνεται πως κάποια μαγικά πλάσματα δίνουν ραντεβού όταν έρχονται στον κόσμο αυτό¨ Φρέντυ Γερμανός – Έλλη Λαμπέτη
¨κι όμως, περηφανεύομαι για τον εξευτελισμό μου..¨ Εκο – Το νησί της προηγούμενης μέρας
– Ήταν αναπόφευκτο, η μυρωδιά από πικραμύγδαλα του θύμιζε άτυχους έρωτες. (Μαρκες, Ο έρωτας στα χρόνια της χολέρας)
-Εξοχικός δρόμος με δέντρο. Σούρουπο.
Εστραγκόν: Δε γίνεται τίποτα
Βλαδίμηρος: Αυτό αρχίζω να πιστεύω κι εγώ. (Μπέκετ, Περιμένοντας τον Γκοντό)
-Πάντα πικραμένος συλλογιόταν στο κατώφλι και πάντ’ αποσταμένος ο δόλιος: Σκυλοζωή η μαγκούφα. (Σκαρίμπας, Καϋμοί στο γριπονήσι)
Βίκη, Μέλεν, θερμές ευχαριστίες! Ενημέρωσα το κείμενο καταλλήλως.
Aujourd’hui, maman est morte. Ou peut-être hier, je ne sais pas. (Albert Camus, L’Étranger). (φυσικά από μετάφραση το είχα διαβάσει, αλλά τώρα πια δεν είμαι σίγουρος πώς ακριβώς μετέφραζε τη δεύτερη πρόταση: ‘Σήμερα πέθανε η μαμά. ‘Η ίσως χτες. Δεν ξέρω’)
«Η μαμά κι ο μπαμπάς ήταν ακόμα παιδιά όταν παντρευτήκανε. Αυτός ήταν δεκαοκτώ χρονών, εκείνη δεκάξι κι εγώ τριών» (Μπίλλυ Χόλιντεϋ, Αυτοβιογραφία)
«Λολίτα, φως της ζωης μου, φωτιά της ήβης μου» (Ναμπόκοφ, Λολίτα)
Κάποτε την άνοιξη, την ώρα ενός απίθανα ζεστού δειλινού, στη Μόσχα, στις λίμνες του Πατριάρχη, εμφανίστηκαν δυο πολίτες (Μπουλγκάκοφ, Ο Μαιτρ κι η Μαργαρίτα)
Ώστε λοιπόν εδώ έρχονται οι άνθρωποι για να ζήσουν, εγώ μάλλον θα ‘λεγα πως πεθαίνει κανείς εδώ. (Ρίλκε, Σημειώσεις του Μάλτε Λάουριντς Μπρίγκε)
Και: «Άνδρά μοι έννεπε μούσα πολύτροπον» κλπ., βέβαια. Προσωπική νότα: «Ου πολύ δέω χάριν έχειν, ω βουλή, τω κατηγόρω, ότι μοι παρεσκεύασε τον αγώνα τουτονί» (Λυσίας, Υπέρ αδυνάτου· για κάποιο λόγο μου έχει μείνει ολόκληρο κατεβατό στη μνήμη από το Λύκειο)
Αλεξάνδρου, Άρης, Το Κιβώτιο: «Σύντροφε ανακριτά, σπεύδω πρώτα απ’ όλα να σας εκφράσω την ευγνωμοσύνη μου για το χαρτί, το μελάνι και την πέννα που μου στείλατε με τον δεσμοφύλακα.» –1974
Μήτσορα, Μαρία, Σκόρπια Δύναμη: «Υπάρχουνε τρόποι να μπεις μέσα από ένα τοίχο μέσα σ’ έναν κήπο στο κορμί ενός άντρα στη ζωή μιας γυναίκας» –1982
Πριν πέντε χρόνια είχα σκεφτεί κάτι ανάλογο. Μοιάζουμε.
Κουκουζέλη, μόλις τώρα είδα το λίνκι στο παλιό σου ποστ! Δεν το είχα διαβάσει, εννοείται, αλλά η σύμπτωση μού φαίνεται εξαιρετική. Τόσον ξένοι και όμως τόσον κοντά: μήπως να γνωριστούμε καλύτερα; 🙂
🙂 μου έκανε κι εμένα εντύπωση! Και χάρηκα.
«-Αναβαίνομεν;
-Όχι.
-Καταβαίνομεν;
-Ούτε.
-Τότε;
-Πίπτομεν, κύριε Κύρο, πίπτομεν!»
Ιούλιος Βερν, Η μυστηριώδης νήσος. Από νεότερη μετάφραση το διάβασα, αλλά από αυτή την παλιά το θυμάμαι.
Ωραίος ο Βερν!
άλλο ένα,
Κορνάρος, Βιτσέντζος, Ερωτόκριτος: «Του κύκλου τα γυρίσματα που ανεβοκατεβαίνου/ και του τροχού που ώρες ψηλά κι ώρες στα βάθη πηαίνου»
«Εν αρχή ην ο Λόγος, και ο Λόγος ην προς τον Θεόν, και Θεός ην ο Λόγος» (Κατά Ιωάννην)
Ναι εντάξει, μόλις είδα στον τίτλο του ποστ ότι προφανώς αυτή η διάσημη αρχή υπονοείται ήδη…
Δημήτρη, Δύτη, Κουκουζέλη: Εσείς έχετε μεγάλα κέφια! Επειδή ταξιδεύω (τράνζιτ στο αεροδρόμιο βλέπω τα σχόλιά σας), θα ανεβάσω τα κείμενά σας –εξαιρετικά όλα!– μόλις μπορέσω. Σας ευχαριστώ πολύ!
Δύτα μοῦ ἔκλεψες τὶς μισὲς ἀρχὲς ποὺ εἶχα στὸ νοῦ. Κατεβαίνω λοιπὸν στὸν Πειραιᾶ μετὰ Γλαύκωνος τοῦ Ἀρίστωνος γιὰ νὰ μάθῃς! Ἂν καὶ νομίζω πὼς ἀπὸ τὶς πιὸ διάσημες ἀρχὲς εἶναι τὸ «Δαρείου καὶ Παρυσάτιδος γίγνονται παῖδες δύο». Καὶ ἀπὸ ν.ε. ποίσηι ὁ πι[ο διάσημος ἐναρκτήριος στίχος μᾶλλον εἶναι τὸ «Μαύρη εἶν’ ἡ νύχτα στὰ βουνά».
«Πέρα μακριά, στὰ ἀχαρτογράφητα τέλματα τῆς πιὸ μπανὰλ περιοχῆς τοῦ Δυτικοῦ Σπειροειδοῦς βραχίονα τοῦ Γαλαξία βρίσκεται ἕνας μικρός, ἀσήμαντος, κίτρινος ἥλιος.» ΄Γυρίστε τὸ Γαλαξία μὲ Ὠτοστόπ, τοῦ Ντάγκλας Ἄνταμς.
Κορνήλιε, το Μαύρη είν’ η νύχτα δεν έχω ξανακούσει να το ονομάζουνε ποίηση! Με κριτήρια διασημότητας, ο γνωστότερος πρώτος στίχος είναι μάλλον του εθνικού ύμνου. Αλλά δεν μας ενδιαφέρει πόσο διάσημη είναι η αρχή, μας ενδιαφέρει μάλλον η δύναμή της να εντυπώνεται.
ω! Μήτσορα Μαρία! ξέρει κανείς πού διότι δεν μπορώ να βρω
Απ ό,τι βλέπω το βιβλίο της (β’ ή γ’ έκδοση;) δεν έχει ακόμα εξαντληθεί: http://bit.ly/aEsZR1
Στὰ μισὰ τοῦ δρόμου τῆς ζωῆς σὲ δάσος βρέθηκα σκοτεινιασμένο. (Δάντης, Θεία Κωμῳδία)
Κορνήλιε, για άλλη μια φορά κατάφερα να μη σκεφτώ το προφανές: την αρχή της Θείας Κωμωδίας. Ευχαριστώ πολύ!
Τι βλάκας που είμαι! κοίταξα το αγαπημένο μου «Κάτω απ’ το ηφαίστειο» και δεν μου φάνηκε αξιομνημόνευτη η αρχή του (μια περιγραφή της οροσειράς κλπ.). Τώρα θυμήθηκα πως ένα από τα μότο είναι το In mezzo del camino de mi vita (το γράφω σωστά; )
Δύτη, το ιταλικό του Δάντη το έβαλα στο κείμενο: ρίξε μια ματιά, αν θες. Το Κάτω απ’ το ηφαίστειο το έχω αρχίσει κάμποσες φορές, αλλά δεν το κατάφερα. Τι λες, να επιμείνω; (Μόλις ανακάλυψα ότι υπάρχει ονλάιν εξαντλητικό υπόμνημα για το έργο: http://www.otago.ac.nz/english/lowry/index.html)
Οπωσδήποτε να επιμείνεις!
Φάουστ;
Πώς το ξέχασα;
«Ποτέ δεν ξέρεις πότε θα έρθει το χτύπημα» Γκράχαμ Γκρην, «Ο τρίτος άνθρωπος».
επίσης..
– αερίων επέων άρχομαι αλλ’ ονάτων, Σαπφώ
καθώς και
θα μεταλάβω με νερό θαλασσινό στάλα τη στάλα συναγμένο απ’ το κορμί σου, Καββαδίας
Αγαπητέ κύριε Τιπούκειτε
Εσάς Σάς τιμά που δεν τολμάτε να αναμετρηθείτε και Μένα σίγουρα δεν Μέ τιμά καθόλου αυτό που κάνω τώρα (έχω σχεδόν καταλήξει ότι η Κυρία είναι αμετάφραστη) αλλά παρόλα αυτά δέχομαι μια χαρά να εκτεθώ ενώπιον τού Ωραίου σας Ποστ μια που επί χρόνια εκτίθεμαι και στα μάτια Της ιδιωτικώς
(η μία εκδοχή είν’ αυτή) :
«Είναι μια αλήθεια παγκοσμίως γνωστή πως ένας κύριος, εργένης με λεφτά, σύντομα θα αναζητήσει και μια σύζυγο»
Αγαπητή Χάρη,
Πολύ καλή η εκδοχή σας! Να κάνω κι εγώ δειλά δειλά μια δοκιμή;
«Είναι γενικώς αποδεκτόν ότι ένας εργένης με σεβαστή περιουσία θα βρίσκεται οπωσδήποτε σε αναζήτηση συζύγου.»
Δεν μου πολυαρέσει, αλλά τόσο μπορώ.
σωστό και αυτό (θα έλεγα) ! Πάρτε πίσω μόνο τό -ν (δεν νομίζω ότι η Κυρία θα κατέφευγε αρχή-αρχή στην καθαρεύουσα όση ειρωνεία κι αν ήθελε να επιστρατεύσει) συνεπώς :
πάμε προς τρίτη εκδοχή – συμψηφιστική; = Είναι αλήθεια γενικώς αποδεκτή ότι ένας εργένης με σεβαστή περιουσία θα βρίσκεται οπωσδήποτε σε αναζήτηση συζύγου
;
p.s. τα σέβη μου στην καναδή γαλή
Χάρη, αυτό που δεν μου αρέσει στο «αλήθεια γενικώς αποδεκτή» είναι ότι, στα ελληνικά, μοιάζει με περιττολογία. Θα λέγαμε «είναι αδιαμφισβήτητη αλήθεια», «είναι γενικώς αποδεκτό», «κοινή διαπίστωση» ή κάτι τέτοιο. Αλλά το «αποδεκτή αλήθεια» από κάπου μπάζει: κάτι που έτσι κι αλλιώς είναι αλήθεια δεν έχει σημασία αν το αποδέχεσαι ή όχι, σημασία έχει αν το συνειδητοποιείς και το αντιλαμβάνεσαι. Το truth universally acknowledged αυτό, νομίζω, σημαίνει: αλήθεια που αναγνωρίζεται (=συνειδητοποιείται) από όλους.
Υ.Γ. Η γαλή ευχαριστεί και ανταποδίδει!
ἐγνωσμένη ἀλήθεια;
να μού επιτρέψετε απλώς να προσθέσω ότι αν επιμένω για τη λέξη «αλήθεια» είναι μονο και μόνο διότι τήν αναφέρει η ίδια η Ώστιν, και αρχή-αρχή κιόλας… κατά τ’ άλλα (νοηματικώς) : σύμφωνοι.
και δυο επιπλέον παρατηρήσεις, μια που τώρα τις είδα :
1 : η εναρκτήρια πρόταση τού Χαμένου Χρόνου! πώς μάς (και μού) διέφυγε, αλήθεια; (και σύμφωνα με τα λεγόμενα τού Ζάννα, ήταν και μεταφραστική εκδοχή τού Σεφέρη)
2 : λυπάμαι που το λέω αλλά η μετάφραση τού Καψάσκη στον «Οδυσσέα» δεν είναι και τόσο σπουδαία – για να μην πω «καθόλου» (τώρα, το ότι βραβεύτηκε…)
καληνυχτα/καλημέρα (αρμένικη επίσκεψη την έκανα τελικά την «πρώτη» και να με συμπαθάτε)
Cervantes Saavedra, Miguel de,El ingenioso hidalgo Don Quijote de la Mancha:»En un lugar de la Mancha, de cuyo nombre no quiero acordarme, no ha mucho tiempo que vivía un hidalgo de los de lanza en astillero, adarga antigua, rocín flaco y galgo corredor.»
Βιζυηνός,Γεώργιος,Το μόνον της ζωής του ταξίδιον:»Ό τε μ’ εστρατολόγουν διά το έντιμον των ραπτών επάγγελ-
μα…»
Σκαρίμπας,Γιάννης,Το θείο τραγί:»Ένας αέρας φυσούσε κείνο το βράδυ,η δημοσά φειδοσέρντονταν ατελείωτη -σαν μια αιωνιώτη- στο κάμπο,εβούιζαν οι καλαμιές,κρύο έκανε.»
Ροβέρτε Σιγηλέ, σε ευχαριστώ πάρα πολύ! Και καλώς μας ήρθες.
Το πρώτο που ήρθε στο μυαλό όταν είδα τον τίτλο ήταν το «I believe in America».
Αλλά αφού με πρόλαβες, τα υπόλοιπα:
Καββαδίας Νίκος: Τρόχισε κείνα τα σπαθιά του λόγου που μ΄αρέσουν.
Γκαϊφύλιας: Και οι σκλάβοι τότε φώναζαν o tempora, o mores
Μικρούτσικος-Τριπολίτης, Δίκοπη ζωή: Μα δεν υπάρχει δρόμος να διαβούνε, γιατί ποτέ δεν ήταν ποιητές, το χώμα που πατούν να προσκυνούνε
Άγγελε Εξάγγελε, καλώς ήρθες! Όλοι οι στίχοι που αναφέρεις είναι ασφαλώς αξιομνημόνευτοι (πιο πολύ του Καββαδία και του Γκαϊφύλλια), αλλά δεν είναι πρώτοι στίχοι. Ή κάνω λάθος;
«Γιατί να λέει κανείς την αλήθεια, όταν τον συμφέρει το ψέμα;»
Ray Monk, Ludwig Wittgenstein
Μ. Προυστ, Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο: Για χρόνια πλάγιαζα νωρίς. Μερικές φορές, μόλις έσβηνα το κερί, τα μάτια μου έκλειναν τόσο γρήγορα, ώστε δεν πρόφταινα ν’ αναλογιστώ: » Mε παίρνει ο ύπνος».
Αγαπητή Παντεσπάνη,
Καλώς ήρθατε! Το τσιτάτο από τον Μονκ είναι εξαιρετικό, και το ανέβασα αμέσως. Την αρχή του Χαμένου Χρόνου την είχα υπαινιχτεί στον πρόλογο του ποστ, αλλά την ανεβάζω κι αυτήν ευχαρίστως, expressis verbis.
Το μπλογκ σας δεν το ήξερα: είναι ωραιότατο, ευγευστότατο και χρησιμότατο, και θα σας επισκεφτόμαστε συχνά από δω και μπρος!
Διαβάζοντας ξανά τις μεταφράσεις των ξενόγλωσσων χωρίων μου φάνηκε πως η μετάφραση των πρώτων στίχων της Θείας Κωμωδίας στηρίχτηκε στη μετάφραση του Καζαντζάκη. Ο Καζαντζάκης είχε μεταφράσει:
«Στο μεσοστράτι απάνω της ζωής μας
σε σκοτεινό πλανέθηκα ρουμάνι,
τι ‘ταν ο δρόμος ο σωστός χαμένος»
Αγαπητέ Κουκουζέλη, δεν είχα μπροστά μου τη μετάφραση του Καζαντζάκη (στο πόδι, άλλωστε, τη σκάρωσα τη δική μου, και της φαίνεται). Την είχα διαβάσει πολύ παλιά (φοιτητής, νομίζω), αλλά δεν αποκλείεται να μου έμεινε από τότε, χωρίς πια να συνειδητοποιώ το δάνειο. Κρυπτομνησία δεν το έλεγε ο μακαρίτης ο Λιγνάδης;
Με βρήκες χωμένο στο μπλογκ της/του pantespani.
Ωραίο πράμα οι κρυπτομνησίες!
Χάρη (στο 01:57): Η γαλή σας ευχαριστεί για την αρμένικη και σας παρακαλεί να την επαναλάβετε! Για τη μετάφραση του Καψάσκη είμαι πρόθυμος να αλλάξω γνώμη: μπορείτε να επανέλθετε, αν θέλετε.
Την αρχή του Χαμένου χρόνου μάς τη θύμισε η Παντεσπάνη, και την έβαλα πρόθυμα στο κείμενο.
Ναι Τιπούκειτε (ιδού επανερχόμενη το λοιπόν!) (αν και λίγο βιαστική τώρα) έχετε δίκιο : την είχατε αναφέρει, και μάλιστα σε άμεση συνάρτηση με τον Σεφέρη (αφηρημάδα μου…) Παντως να προσθέσω κιόλας (αν και φαίνεται κι απ’ τις ημερομηνίες) ότι εγώ την «θυμήθηκα» από το σχόλιο τής Παντεσπάνης
Για την μετάφραση τού Καψάσκη μπορεί να πούμε και τίποτα παραπάνω καμιά φορά…
(υγ: η εκδοχη τής πρώτης φράσης τού Προυστ όπως λέει ο Ζάννας ότι την πήρε από τον Σεφέρη είναι η υπό Παντεσπάνης αναφερθείσα «Για χρόνια πλάγιαζα νωρίς»).
Έχεις απόλυτο δίκιο. Με συνεπήρε το συναίσθημα και βγήκα εκτός θέματος
..ως συνήθως 🙂
Προς υπεράσπισή μου όμως πρέπει να αναφέρω ότι στη Δίκοπη Ζωή οι στίχοι που αναφέρω, μπορεί να μην είναι πρώτοι αλλά είναι τελευταίοι και οι πρώτοι είναι επίσης από τους αγαπημένους μου
Απ’ το κακό και τ’ άδικο διωγμένος…
Το έσωσα;
» Η υλική της πραγματοποίση [ενν. της ιστορίας που ακολουθεί] αποτελείται ουσιαστικά από μια πλάγια προβολή της πραγματικότητας πάνω σ’ ένα παραμορφωμένο επίπεδο αναφοράς με ακανόνιστους κυματισμούς. Όπως βλέπετε, πρόκειται για βολικό σύστημα, και το συνιστώ ανεπιφύλαχτα.»
Απόσπαμα απο τον πρόλογο του Μπορίς Βιαν στον «Αφρό των ημερών». Είναι το πρώτο που μου ερχεται στο μυαλό όταν σκέφτομαι αυτο το βιβλίο.Δεν είναι βέβαια η πρώτη φράση του μυθιστορήματος, άρα δεν ικανοποεί τους όρους που έθεσες, αλλά το καταθέτω ελπίζοντας σε μια πιο ευρεία ερμηνεία τους από μέρους σου!!
Αγαπητέ Τιπούκειτε νομίζω ότι με τον Καββαδία όλοι οι πρώτοι στίχοι σου μένουν για πάντα και θυμάσαι και το επόμενο ποιημα.
Αν και θα ξεχώριζα από το Federico Garcia Lorca το
«Ανέμισες για μια στιγμή το μπολερό και το βαθύ πορτοκαλί σου μεσοφόρι»
από το «Γράμμα σ’ένα ποιητή» το «Ξέρω εγώ κάτι που μπορούσε Καίσαρ να σε σώσει» και φυσικά από το Kuro Siwo «Πρώτο ταξίδι έτυχε ναύλος για το Νότο…» Ειδικά όταν κάθε ταξίδι τυχαίνει ναύλος για το νοτο. Α! και να μην ξεχάσω από το A bord de l’ Aspasia «ταξίδευες κυνηγημένη από τη μοίρα σου». Και συνεχίζω, «Σαν έξαφνα, ώρα μεσάνυχτ’, ακουσθεί
αόρατος θίασος να περνά» Απολειπειν ο θεός Αντώνιον, «Λούζεται η αγάπη μου στον Γουαδαλκιβίρ» από το ποίημα του Λορκα που μελοποίησε ο Λεοντής και ένα τελευταίο που είναι και τελευταίος στίχος και όχι πρώτος: Μπολιβάρ, είσαι ωραίος σαν Ελληνας.
Α! και να μην ξεχάσω τον πρώτο στίχο από τους Amants de Teruel: «L’un près de l’autre se tiennent les amants» και σταματώ εδώ γι απόψε μόνο.
Βουλαγξ, Ιμμορταλιτέ, καλώς μου ήρθατε. Και έχετε και έμπνευση! Ευχαριστώ πολύ για τα εν αρχή: θα τα ανεβάσω αμέσως μόλις μπορέσω. Ελπίζω να τα λέμε πλέον και από δω!
Αχ, ο Μπολιβάρ!!! Φανταστικός! Βλέπω εκτός από Έκο και πολλές επιρροές του Έκο (στο εκκρεμές του Φουκώ εμφανίζονται πολλά από τα παραπάνω).
Να σημειώσω κι εγώ λοιπόν:
‘Α, τι ωφελεί χωμένος μέχρι το λαιμό στη λάσπη να κρατάς τα νύχια των χεριών σου καθαρά;’ Μπ.Μπρεχτ
και
‘Ιδού τα σύννεφα του Εγγονόπουλου!’ Ε.
‘Το ουσιώδες είναι που έσκασε’ ΚΠΚαβάφης
δεν είναι αρχές, είναι μάλλον τέλη, αλλά αυτά μου εντυπώθηκαν… 😉
«Last night, I dreamt I went to Manderley again. It seemed to me I stood by the iron gate leading to the drive, …»
Η αρχή στο ‘Ρεβέκα» της Δάφνης ντυ Μωριέ, είναι από τις πιο απομνημονευμένες αρχές λογοτετχνήματος, τουλάχιστον της Αγγλικής Λογοτεχνίας. Κοινοτυπώ;
«Τα σπίτια που είχα μου τα πήραν»
Σεφέρης, Κίχλη
«Ο ουρανός πάνω από το λιμάνι θύμιζε τηλεόραση συντονισμένη σε κανάλι χωρίς εκπομπή».
William Gibson, Νευρομάντης
Mambo Tango, εξαιρετικό! Παίρνει προαγωγή για το ποστ.
Από εδώ έπρεπε να είχαμε αρχίσει: It was a dark and stormy night.
Δύτη των Νιπτήρων, έχεις απόλυτο δίκιο. Προτείνω να γίνεις πρόεδρος του Συλλόγου (που σκοπεύω να ιδρύσω) για την Αποκατάσταση και Διαιώνιση του Σνούπυ.
«Σε μια τρύπα στο χώμα, ζούσε κάποτε ένα χόμπιτ.»
«In a hole in the ground, there lived a hobbit.»
J.R.R.Tolkien, The Hobbit.
Από τις λίγες «πρώτες φράσεις» που θυμάμαι (μαζί με όλη την πρώτη παράγραφο, οφείλω να πω). Την ελληνική μετάφραση την ψάρεψα κάπου στο δίκτυο διότι δεν την έχω, ελπίζω ότι ψάρεψα τη σωστή.
«Όταν ξύπνησε, ο δεινόσαυρος βρισκόταν ακόμα εκεί.»
«Cuando despertó, el dinosaurio todavía estaba allí.»
Augusto Monterroso, El dinosaurio.
Πρώτη και τελευταία φράση του περίφημο μικροαφηγήματος του Αουγούστο Μοντερρόσο «Ο δεινόσαυρος».
Οφείλω επίσης να πω πως όταν πρωτοείδα το ποστ, μου ήρθε αμέσως στο μυαλό η πρώτη φράση από τον Ξένο του Καμύ.
Μια που βάλαμε το «Μαύρη είν’ η νύχτα στα βουνά», μήπως οφείλουμε να βάλουμε και «Των εχθρών τα φουσάτα περάσαν, σαν το λίβα που καίει τα σπαρτά»?
Για να μην προσθέσω και το «Επέσατε θύματα αδέρφια μου εσείς» και κατηγορηθώ πλέον για πολιτική προπαγάνδα.
🙂
Αόρατη Μελάνη: Αν βάλεις ΚΑΙ Των εχθρών τα φουσάτα ΚΑΙ το Επέσατε θύματα, τότε θα κατηγορηθείς για αριστεροδεξιά προπαγάνδα, και ποιος σε σώζει!
In a hole in the ground there lived a hobbit.
Από τις πλέον αξιομνημόνευτες, θαρρώ, φίλτατε συμπολίτα
Καλωσορίσατε, φιλτάτη συμπατριώτισσα! Σωστή η πρόταση, τη δεχόμαστε ασμένως και την προάγουμε στο ποστ.
Κύριε Τιπούκειται, συγγνώμη που ενοχλώ, αλλά την ίδια φράση είχα προτείνει κι εγώ τρία σχόλια παραπάνω (μαζί με μια ακόμη), και τώρα βλέπω ότι «το σχόλιό μου περιμένει έγκριση». Μήπως δεν το είδατε?
Κυρία Αόρατη Μελάνη, έχετε δίκιο και να με συμπαθάτε. Το σχόλιό σας το απελευθέρωσα έπειτα από ηρωική μάχη με τον Ακισμέτη. Ευχαριστώ πολύ!
Δεν, δεν, το φύλλο δεν
δεν, δεν το δέν-τρο (Τηλέμαχος Χυτήρης-το ΘΕΜΑ)
Έσκυψα και τον φίλησα τρυφερά και του είπα, μην κλαις αγάπη μου (Δήμητρα Λιάνη Παπανδρέου-10 χρόνια και 54 ημέρες)
Όταν κάτι το θες πάρα πολύ ολόκληρο το σύμπαν συνωμοτεί για να το αποκτήσεις (Άγγελος Μπασινάς-Μότο ζωής)
Δεν ήθελα χρήματα και βιο, ήθελα σύνταμα για την πατρίδα μου (ΟΕΔΒ-Συλλογικό ασυνείδητο και λογοτεχνία)
Όου φωκ μι Μπομπ, φωκ μι (Ανδρέας Εμπειρίκος- Μέγας Ανατολικός)
-Πάμε παιδιά τον έφαγα το Γιαγκούλα, βαράτε και τους άλλους
-Μου κλάσατε τ’αρχίδια κύριε Μοίραρχε (Βασίλης Ι. Τζανακάρης-Τα παλικάρια τα καλά σύντροφοι τα σκοτώνουν)
Να αγαπάς την ευθύνη, να λες εγώ μονάχος μου θα σώσω τον κόσμο (Νίκος Καζαντζάκης-Υπνοθεραπεία)
Και πγάγματι είχε παγατηγηθεί ότι οι κουκουνάγες όχι μόνον μπορούσαν να δημιουγγήσουν πολλαπλά μέτωπα αλλά και να αναζωπυγώσουν ήδη σβησμένα (Γεώργιος Ράλλης-Ώγες Ευθύνης)
Ένας καλός λόγος, αν είναι τίμιος και θαρραλέος, πάντα μπορεί να ωφελήσει εκείνους που αισθάνονται την ανάγκη βοήθειας από κάποιον που τον δίδαξε πολλά η ζωή με τις εμπειρίες και τις δοκιμασίες της (Ευάγγελος Παπανούτσος-Το μαρτύριο της προετοιμασίας για την Έκθεση στις πανελλαδικές)
Τζώνη Μπι, καλώς ήρθες! Εξαιρετικά όλα, πολύ γέλιο!
Όταν θέλεις κάτι παρα πολύ, ολόκληρο το σύμπαν κάνει την πάπια. (Μάνος Βουράκης, «Φάδερ ημών»).
(Εντάξει κλέβω, δεν είναι η πρώτη φράση, είναι η ατάκα που βάζουν στην σελίδα πριν την αρχή του βιβλίου, εκεί που σου κοτσάρει ο συγγραφέας κάποιο υποτιθέμενα σοφό quotation. Αλλά όταν βλέπω αυτό με το σύμπαν που συνομωτεί υποτίθεται για να έχω εγώ τη γκόμενα που επιθυμώ τόσο πολύ, ενώ κλάνει κανονικά το παιδάκι που πεθαίνει από την πείνα γιατί μάλλον δεν επιθυμεί αρκετά μια μπουκιά φαγητό, δεν μπορώ παιδιά, να με συγχωρείτε.)
Υπάρχει και το «Όταν θέλεις κάτι πάρα πολύ, ολόκληρο το σύμπαν συνωμοτεί για να το έχει κάποιος άλλος.», αλλά δε θυμάμαι ποιος το είπε.
Αόρατη Μελάνη, μου άρεσαν πολύ και οι δύο, χμ, πώς να πω, επαναδιατυπώσεις τής γνωστής νιου έιτζ παπαριάς.
Προφανώς το νιου έιτζ σύμπαν συμπαθεί ιδιαίτερα τον κ. Κοέλιο, αφού τού έχει δώσει απλόχερα ό,τι εκείνος επιθυμούσε πάρα πολύ.
Ο Καπετάν Μιχάλης έτριξε τα δόντια όπως το συνηθούσε όταν τον καβαλίκευε ο θυμός· ξεπρόβαλε από τα χείλια του το δεξό του σκυλόδοντο και φέγγρισε ανάμεσα από τα μαύρα μουστάκια του… «Ο ΚΑΠΕΤΑΝ ΜΙΧΑΛΗΣ» Ν. ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ
g.z., ευχαριστούμε πολύ!
Λίγες οι νύχτες με φεγγάρι που μ’ αρέσαν.
Γιώργος Σεφέρης, «Τελευταίος σταθμός»
Ωραίο!
Καλημέρα!
Λέγε με Ισμαήλ!
(Λέγε με Idom)
Καλό καλοκαίρι!
All human beings are born free and equal in dignity and rights.
Καλό, ε;
Σάς έκανα να γελάσετε! 😦
(Εντάξει, είπατε έξω οι διασιμότητες, αλλά όλο το κείμενο είναι ωραίο και … σαν παραμύθι…
Δηλαδή, ως παραμύθι…
Δηλαδή…)
Idom
Ω κοινόν αυτάδελφον Ισμήνης κάρα…
Μα δε μου λέτε: αυτό το «κοινόν αυτάδελφον» δεν είναι πλεονασμός ή κάτι τέτοιο;
Μού θύμιζε συνεταιρισμό αυτοκινήτων, η «Ισμήνη», στο σχολείο…
Α, θυμήθηκα και αυτό:
Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος, καὶ ὁ Λόγος ἦν πρὸς τὸν Θεόν, καὶ Θεὸς ἦν ὁ Λόγος.
Νομίζω ότι πληροί τις προϋποθέσεις που έθεσες, αγαπητέ Τιπούκειτε.
Πολλοί θεωρούν το όλο κείμενο παραμύθι (aka: μυθιστόρημα),
η αρχή του έχει εντυπωθεί στη μνήμη μας (με την αρωγή των εικόνων τού Χριστούλη) – μπορεί και στο ντϊενέι μας, πια –
οι περισσότεροι δεν είναι σίγουροι για ποιο α κ ρ ι β ώ ς «βιβλίο» πρόκειται
και πολλοί που το γνωρίζουν, δεν έχουν διαβάσει όλο το βιβλίο!
Ξεχάσαμε τον κινηματογράφο.
When I stepped out into the bright sunlight, from the darkness of the movie house, …
The Outsiders
Francis Ford Coppola
Freude, schöner Götterfunken, Tochter aus Elisium, …
Άσμα που έχει σαρώσει τα μποξ όφισεζ!
Όπως έχω δείξει σε παλαιότερη εργασία μου, οι στίχοι είναι τού Πίνδαρου και η μουσική επένδυση τού Ορφέα.
JohnyB, εξαιρετική συλλογή, αλλά τα περισσότερα δεν βρίσκονται στην αρχή κειμένων.
Ουπς! Τον Ισμαήλ, τον ανέφερε ο Κορνήλιος…
Συγνώμη!