Feeds:
Δημοσιεύσεις
Σχόλια

Archive for Νοέμβριος 2008

ΠΑΡΑΜΠΛΑΙΦΡΟΣ

Όταν έχεις να κάνεις με τέτοια επείγοντα περιστατικά (βλ. φωτό ανωτέρω), η μόνη λύση είναι να φωνάξεις τον υπερασπιστή των ανορθόγραφων που βαριακούν κιόλας, τον Fonetic Man: «Φοηδάτε με, καλέ κύριε, έχω βυχατέρα, συμπεφέρα, αβερφάκια, τι φα γίνω;»


(Σκίτσο του Ariel Molvig από τον New Yorker της 25ης Αυγούστου 2008)

Για να σοβαρευτούμε πάντως λιγάκι, η μεταβίβαση της ηχηρότητας από ένα ηχηρό σύμφωνο (β, γ, δ) στο γειτονικό του «δασύ» (άηχο τριβόμενο, φ, χ, θ) είναι φαινόμενο αρκετά διαδεδομένο και τεκμηριωμένο στη νέα ελληνική, τόσο στην Κοινή όσο και σε διαλέκτους. Κάπως έτσι η θυγατέρα έγινε δυχατέρα. Κάπως έτσι, στα κυπριακά, το θωρώ έγινε χωρώ, ενώ το χωρώ φωρώ (εκεί να δεις τρέλα). Όσο για την αντικατάσταση των άηχων φατνιακών τριβόμενων (θ) από άηχα χειλοδοντικά τριβόμενα (φ), που τη διαπιστώνουμε μεταξύ άλλων στο μεταβαιρφίκαμε, είναι γνωστή από την παιδική γλώσσα (φέλω αντί για θέλω), ενώ αποτελεί κανόνα, λ.χ., στα ρωσικά κύρια ονόματα που αποτελούν δάνεια από την ελληνική. Κάπως έτσι δηλαδή ο Θεόδωρος έγινε Φιοντόρ, ο Τιμόθεος Τιμοφέι (θυμηθείτε τις τρελές πλάκες που κάνει ο Ναμπόκοφ στο Pnin με την αδυναμία του ρώσου εμιγκρέ ήρωά του, του Τιμοφέι Πνιν, να προφέρει το θ: «I haf nofing, I haf nofing left») και ο Θεόκτιστος γέννησε το επώνυμο Φεοκτίστοφ.

Όσοι λοιπόν βάλατε τα γέλια (όπως κι εγώ άλλωστε) με την ταμπέλα του μάστορη πιο πάνω, ξανασκεφτείτε το!

Read Full Post »

ΑΦΟΥ ΣΕ ΖΑΛΙΖΕΙ, ΓΙΑΤΙ ΕΠΙΜΕΝΕΙΣ;

Στην εφημερίδα Τα Νέα (τη γνωστή σεμνή Λαμπρακειάδα) κάποιος άγνωστος σε μένα δημοσιογράφος σκαρφίζεται κάθε μέρα κι από ένα σύντομο και, υποτίθεται, καυστικό και χιουμοριστικό σχολιάκι για την επικαιρότητα. Προσωπικά, τα σχόλια αυτά τα βρίσκω σχεδόν πάντοτε κρύα κι ανάλατα, αλλά δεν είναι αυτό το θέμα μας.

Το θέμα μας είναι ότι ο εν λόγω ανώνυμος δημοσιογράφος έχει πάρει αέρα εσχάτως και παριστάνει τον σοφολογιώτατο (με ωμέγα ο υπερθετικός, παρακαλώ, για να έχει και το ανάλογο βάρος). Σήμερα, για παράδειγμα, σε μια προσπάθεια σχολιασμού της όζουσας επικαιρότητας (με τους εκβιασμούς, τις μεταβιβάσεις οικοπέδων και τα συναφή), ο νους του ελλογιμωτάτου κατέβασε το εξής απίστευτο: «Ο φίλος τω φίλω εν οικοπέδω γιγνώσκει…»

Μάλιστα, κύριε πρόεδρε, όπως σας τα λέω: «ο φίλος ΤΩ ΦΙΛΩ εν οικοπέδω γιγνώσκει». Οι αρχαιότεροι –στους οποίους ο Τιπούκειτος δηλώνει κατηγορηματικά ότι ΔΕΝ συγκαταλέγεται, διότι βρίσκεται ακόμη στην τρυφερά ηλικία των τριάντα έξι Μαΐων, άντε το πολύ πολύ Ιουνίων– θα θυμούνται το περίπυστο και περιλάλητο αναγνωστικό του Ζούκη, με το οποίο πρωτοβαπτίζονταν στα νάματα της Μίας και Ενιαίας οι μαθητές της Α’ Γυμνασίου. Μία από τις πρώτες φρασούλες που μπουκώνονταν τα μαθητούδια (μαζί με τα σχεδόν παροιμιώδη πλέον Πιστεύω τω φίλω και Λύκος διώκει αμνόν) ήταν και το Πιστόν φίλον εν κινδύνοις γιγνώσκεις. Αυτή τη φράση, προφανώς, επιχείρησε να παραλλάξει ο συντάκτης, αλλά έφαγε τα μούτρα του, διότι εκείνο το ρημάδι το γιγνώσκω πάει με αιτιατική και μόνο με αιτιατική και ουδέποτε με δοτική. Αλλά, βλέπετε, η δοτική είναι, όπως και να το κάνουμε, αρχαιοπρεπεστέρα πάσης άλλης πτώσεως, γεμίζει ο στόμας σου ένα πράμα, οπότε ο καλός δημοσιογράφος υπέκυψε αμαχητί στα κάλλη της.

Πλην όμως, όπως λέει (σχεδόν) και το παλιό ανέκδοτο, αφού σε ζαλίζει, ρε φίλε, γιατί επιμένεις; Δεν αφήνεις τα γκομενιλίκια με τη δοτική, να γυρίσεις στο σπιτάκι σου και στη γυναικούλα σου την αιτιατική, που την ξέρεις και την κουλαντρίζεις;

Υ.Γ. Βρήκα εδώ, στο φόρουμ κάποιων τρελαμένων ελληνοτέτοιων (εμ, τι άλλο;) την πρώτη παράγραφο από το αναγνωστικό του Ζούκη. Την αντιγράφω, έτσι για να μαθαίνουν οι παλαιότεροι και να θυμούνται οι νεότεροι.
Πιστεύω τῷ φίλῳ. Πιστὸν φίλον ἐν κινδύνοις γιγνώσκεις. Ὁ φίλος τὸν φίλον ἐν πόνοις καὶ κινδύνοις οὐ λείπει. Τοῖς τῶν φίλων λόγοις ἀεὶ πιστεύομεν. Εἰ κινδυνεύετε, ὦ φίλοι, τοὺς τῶν ἀνθρώπων τρόπους γιγνώσκετε· οἱ μὲν γὰρ ἄπιστοι φίλοι οὐ μετέχουσι τοῦ κινδύνου, οἱ δὲ πιστοὶ συγκινδυνεύουσι τοῖς φίλοις. Πιστοῖς φίλοις μᾶλλον ἣ χρυσῷ καὶ ἀργύρῳ πιστεύομεν.
Αγαπητοί αναγνώσται, βοήθειά σας.

Read Full Post »

URBAN NOMAD

Αν έχετε εφτάμισι λεπτά καιρό και δεν ξέρετε τι να τα κάνετε, σας προτείνω το παρακάτω μικρομηκάκι του Ορέστη Λάμπρου, παραγωγής 2006.

Εκτυλίσσεται στη Λευκωσία και έχει για κεντρικό πρόσωπο έναν ανώνυμο αγαθούλη γεράκο που οργώνει την πόλη με τα πόδια –σε ένα προκαθορισμένο, εννοείς, δρομολόγιο. Επισκέπτεται, λογουχάρη, το θρυλικό σαντουιτσάδικο του Γιαπανά, ένα αγνώστου ταυτότητος καφενείο όπου του σερβίρουν μπίρα, και βέβαια τον ιππόδρομο ή, καταπώς λεν οι κουμαρτζήδες ντόπιοι, τους αππάρους (εκ του ιππάρια, για να πούμε και το γλωσσολογικό μας).

Αυτό που βρίσκω πολύ πολύ ενδιαφέρον είναι ότι ο γεράκος δεν μοστράρει ούτε για υπαρξιστής ούτε για ξεμεινεμένος χίπης ούτε για τίποτα τέτοιο. Το αντίθετο μάλιστα: τρωγοπίνει χαρούμενα, περηφανεύεται που τα ριάλλια του είναι μπόλικα (μας τα δείχνει κιόλας), πληρώνει μέχρι δεκάρας τον λογαριασμό που έκανε (αν και κάποτε δέχεται ευχαρίστως κεράσματα), παίζει στον ιππόδρομο και χάνει, αλλά δεν πειράζει. Είναι, στ’ αλήθεια, αυτό που λέει ο εμπνευσμένος τίτλος της ταινίας: urban nomad, νομάδας της πόλης. Μόνον όταν νυχτώσει πια αποφασίζει να το κόψει για το σπίτι του, και μάλιστα με τα πόδια (πάω έσσω μου παρπατητός, λέει στην τελευταία σκηνή της ταινίας).

Σας προειδοποιώ ότι ο πρωταγωνιστής (α) έχει κακή άρθρωση και (β) μιλάει εξτρίμ κυπριακά. Ευτυχώς, η ταινία έχει αγγλικούς υποτίτλους (ακριβείς, όσο μπορώ να δω)! Παρακολουθήστε την, αν αγαπάτε, και πείτε μου τι νομίζετε.

Read Full Post »

ΜΑΚΑΒΡΙΑ ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ

Όσοι έχουνε την κακή συνήθεια να με διαβάζουνε συχνούτσικα, θα ξέρουνε βέβαια πως με βγάζει απ’ τα ρούχα μου, με κάνει τούρκο, μου τη σπάει άγρια η αλόγιστη χρήση εισαγωγικών (δείτε, ας πούμε, εδώ, εδώ, εδώ και εδώ). Το φαινόμενο μοιάζει να παίρνει διαστάσεις όλο και πιο ανησυχητικές, ιδιαίτερα στην έντυπη και ηλεκτρονική δημοσιογραφία (καταπώς λέει και ο κ. Ευαγγελάτος). Για να λέμε του στραβού το δίκιο, όπως μου έχουν επισημάνει πολλοί φίλοι, ίσως δεν πρέπει κανείς να τα βάζει αδιακρίτως με τους έλληνες δημοσιογράφους (αν και δεν υπάρχει ευγενέστερο άθλημα από το κυνήγι ελλήνων δημοσιογράφων), γιατί πολλές φορές ο ένοχος δεν είναι ο συντάκτης του κειμένου, αλλά ο λεγόμενος τιτλατζής, δηλαδή ο προφανέστατα αναλφάβητος αχαρακτήριστος, που έχει για αρμοδιότητα τη σύνταξη των τίτλων.

Οι φίλοι πιθανώς έχουν δίκιο: είναι πράγματι πολύ μεγαλύτερη η συχνότητα με την οποία τα αδικαιολόγητα, καταχρηστικά εισαγωγικά εμφανίζονται στον τίτλο παρά στο σώμα του κειμένου. Δεν νομίζω όμως ότι το επιχείρημα αυτό μετριάζει καθόλου τη σοβαρότητα του φαινομένου. Αν μη τι άλλο, όσοι συνηθίζουν, για να μη χάνουν τον χρόνο τους, να διαβάζουν τους τίτλους μονάχα των δημοσιευμάτων (σ’ αυτούς ανήκει και ο υποφαινόμενος) κινδυνεύουν να εξοικειωθούν με το νοσηρό φαινόμενο, έτσι που να μην τους ενοχλεί πια, όπως λογουχάρη η μπόχα της Κόλασης παύει κάποτε να ενοχλεί τον Δάντη και τον Βιργίλιο (στο ενδέκατο canto, νομίζω).

Ακόμα κι εγώ, για παράδειγμα, κοντεύω να συνηθίσω τα εισαγωγικά που αγκαλιάζουν ασφυκτικά το ρήμα φεύγω, όταν χρησιμοποιείται, συνηθέστατα στο τρίτο ενικό του αορίστου («έφυγε»), για να δηλώσει ευφημιστικά την προς Κύριον εκδημίαν, την εις τας αιωνίους μονάς μετοικεσίαν, τον θάνατο τελοσπάντων. Δεν είμαι σίγουρος τι σκοπιμότητα εξυπηρετούν, στο αρρωστημένο μυαλό του συντάκτη ή του τιτλατζή, τα εισαγωγικά εδώ. Προφανώς, θέλουν να επισημάνουν τη μεταφορική χρήση του φεύγω (για τον horror metaphorae δείτε εδώ): μη νομίσεις, ηλίθιε αναγνώστη, ότι ο μεταστάς έφυγε για να πάρει τσιγάρα στο περίπτερο. Όχι: «έφυγε» για το «μεγάλο ταξίδι», για τη «γειτονιά των αγγέλων», για «την άλλη όχθη» και άλλα τέτοια αηδέστατα που επινοούν οι δημοσιογράφοι, λες και ο δήθεν ευφημισμός θα θίξει λιγότερο τον εκλιπόντα, ή λες και απευθύνονται σε νήπια, που τρομάζουν όταν πρωτοσυνειδητοποιούν ότι είμαστε όλοι μελλοθάνατοι.

Οι κατά τεκμήριο ανεγκέφαλοι έλληνες δημοσιογράφοι (τώρα και οι τιτλατζήδες) δεν αντιλαμβάνονται βέβαια ότι τα δήθεν διακριτικά (και οπωσδήποτε υποκριτικά) εισαγωγικά με τα οποία θεωρούν καθήκον τους να περικυκλώνουν το έφυγε καταλήγουν μακάβρια: όχι, ο μεταστάς δεν έφυγε στην πραγματικότητα, παρά είναι εδώ μαζί μας, δίπλα μας, απέθαντος σαν τους βρικόλακες. Ορίστε λοιπόν πόσο εύκολα η διακριτικότητα μπορεί να μεταστοιχειωθεί σε μακάβριαν αδιακρισία και προσβολή του νεκρού: όλα τα καταφέρνει ο έλληνας δημοσιογράφος.

Read Full Post »

ΙΣΤΟΡΙΑ

Δεν συμβαίνει συχνά να ζούμε ιστορικές στιγμές, ή εν πάση περιπτώσει ιστορικές στιγμές που δεν συνδέονται με πολέμους, καταστροφές και θανάτους. Η αποψινή βραδιά ήταν ευφρόσυνη εξαίρεση σ’ αυτόν τον κανόνα. Πενήντα τρία χρόνια μετά τη γενναία, λιτή πράξη πολιτικής ανυπακοής της Ρόζας Παρκς, σαράντα χρόνια μετά τη δολοφονία του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ και είκοσι χρόνια μετά την εκλογική αποτυχία του Τζέσσε Τζάκσον, οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής έχουν τον πρώτο μαύρο πρόεδρο της ιστορίας τους.

Συμπαθάτε με αν συγκρίνω ανόμοια μεγέθη, αλλά όταν στοχάζεται κανείς την ασύλληπτη πολιτική πρόοδο της επάρατης Αμερικής μέσα σε μία μόλις πεντηκονταετία, δεν μπορεί να μη σκεφτεί επίσης πως την ίδια πεντηκονταετία η γαλανή μας πατρίδα την πέρασε δίχως να καταφέρει να απεμπλακεί από τον φαύλο κύκλο των Καραμανλή-Παπανδρέου (αν εξαιρέσει βέβαια κανείς την οπερατική επταετία των αφρόνων πραιτωριανών).

Τέτοιες στιγμές, και όχι την 11η Σεπτεμβρίου, είναι που θα θέλαμε όλοι να είμαστε Αμερικανοί.

I CELEBRATE myself,
And what I assume you shall assume,
For every atom belonging to me, as good belongs
to you.

I loafe and invite my soul,
I lean and loafe at my ease, observing a spear of
summer grass.

Update: Δείτε και τι γράφει σήμερα ο Τόμας Φρίντμαν στους Τάιμς της Νέας Υόρκης. Τα λέει λίγο καλύτερα από μένα (εδώ γέλως ακατάσχετος). Επίσης, δείχνει με απλό και πειστικό τρόπο ότι το ταγκό (της αλλαγής) χορεύεται με δύο.

Read Full Post »