Έπειτα από έξι σχεδόν μήνες αργία και καθισιό (ναι, καλά), ο Τιπούκειτος προκοπήθηκε επιτέλους να στρωθεί να γράψει τίποτα καινούργιο. Αλλά επειδή το χούι είναι κάτω απ’ την ψυχή, το πρώτο που του ήρθε είναι να γκρινιάξει, ως συνήθως.
Διαβάζω στην πολυλατρεμένη μου Ελευθεροτυπία της 24ης Μαΐου ρεπορτάζ του Μακάριου Δρουσιώτη για τα αποτελέσματα των προχτεσινών βουλευτικών εκλογών στην Κύπρο. Πριν καλά καλά μπω στο νόημα, αρχίζουν και με βρίσκουν κατακέφαλα οι ελληνικούρες. «Ο ΔΗΣΥ εξήλθε», λέει, «πρώτο κόμμα», ενώ «ο μόνος χαμένος είναι το Ευρωπαϊκό Κόμμα, που έπεσε δύο μονάδες και απώλεσε μία έδρα.» Ο φτωχός ο αναγνώστης κινδυνεύει να απολέσει τ’ αβγά και τα πασκάλια, ενώ φοβάται ότι θα του εξέλθει η πίστη μέχρι να τελειώσει το άρθρο.
Λίγο παρακάτω, διαβάζουμε: «Ο ΔΗΣΥ προσδοκούσε ότι ο συνασπισμός ΑΚΕΛ-ΔΗΚΟ δεν θα ήταν σε θέση να εκλέξει πρόεδρο της Βουλής και θα έδινε στο κόμμα τη δυνατότητα να κάνει συμμαχίες εν όψει των προεδρικών του 2013. Ωστόσο, αυτό δεν κατέστη εφικτό, παρά την άνοδο των ποσοστών του ΔΗΣΥ.» Πολιτική είναι η τέχνη του εφικτού· (ελληνική) δημοσιογραφία είναι η τέχνη του περιδιαγραμμάτου.
Η εκδρομή αυτή δεν έχει τέλος. Λίγες αράδες παρακάτω μας περιμένει τρίτο χτύπημα: «Στα συν του κυβερνητικού συνασπισμού είναι η αποδυνάμωση της ομάδας του υιού του Τάσσου Παπαδόπουλου. Αν και ο Νικόλας Παπαδόπουλος, ο οποίος πίεζε για αποχώρηση του ΔΗΚΟ από την κυβέρνηση, κατετάγη πρώτος με διαφορά στους σταυρούς προτίμησης…» κτλ. Εδώ πια κάνουμε σεάνς, καλούμε το πνεύμα του αθάνατου Μποστ και εμπνευσμένοι από τη Μούσα του αναφωνούμε έμπλεοι ενθουσιασμού:
Πρώτος με δηαφοράν ο υός καταταγέντος,
ις πιέσης δεν προβένη δι’ απωχόρησην τοιάφτην.
Ίνε πλέων Νυκολάκις θριαμβέβον εκλαιγέντος,
μην τον πέρνεται διά παρα–κατιανών εμπορροράφτην.
Τς τς τς, έτσι παθθαίννουσιν οι Κυπραίοι άμαν παν να καλαμαρίσουσιν…
Μπα, νομίζω ότι ο Δρουσιώτης είναι πλέον επίτιμος καλαμαράς — εξού και οι απαραίτητες ελληνικούρες, οι οποίες είναι πλέον απαραίτητο να κοσμούν τα πονήματα των εγκυροτέρων ελλήνων δημιοσιογράφων.
Έξελθε καταραμένε ΔΗΣΥ για να μην σε εξέλθω εγώ -που έλεγε και ο Μεγαλέξαντρος του Σπαθάρη.
Δύτη, έτσι όπως τα λες.
Στο μετεωρολογικό δελτίο του ΡΙΚ, η θερμοκρασία πάντοτε «αναμένεται να ανέλθει» ή «να κατέλθει» στους τόσους βαθμούς. Η θερμοκρασία εδώ στο ωραίο νησί ποτέ δεν πέφτει, ούτε ανεβαίνει — μόνο κατέρχεται και ανέρχεται. (Ανήλθα εις την πιπεριά, μαυρομάτα μ’ και ξανθιά κτλ.)
Εδώ πάλι:
της μοίρας ήτανε γραφτό μια νύχτα να κατέλθ’
στα κρύα βουνά του Κόσοβου τ’ αεροπλάνο Στελθ
ΚΟΡΥΦΑΙΟ! Δεν το ήξερα, ευχαριστώ πολύ!
Στο 08.39
Το κατέλθ’-Στελθ μού θυμίζει το κορυφαίο Λεξικό Αντιτρομοκρατικό του Γιώργου Τσακνιά. Στο λήμμα γιάφκα ο λεξικογράφος αναφέρει ότι τη συγκεκριμένη λέξη δεν την αγαπούν οι ποιητές, επειδή κάνει ρίμα μόνο με τον Κάφκα. Εξαίρεση, λέει, αποτελεί το παρακάτω δίστιχο άγνωστου ρουμελιώτη ποιητή:
«Τ’ άρματα μ’ κι τα ρουχαλάκια μ’ τ’ άφκα
κι λάκισα πλαλώντα από τη γιάφκα»
Θα μπορούσε να ριμάρει και με τον ΛΑΦΚΑ 🙂
Και μια που μας έφερε η κουβέντα στον Τσακνιά, σας προτείνω το μπλογκ του: http://shinecast.wordpress.com/
Εξήλθε εκ της κάλπης εννοείται, για τους κουμπάρους.
Ο Τάσσος έχει διάδοχο! Δεν το ήξερα.
Τιπού, πρόκειται για το ίδιο πρόσωπο;
http://fotoart.gr/nea/dt/2006/elia/index.html
Μαρία, πιθανότατα πρόκειται για τον ίδιο Γ. Τσακνιά, δεν είμαι σίγουρος όμως.
Καλώς εισήλθες πάλι τού βλογίου σου Τιπούκειτε και ελπίζω να μην Μάς εξέλθεις, εκ νέου και επί χρόνου μακριού
δοθείσης επίσης εξαιτίας σου τής ευκαιρίας επεσκέφθ’ και τα Τσακνο/βλογ/γιουτούμπια και πολύ τα εχάρηκ’
(επίσης ωραία και τα καλαμαρικά Μου φαντάζομ’)
😀
Καθυστερημένος -με διάφορες έννοιες. Ναι είναι ο ίδιος. Γιος του Σπύρου Τσακνιά ποιητή κριτικού.
Σου απονέμεται επαξίως ο τίτλος του Μεγάλου Ληξιάρχου του κυβερνοχώρου.
Μεγάλε Ληξίαρχε, ευχαριστούμε πολύ!
Σεμνή απάντηση (που ελάχιστα ταιριάζει με το ήθος μου 😀 ): Τον τίτλο κατέχει επάξια και ντοκουμενταρισμένα η Μαρία. Εγώ απλώς συμβαίνει να έχω συγκεντρώσει κάποιες πληροφορίες λόγω παρατεταμένης παρουσίας στο χώρο.
Ναι, ο Τσακνιάς αυτός είναι όντως. Η δε πιστοποιήση έγινε ανήμερα των γενεθλίων του, 8/6. Ευχαριστεί τον εφέντη ληξίαρχο για το ακριβές των πληροφοριών άμα δε και τη σεμνότητά του, ζηλεύει που δεν σκέφτηκε το ΛΑΦΚΑ εγκαίρως, έμπλεξε άσκημα διότι τώρα ψάχνει άλλη μία ρίμα ώστε να μπορεί να συμπληρωθεί τετράστιχο και, τέλος, δηλώνει ότι φτερνίστηκε κατ’ επανάληψη, όσο τον συζητούσατε.
Γιώργο Τσακνιά, καλώς μας ήρθες! Ευχαριστούμε για τη ληξιαρχική επιβεβαίωση και χρόνια σου πολλά με διήμερη καθυστέρηση! Ελπίζω να ετοιμάζεις κανέναν καινούργιο Τσέχοφ, γιατί τα Ψάρια μού άρεσαν πολύ, μα πάρα πολύ.
ἐκτὸς ἀπὸ τὸ ἐξῆλθε τἆλλα τὰ ἐγκρίνω.
Κρίμα δεν είναι, βρε Κορνήλιε, να μείνει το εξήλθε παραπονεμένο; Προτείνω μάλιστα να επεκτείνουμε τη χρήση του και σε άλλες εκφράσεις της καθημερινής ζωής, που τώρα μαγαρίζονται από το χυδαίο «βγαίνω». Ας πούμε, «μου εξήλθε ο κώλος», «φτου και εξέρχομαι», «πότε θα εξέλθουμε για κανα καφέ;», «ο Χάρος εξήλθε παγανιά», «πήγανε να μου τη φέρουνε αλλά δεν τους εξήλθε», «ο Χ εξήλθε στο κλαρί», «μου εξήλθε το χέρι να πλένω και να σιδερώνω», «να σου εξέλθουν τα μάτια», «α, μη μου την εξέρχεσαι από δεξιά», «με τέτοιες ελληνικούρες εξέρχομαι από τα ρούχα μου» κτλ.
και το κλασικο «καλλιτερα να σου εξελθη το … ονομα παρα ο οφθαλμος» !!
Επίσης, καράβια εξήλθαν στη στεριά και πήρανε τα όρη.
Ὁ ὀφθαλμὸς μπορεῖ νὰ μὴν ἐξέρχεται πάντως ἐξορύττεται.
ἀλλὰ τὰ ἐπιχειρήματα τοῦ τύπου «μοῦ ἐξῆλθε ὁ κῶλος» μοῦ θυμίζουν Κ. Πλεύρη ἀπὸ τὴν ἀνάποδη. Ὁ ὁποῖος γράφει περίπου ὅτι ἀφ’οὗ λέμε φωτιὰ καὶ ὄχι πῦρ, πρέπει νὰ λέμε φωτιοσωλῆνας καὶ ὄχι πύραυλος κλπ.
Κορνέιγ, όπως καλώς αντιλαμβάνεσαι (ελπίζω) αυτό δεν είναι επιχείρημα. Αν ντρέπεσαι να πεις «βγαίνω», επειδή το θεωρείς χυδαίο, μοιραία θα καταλήξεις σε γλωσσικά εξαμβλώματα σαν του Δρουσιώτη και των ομοίων του («εξήλθε πρώτο κόμμα στις εκλογές» κτλ.).
Τώρα, οι παπαριές του Πλεύρη δεν είναι κάν πρωτότυπες (όχι βέβαια ότι θα περίμενε κανείς το αντίθετο): μηρυκάζουν απλώς «επιχειρήματα» του επιπέδου της Κεχριμπάρας και του Παλιοκουβέντα.
Δήλωση απόφοιτου:
«Στη σχολή ψυχολογίας θα ήθελα να εισέλθω»
Ε, είδε ξαφνικά το δημοσιογραφικό μαρκούτσι μπροστά του το παιδί και τα ‘χασε. Σου λέει, ας τα πω δημοσιογραφίστικα, μη με πάρουνε και γι’ αγράμματο.
γιατί μοιραῖα; τὸ «ἐξέρχομαι» ἐννοεῖται ὅτι δὲν ἀντικαθιστᾷ πάντα τὸ «βγαίνω»τῆς δημοτικῆς, ἰδίως στὶς μεταφορικές του χρήσεις.
Ξεχάσατε το σπουδαιότερο: εξήλθαμε από τον προυπολογισμό, όπως λέει και η Τρόικα!
Εξήλθαν και τα διαλυτικά από τον προϋπολογισμό!