Οι τρόποι με τους οποίους εμπλουτίζεται το λεξιλόγιο μιας γλώσσας είναι πολυαριθμότατοι. Οι τεχνικοί όροι (που τώρα πια εισάγονται, ως μεταφραστικά δάνεια ή αμετάφραστοι, από ξένες γλώσσες, ως επί το πλείστον τα αγγλικά) ή γενικότερα η ορολογία των τεχνών και των επιστημών ανήκουν μάλλον στις στις συνηθέστερες και πιο προβλέψιμες κατηγορίες νέων λέξεων. Ωστόσο, η πολιτογράφηση νέων λέξεων γίνεται και από πηγές περισσότερο απρόβλεπτες. Μία από αυτές υφίσταται μόνο την τελευταία εκατονταετία: εννοώ τον κινηματογράφο. Αρκετές λέξεις ή εκφράσεις της καθημερινής ομιλίας έχουν την καταγωγή τους σε συγκεκριμένες κινηματογραφικές ταινίες ή στον τρόπο με τον οποίο ντύνονταν ή ξυρίζονταν οι αστέρες του σινεμά.
Ακολουθεί ενδεικτική καταγραφή μερικών από τα λεξιλογικά στοιχεία που μπήκαν στη γλώσσα μας (και σε άλλες) χάρη στην τεράστια διάδοση του κινηματογράφου.
1. Ζιβάγκο
Όλοι ξέρουμε βέβαια ότι οι μπλούζες ζιβάγκο, οι μάλλινες μπλούζες με ψηλό λαιμό που ταυτίστηκαν στην Ελλάδα με το πρώιμο ΠΑΣΟΚ, ονομάστηκαν έτσι επειδή στην ταινία του Ντέιβιντ Λην Δόκτωρ Ζιβάγκο (David Lean, Doctor Zhivago) ο πρωταγωνιστής Ομάρ Σαρίφ φόραγε σε κάποια σκηνή μια ωραία γκρίζα ζιβάγκο, γιατί είναι αφόρητος ο ρημάδης ο ρωσικός χειμώνας.
Καλά, και πριν να βγει η ταινία πώς τις έλεγαν αυτές τις μπλούζες; Οι παλιότεροι μού λένε ότι τις έλεγαν ψαράδικες ή μπλούζες του ψαρά — αλλά δεν έχω τρόπο να το εξακριβώσω αυτό. Στα σχόλια πάντως ο Πετεφρής σημειώνει ότι οι “ψαράδικες” (ή “κολλεγίου”, όπως τις έλεγαν πολλοί και όπως τις ξέρω εγώ) είχαν ευρεία οριζόντια λαιμόκοψη. Τα πουλοβερ “Ζιβάγκο” τα λέγανε, κατά τις πληροφορίες του Πετεφρή, “με γυριστό γιακά” η “ναυτικά” επειδή έμοιαζαν με τα στρατιωτικά των καταδρομών, από κινηματογραφικά έργα, ή από τον περίφημο “ναυτικό με το τσιμπούκι” που φορούσε μιάν αρχαία “ζιβάγκο” και κοσμούσε πληθος σπιτιών του μεταπολεμου. Το ενδιαφέρον πάντως είναι ότι, όσο γνωρίζω, παρόμοια λέξη με παρόμοια σημασία δεν υπάρχει σε άλλη ευρωπαϊκή γλώσσα (αυτό βέβαια το λέω με κάθε επιφύλαξη, και διορθώστε με, αν κάνω λάθος). Στα αγγλικά της Αυστραλίας, για παράδειγμα, patons zhivago λέγεται ένα είδος μάλλινου νήματος για πλέξιμο. Υπάρχει και το zhivago sweater jacket, που απομιμείται το στυλ των παραδοσιακών ρώσικων πανωφοριών — αλλά απ’ ό,τι φαίνεται προορίζεται μόνο για γυναίκες.
2. Κλουζώ. Στη γλώσσα μας (και, όσο γνωρίζω, μόνο σ’ αυτήν) το όνομα του θρυλικού αστυνομικού επιθεωρητή έχει γίνει συνώνυμη του ανίκανου αστυνομικού («οι Κλουζώ της ΕΛ.ΑΣ.» κτλ.).
3. Μασίστας
Μάλλον παλιοκαιρισμένη λέξη, που σημαίνει για τον υπερβολικά χεροδύναμο και χρησιμοποιείται θαυμαστικά. Μασίστας λεγόταν ο πρωταγωνιστής αναρίθμητων ιταλικών ταινιών της πλημμύρας (ελληνιστί μπι μούβις). Δείτε αυτό για να πάρετε μια ιδέα:
Στη Βίκη βλέπω με έκπληξη ότι η λέξη έχει ελληνική αρχή. Ο διασημότερος γεωγράφος της αρχαιότητας, ο Στράβων, περιγράφοντας την Ήλιδα, μνημονεύει (8.3.21) ιερό του Μακιστίου Ηρακλέους, όπου το επίθετο Μακίστιος δηλώνει προφανώς γειτνίαση με τον Μάκιστον (ή Πλατανιστούντα), χωριό της περιοχής, ή με την ευρύτερη περιοχή της Μακιστίας. Ωστόσο, ισχυρίζεται η Βίκη, ο πρώτος τόμος του ιταλικού Dizionario universale archeologico-artistico-technologico, που εκδόθηκε το 1858, έδινε το Macistius ως ένα από τα πολλά λατρευτικά επίθετα του Ηρακλή (Ercole), ενώ στον δεύτερο τόμο (1864) το υποτιθέμενο επίθετο του Ηρακλή εμφανίζεται εξιταλισμένο με τη μορφή Maciste, λέξη που ερμηνεύεται λανθασμένα ως «uno del soprannomi d’Ercole» («ένα από τα παρατσούκλια του Ηρακλή»). Τώρα, ο μετέπειτα Μασίστας των ιταλικών ταινιών λεγόταν αρχικά Ercole (αυτό ήταν, λέει πάντοτε η Βίκη, το όνομά του στο πρώτο σχεδίασμα του σεναρίου της ταινίας Cabiria, 1914). Ωστόσο, ο πολύς (και επιφανής φασίστας) Γκαμπριέλε Ντανούντσιο (Gabriele D’Annunzio), που ανέλαβε την αναθεώρηση του σεναρίου, αποφάσισε να κάνει επίδειξη ευρυμάθειας και ονομάτισε τον ήρωα της ταινίας Maciste, θεωρώντας (βάσει, πιθανότατα, του ιταλικού λεξικού που αναφέραμε πιο πάνω) ότι το όνομα είναι, απλώς, ένα πιο περιδιαγραμμάτου συνώνυμο τού «Ηρακλής». Έτσι ο Μασίστας ξαναήρθε στη γλώσσα μας μέσω Θηβών (ή μάλλον μέσω Πεσκάρας, που ήταν η γενέτειρα του Ντανούντσιο).
4. Μεροκάματο του τρόμου
Όπως μου υποδεικνύει η αγαπητή Ιμμορταλιτέ στα σχόλια, η έκφραση φαίνεται να γεννήθηκε το νωρίτερο το 1953, όταν δηλαδή προβλήθηκε η κλασική ταινία του Ανρί Κλουζό (Henri-Georges Clouzot), Le salaire de la peur. Σίγουρα η λέξη δεν λημματογραφείται σε παλιότερα λεξικά, ας πούμε στου Δημητράκου.
5. Μπέιμπι Ντολ
Πρόκειται, ως γνωστόν, για ενδυματολογικό έγκλημα, που κάποτε το θεωρούσαν σέξι, και θα έλπιζε κανείς ότι έχει κρεμαστεί ανεπιστρεπτεί στη γκαρνταρόμπα της ιστορίας. Πλην φευ, υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις ότι το μπέιμπι ντολ ζει και βασιλεύει:
Τι να κάνουμε. Εμάς αυτό που κυρίως μας ενδιαφέρει είναι ότι η λέξη μπέιμπι ντολ μπήκε στη γλώσσα μας (αλλά και στην αγγλική γλώσσα, και σε άλλες ασφαλώς) γύρω στα τέλη της δεκαετίας του ’50, όταν έκανε πάταγο η ταινία Baby Doll (1957), σε σενάριο Τενεσί Ουίλιαμς και σκηνοθεσία Ηλία Καζάν. Στην ταινία εκείνη, Μπέιμπι Ντολ ήταν το χαϊδευτικό όνομα του πρωταγωνιστικού νυμφιδίου (πρόγονου, κατά κάποιον τρόπο, της πολύ διασημότερης Λολίτας), που είχε συμφωνήσει με τον κατά πολύ μεγαλύτερο σύζυγό της να του χαρίσει ό,τι πολυτιμότερο είχε μόλις συμπλήρωνε τα είκοσί της χρόνια. Η μικρή βεβαίως δεν είχε καμία πρόθεση να τηρήσει τη συμφωνία, οπότε … η συνέχεια επί της οθόνης, που λέγανε κάποτε.
Ορίστε και σκηνή από την ταινία, όπου πρωταγωνιστεί το μπέιμπι ντολ –– συνδυασμός από κιλοτάκι («εν είδει φουφούλας», όπως γράφει και ο Πετεφρής στα σχόλια) και κοντής νυχτικιάς που φοριόταν από πάνω:
6. Νονός
Στη φράση «Νονός της Μαφίας» (ή άλλων εγκληματικών οργανώσεων), με τη σημασία «επικεφαλής», «ιθύνων νους», capo di tutti capi. Η λέξη γνώρισε μεγάλη διάδοση μετά την προβολή της ομότιτλης ταινίας του Κόπολα (1972), αλλά η χρήση μαρτυρείται ήδη από το 1962 και τις περίφημες συνεδριάσεις της Επιτροπής του αμερικανικού Κογκρέσου για τη διακίνηση ναρκωτικών (δείτε παρακάτω, στο λήμμα του Oxford English Dictionary).
Η λέξη μαρτυρείται και σε άλλες γλώσσες (αγγλικά, γαλλικά, ιταλικά) με την ίδια σημασία· προφανώς, η καταγωγή της είναι από την αμερικάνικη σλανγκ των μαφιόζων. Αντί για άλλο σχόλιο, παραθέτω εδώ τμήμα από το σχετικό λήμμα του Oxford English Dictionary.
c. (Freq. with capital initial.) One of the leaders of the American Mafia; the head of a ‘family’, a ‘don’; spec. [after the film The Godfather by Francis Ford Coppola (1972), based on the novel by Mario Puzo (1969)], the leader of the American Mafia, the ‘boss of all bosses’. Also transf. slang (orig. U.S.).
1963 Illicit Narcotics Traffic: Hearings Comm. Govt. Operations (88th U.S. Congress, 1 Sess.) 184 Are you the godfather of any other member ‘made’ since then? 1972 N.Y. Times Mag. 4 June VI. 91/1 Just to run down the names of the nearly dozen capos{em}all subordinate to the family boss, or godfather, as he is also called{em}heading the different regimes within the family..illustrates what this investigator means when he says the Colombo combine is deep into ‘everything’. 1974 Times 15 Jan. 2/5 [The] London restaurant owner..said to have been known as ‘The Godfather’ in a drug smuggling ring, was jailed. 1978 N.Y. Times 13 Feb. A12/1 Some critics say the I.R.A. has become a children’s army… The youngsters, they say, are manipulated by a little band of experienced ‘godfathers’ who make the plans but never risk their own lives. 1984 Sunday Times (Colour Suppl.) 4 Nov. 38/3 In America one can catch the same faces on trade union leaders, corporate executives, mafia godfathers, mafia lieutenants, some congressmen and..some of President Reagan’s close advisers.
7. Ντόλτσε Βίτα
Όπως σωστά μου θυμίζει ο αγαπητός Δύτης των Νιπτήρων, η έκφραση ντόλτσε βίτα (γλυκιά, ανέμελη ζωή, καλοπέραση) προέρχεται από την ομότιτλη ταινία του Φελίνι (1960), ιδιαίτερα δημοφιλή στην Ελλάδα.
Από την ίδια ταινία προήλθε και η λέξη παπαράτσι, που διαδόθηκε κυρίως με τον θάνατο της Νταϊάνας. Για την ιστορία της λέξης δείτε όσα διαφωτιστικότατα λέει ο Νίκος Σαραντάκος εδώ.
8. Ντούγκλα(ς)
Στη φράση «μουστάκι ντούγκλα(ς)», δηλαδή ψιλό ψιλό μουστακάκι, ποντικομούστακο (σαν του Μανόλη Χιώτη). Από το μικρό όνομα του αρχαίου κινηματογραφικού αστέρα Ντάγκλας (γαλλιστί Ντούγκλας) Φαίρμπανξ (Douglas Fairbanks), 1883-1939, που πρωταγωνίστησε σε θρυλικές ταινίες, όπως ο Κλέφτης της Βαγδάτης.
Το μουστάκι ντούγκλα(ς) αθανατίστηκε στο γνωστό λαϊκό τραγούδι της φυλακής «Δεν ξανακάνω φυλακή με τον Καπετανάκη». Εδώ στην ανεπανάληπτη πρώτη ερμηνεία του Παναγιώτη Μιχαλόπουλου:
Αποφεύγω και πάλι να γράψω περισσότερα, γιατί υπάρχει σχετικό λήμμα, πληρέστατο μάλιστα (διαβάστε και τα σχόλια) στο slang.gr.
9. Ράμπο
Aπό όλες τις κινηματογραφικής προέλευσης λέξεις που εξετάσαμε, ο Ράμπο, με τη σημασία «αδυσώπητος, άτεγκτος και αδιάφθορος κυνηγός του εγκλήματος», είναι η πιο πρόσφατη. Φαίνεται μάλιστα ότι πρωτοκαθιερώθηκε στο δημοσιογραφικό λεξιλόγιο (οι Ράμπο της Εφορίας· οι Ράμπο του ΣΔΟΕ κτλ.). Η προέλευσή της είναι προφανής και δεν χρειάζεται σχολιασμό (εκτός κι αν είστε τόσο πιτσιρίκια που δεν προλάβατε την τρέλα με τις ταινίες Ράμπο τη δεκαετία του 80):
10. Ριφιφί
Από τα γαλλικά: rififi, που ίσως να είναι αναδιπλασιασμένη μορφή του αργκοτικού rif, «γραμμή του πυρός». Στα γαλλικά η λέξη σημαίνει «καβγάς, τσακωμός». Στα ελληνικά όμως απόκτησε τελείως διαφορετική σημασία (αντιγράφω από το ΛΚΝ): «μέθοδος διάρρηξης και κλοπής κατά την οποία οι δράστες μπαίνουν σε ένα οίκημα από άνοιγμα που το σκάβουν στον τοίχο άλλου εφαπτόμενου κτίσματος.» Η διαφορετική αυτή σημασία προέκυψε, βέβαια, από την περίφημη ταινία Ριφιφί (1955) του Ζυλ Ντασέν, που καταγράφει με ντοκυμαντερίστικη ακρίβεια μια τέτοιαν ακριβώς διάρρηξη.
11. Συνήθεις ύποπτοι
Η φράση πρωτοκαθιερώθηκε στα αγγλικά (από όπου και πέρασε στη γλώσσα μας). Χρησιμοποιήθηκε για πρώτη, όσο γνωρίζω, φορά στην τελική σκηνή της περίφημης Καζαμπλάνκας (1942) του Μάικλ Κέρτιζ. Ο αστυνόμος Ρενώ (Κλωντ Ρενς), που αποφασίζει να ξεχάσει το γερμανοτσολιάδικο παρελθόν του και να φιλιώσει με τον Ρικ (Χάμφρι Μπόγκαρτ), κανονίζει να απαλλάξει τον καινούργιο του φίλο από κάθε υποψία για τον φόνο του γερμανού διοικητή. Ζητάει λοιπόν από τις ορντινάτσες του να «προσαχθούν για ανάκριση οι συνήθεις ύποπτοι» («round up the usual suspects»).
Ευχαριστώ και πάλι τον αγαπητό Δύτη για την υπόδειξη.
12. Ταρζάν. Ο αξιοθαύμαστα ευέλικτος, ευκίνητος και γενικότερα αιλουροειδής συνάνθρωπός μας. Παράγωγο: ταρζανιές = καραγκιοζλίκια που απαιτούν ευελιξία και ευκινησία. Προφανής η προέλευση της λέξης από τη φάμπρικα ταινιών με πρωταγωνιστή τον ομώνυμο ήρωα· σημειωτέον ότι είχε προηγηθεί φάμπρικα λαϊκών μυθιστορημάτων με γενικό τίτλο Tarzan of the Apes και συγγραφέα τον Edgar Rice Burroughs. Στη νεοελληνική εθνική συνείδηση, ο Ταρζάν έχει για πάντα ταυτιστεί με τον θρυλικό κολυμβητή Τζόνι Βαϊσμύλλερ. Ακολουθεί χαρακτηριστικό απόσπασμα:
13. Χρυσοδάκτυλος. Σύμφωνα με το Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής, πρόκειται για χαρακτηρισμό «λωποδύτη ή ληστή, ο οποίος με επιδεξιότητα κατορθώνει να αφαιρέσει πολύ μεγάλα ποσά ή αντικείμενα πολύ μεγάλης αξίας.» Η λέξη φαίνεται ότι γεννήθηκε από την ομότιτλη ταινία Τζέιμς Μποντ (Goldfinger, 1964), που γνώρισε τεράστια επιτυχία παγκοσμίως. Ο Χρυσοδάκτυλος της ταινίας ήταν χαρτοκλέφτης ολκής και λαθρέμπορος χρυσού.
14. Εφτά χρόνια φαγούρα. Από την περίφημη ταινία του Μπίλι Γουάιλντερ The Seven Year Itch (1956), η οποία είχε κάνει προηγουμένως καριέρα ως μιούζικαλ στο Μπρόντγουεϊ. Στα αγγλικά, seven year itch είναι η κοινή ονομασία της ψώρας (scabies), αλλά η φράση σημαίνει και την υποτιθέμενη τάση των παντρεμένων να κάνουν απιστίες μετά από εφτά χρόνια γάμου. Όπως και να’χει το πράμα, η Μέριλιν παραμένει θεά και μετά από εφτά και μετά από εκατόν εφτά χρόνια:
Αν ξέρετε κι άλλες τέτοιες λέξεις, που μπήκαν στη γλώσσα μας (ή, γιατί όχι, και σε άλλες γλώσσες) κάτω από την επίδραση του κινηματογράφου, γράψτε το στα σχόλια. Ας κάνουμε συνεταιρικό και αυτό το ποστ!
Μπραβο Τιπούκειτε, πολύ καλό!
Ψαράδικες ξέρω τις μπλούζες με μεγάλο χαμόγελο, σχεδόν από ώμο σε ώμο, τις μαρινιέρες ντε. Ομολογώ ότι κάποτε νόμιζα ότι το ζιβάγκο είναι διεθνές και έχω εισπράξει τα ανάλογα βλέμματα απορίας – οίκτου για το καημένο που δεν ξέρει να μιλάει σωστά… Όπως νόμιζα ότι ο γαλλικός καφές λέγεται café français. Εκεί να δεις ρεζιλίκια! 🙂
Τι ωραία ταινία ο Δρ Ζιβάγκο…
Καλή μου Ιμμόρ, σε ευχαριστώ πολύ! Τις μαρινιέρες δεν τις ήξερα, αλλά πήγα και τις βρήκα: http://www.myself.gr/Item/blouze-stripes/3436.html
Ο Δρ Ζιβάγκο είναι κι εμένα από τις αγαπημένες μου ταινίες. Νομίζω πως ό,τι έχει γυρίσει ο Ντέιβιντ Λιν είναι κορυφαίο (ο Λώρενς της Αραβίας, ας πούμε, ή η Γέφυρα του ποταμού Κβάι).
ντόλτσε βίτα
Νομίζω ότι την εποχή που βγήκε η ταινία άρχισαν να ονομάζουν «ντόλτσε βίτα» και ένα είδος πουλοβερ με μεγάλο V που φορούσε ένας χαρακτήρας.
Και βέβαια, παπαράτσι από την ίδια ταινία.
Ιμόρ, πού να δεις το βιβλίο -τώρα το διαβάζω, μου φαίνεται θα γράψω κάτι σχετικά.
Δύτη, ευχαριστώ πολύ! Ανεπίτρεπτες οι παραλείψεις, ειδικά μάλιστα που τον παπαράτσι τον είχαμε συζητήσει παλιότερα στου Σαραντάκου. http://sarantakos.wordpress.com/2009/03/03/paparazzi/
Για το βιβλίο συμφωνώ μαζί σου: είναι πραγματικό κατόρθωμα. Πρόσφατα κυκλοφόρησε και η καλύτερη μέχρι στιγμής αγγλική μετάφρασή του: http://tinyurl.com/255sayw
Δύτη σωστός για τον παπαράτσι. Πάντως πουλόβερ νόλτσε βίτα δεν έχω ματακούσει. Ο χαρακτηρισμός όμως ντόλτσε βίτα για τη μεγάλη ζωή από την ταινία δεν βγήκε;
Να γράψεις να γράψεις, την ταινία την έχω δει επανειλημμένως, το βιβλίο πάλι δεν το χω διαβάσει…
Από κει βγήκε -γιαυτό ξεκίνησα με την ίδια την έκφραση σε πλάγια, βρε… 🙂
Καλά μη βαράς, νόμιζα ότι είχες επικεντρωθεί στο πουλόβερ. 😛
Εχμ, συμπληρώνω: πουλόβερ (ή μπλούζα) ντόλτσε βίτα λέει ο Φελίνι ότι είχε βγει τότε, δεν νομίζω ότι επικράτησε η ονομασία πουθενά.
Αυτό θυμίζει το κούρεμα αλα Μία Φάροου, που επίσης ξεχάστηκε.
Στο ενδιαφέρον σας ποστ, να προσθέσω ότι
(α) στην Ελλάδα, το μπέιμπι ντόλ σήμαινε μιά κυλότα εν είδει φουφούλας και από πάνω μιά κοντή νυχτικιά. Δεν ήταν καθόλου «προκλητική». Μοιάζει με αυτήν που φορούσε η Κάρολ Μπέικερ (http://www.google.gr/imgres?imgurl=http://www.onlygoodmovies.com/blog/wp-content/uploads/2010/11/baby-doll.jpg&imgrefurl=http://www.onlygoodmovies.com/blog/new-dvd-releases/the-elia-kazan-collection/&usg=__UFFWENxrV-vaOiw0RbvhZa0tOsM=&h=240&w=297&sz=23&hl=el&start=90&sig2=-V8dhbC5gb6DLzA2ztBQww&zoom=1&tbnid=nd86poydheevAM:&tbnh=158&tbnw=203&ei=Cd70TP66AeSU4gaOvp2JBw&prev=/images%3Fq%3Dbaby%2Bdoll%26um%3D1%26hl%3Del%26sa%3DX%26rlz%3D1G1GGLQ_ELGR257%26biw%3D1680%26bih%3D867%26tbs%3Disch:10%2C1733&um=1&itbs=1&iact=hc&vpx=1215&vpy=437&dur=2651&hovh=192&hovw=237&tx=93&ty=124&oei=_930TOjiFMb_4Aagqbm4Bw&esq=3&page=3&ndsp=35&ved=1t:429,r:33,s:90&biw=1680&bih=867)
Εδώ ,κατάχρηση του ρούχου έκαναν οι ενδυματολόγοι της Μίρκας Καλατζοπούλου.
(β) Γιά το Ζιβάγκο. ΔΕν ήταν μόνον μάλλινο, αλλα συχνότατα και μακό, βαμβακερό.Ακόμη και νάιλον! Ορθώς διαδόθηκε λογω της ταινίας, αλλα μη παραβλέπετε την ουσιώδη εισαγωγή,περί το 1962/3 του γιακά «Μάο» σε κοστούμια και πουκάμισα, που επέβαλε άλλους νόμους στην γραβατωμένη υφήλιο. Γιακάς μάο και γραβάτα ήταν κάπως παράταιρο. Απεναντίας, οι γιακάδες μάο ταίριαζαν ,κατά τα γούστα των σίξτις ,με τις μπλούζες ζιβάγκο.
Οχι, προηγουμένως δεν λεγόταν «ψαράδικες». «Κολλεγίου» ή «ψαράδικες» είχαν ευρεία οριζόντια λαιμόκοψη. Τα πουλοβερ «Ζιβάγκο» τα λέγαμε «με γυριστό γιακά» η «ναυτικά» επειδή έμοιαζαν με τα στρατιωτικά των καταδρομών, από κινηματογραφικά έργα, ή από τον περίφημο «ναυτικό με το τσιμπούκι» που φορούσε μιάν αρχαία «ζιβάγκο» και κοσμούσε πληθος σπιτιών του μεταπολεμου.
Πετεφρή, καλωσορίσατε στο φτωχικό μας! Ζητώ συγγνώμη για την καθυστερημένη εμφάνιση του σχολίου: το είχε τσακώσει η σπαμοπαγίδα. Ευχαριστώ πολύ για τις πληροφορίες, πολύ ενδιαφέρουσες όλες τους. Να σας αποκαλέσω urban ethnographer ή θα παρεξηγηθείτε; 🙂
Ιμμόρ, στο τρέιλερ του Δρ Ζιβάγκο πρόσεξε τον Tom Courtenay, που παίζει τον ρόλο του Πάσα Άντιποφ. Δες τώρα και αυτό: http://en.wikipedia.org/wiki/Lavrentiy_Beria
Μη μου πεις ότι δεν μοιάζουν;
Εντάξει Τιπούκειτε δε μοιάζουν και τόσο. Πρώτ’ απ’ όλα ο Tom Courtenay είναι ωραίος.
Καλά, αφού επιμένεις, κοίτα να δεις τι ωραίο παιδί που ήταν ο Λαυρέντης στα νιάτα του: http://connect.in.com/lavrentiy-beria/images-lavrenti-beria-1-292706781805.html
Νομίζω ότι η ομοιότητα με τον Τομ Κόρτνι είναι ηθελημένη.
Σ’ αυτή τη φωτογραφία τρώγεται κάπως 😉
Μπορεί να ήταν. Πάντως με την επιλογή του Τομ τον ανέβασαν κατηγορίες.
Έχω την εντύπωση ότι η έκφραση «συνήθεις ύποπτοι» έχει την αρχή του στο περίφημο τέλος της Καζαμπλάνκα.
(υπάρχει και το «συνήθεις άγνωστοι», ο ιταλικός τίτλος του «Ο κλέψας του κλέψαντος» του μακαρίτη τώρα Μονιτσέλι -αλλά αυτό μάλλον προϋπήρχε στην αργκό των αστυνομικών δελτίων)
Σωστός και πάλι! «Round up the usual suspects»
Πιάνονται και οι εκφράσεις; Γιατί άμα είναι έτσι μην ξεχάσουμε από που βγήκε το αύριο είναι μια καινούρια μέρα…
Το «ειλικρινά αγαπητή μου δεν δίνω δεκάρα» να υποθέσω ότι λέγαμε και πριν το ’36, ε;
Πιο πιθανό μου φαίνεται να προέρχεται από την ομώνυμη ταινία του 1995…
Όι, γιατί η έκφραση χρησιμοποιούνταν στην Ελλάδα αρκετά πριν. Ενώ ο «Κλέψας του κλέψαντος» είναι του ’58 🙂
Εδώ μάλιστα διαβάζω ότι Its original title translates as «the usual unknown persons», a journalistic and bureaucratic euphemism for «unidentified criminals» or «usual suspects».
(Τιπού, βιαστικά διάλεξες το κλιπ της Καζαμπλάνκας… 🙂 )
Γιατί βιαστικά; Έχει καμιά πατάτα που δεν τη βλέπω τώρα;
O παππούς αυτοκτόνησε πηδώντας απ’ το παράθυρο του νοσοκομείου.
Α! και βέβαια, να προσθέσουμε το ριφιφί.
Ε βέβαια!
Πολύ ωραίο θέμα διάλεξες, φίλτατε.
Νομίζω ότι και ο Ταρζάν με την ταρζανιά πρέπει να μπήκαν στη γλώσσα μας από τις ταινίες με τον Βαϊσμίλερ, όχι;
Με την ίδια λογική, βέβαια, της προέλευσης από ένα ολόκληρο είδος και όχι μια συγκεκριμένη ταινία έχουμε και το «κάνε τον καμπόη» – καμποηλίκι.
Ίσως να ταιριάζει ο φαντομάς που ξεκίνησε από τις ταινίες με το λουί ντε φινές -ίσως κι από το ροζ πάνθηρα και το φάντομ Ντακ.
Ο Φαντομάς ήταν ήρωας μυθιστορημάτων πριν να περάσει στον κινηματογράφο: http://en.wikipedia.org/wiki/Fantômas
Παρόλα αυτά, ο Ροζ Πάνθηρας που αναφέρεις μού θυμίζει ότι η λέξη Κλουζώ έχει γίνει σχεδόν συνώνυμη του ανίκανου αστυνομικού («οι Κλουζώ της ΕΛ.ΑΣ.» κτλ.)
Βασικά δε μ’ ενδιαφέρουν τα φιλολογικά-γλωσσολογικά, ήρθα γιατί έπεσε σύρμα ότι παίζει ωραίο τραγούδι. Αφού όμως έβαλες Μιχαλόπουλο, για δεν ολοκλήρωνες με Ζαγοραίο; Ντόλτσε βίτα (αυτή που λεν ζωή γλυκιά).
Αυτοί οι τύποι μού στέλνουν τακτικά το newsletter τους. Δεν ξέρω ποιοι είναι ούτε πού με βρήκαν, όμως θυμήθηκα τώρα ότι είχαν αφιέρωμα στη λέξη παπαράτσι και θεωρούν βέβαια την καταγωγή της από το παπασαράντης / παπασαράτσης.
Και το μάτριξ κοντεύει πλέον να γίνει λέξη της ελληνικής γλώσσας. Ας σημειωθεί ότι οι ιδέες της γνωστής ταινίας είναι κλεμμένες, ακόμα και ο τίτλος της. Από ποιον; Από αυτόν.
Επίσης, παίρνω όρκο ότι έχω ακούσει / διαβάσει ένα σωρό φορές την έκφραση: η αυτοκρατορία αντεπιτίθεται.
Ηλία, τη συγγνώμη μου και σε σένα για την καθυστέρηση στην εμφάνιση του σχολίου σου. Το είχε τσακώσει ο Ακισμέτης, όπως θα κατάλαβες.
Ωραίο και το λίνκι στη Ντόλτσε Βίτα του Ζαγοραίου! Η γενιά η δική μας βέβαια το άσμα το έμαθε από τον Μπουλά, θουκύριε.
Το paparazzi < παπασαράτσης μπορεί να μοιάζει ελκυστικό εκ πρώτης όψεως. Από την άλλη, το όνομα του σκανδαλοθήρα φωτορεπόρτερ στη Ντόλτσε Βίτα είναι Paparazzo, οπότε η ομοιότητα με τον υποτιθέμενο Παπασαράτση αμβλύνεται αρκετά. Δεν λέω ότι αποκλείεται να είναι έτσι, λέω απλώς ότι είμαι καταρχήν επιφυλακτικός.
Να, δες εδώ:
– Ολοι λίγο πολύ ζούμε μια λογισμική, μια μάτριξ ζωή
– Στην πραγματικότητα του μάτριξ
– Από το Μάτριξ στην πραγματικότητα
Αν κάνεις και μια αναζήτηση για το «η αυτοκρατορία αντεπιτίθεται» θα βρεις πολλά και διάφορα (στο ρόλο της αυτοκρατορίας συνήθως η Κίνα, ο Άρης, ο ΠΑΟΚ, το ΠΑΣΟΚ κ.α.)
Ηλία, ευχαριστώ πολύ! Όπως υπαινίσσομαι και σε άλλο σχόλιο, δεν ήξερα ότι το Μάτριξ τείνει να εδραιωθεί στο λεξικό. Πολύ ενδιαφέρον.
Όσο για το «Η αυτοκρατορία αντεπιτίθεται», δίκιο έχεις, ακόμα κι εγώ το έχω ακούσει!
Το μνημόνιο μου ‘κοψε το τελευταίο λινκ:
– Από το Μάτριξ στην πραγματικότητα
Ηλία, έχει όμως καθιερωθεί το Μάτριξ σαν συνώνυμο της εικονικής πραγματικότητας, ας πούμε;
Πολύ ωραίο άρθρο Τιπού. Προσθέτω τον ξεχασμένο Μασίστα που είχαμε συζητήσει στο άλλο μαγαζί:
http://sarantakos.wordpress.com/2010/05/18/kamperos/#comment-33772
Μαρία, πολύ σωστό! Το Μασίστας = χεροδύναμος το θυμάμαι από τα παιδικάτα μου, τότε που έπνεε τα λοίσθια. Βλέπω μάλιστα ότι το όνομα έχει ελληνική ρίζα, από τον Μακίστιον, λέει, που ο Ντανούντσιο νόμισε ότι ήταν εναλλακτική ονομασία του Ηρακλή (ενώ είναι απλώς γεωγραφική επωνυμία ενός κατωιταλικού ιερού του).
Ακόμα το ακούω · και το λέω
Το σιδηρούν παραπέτασμα μας πρωτόρθε από ταινία ή από βιβλίο άραγε; Ή από μεταφρασμένο άρθρο;
Στάζυ, απ’ την ψυχροπολεμική προπαγάνδα στον τύπο μάλλον.
Η ταινία βλέπω είναι του 48 ήδη όμως ο Τσώρτσιλ έχει πρώτος χρησιμοποιήσει το iron curtain σε ομιλία του το 46
http://en.wikisource.org/wiki/Iron_Curtain_Speech
Στα γαλλικά το rideau de fer υπήρχε στο θέατρο αλλά και για τα κιοπέγκια και προστέθηκε κι η νέα σημασία.
Μαρία, σωστά όλα αυτά, αλλά τί είναι τα κιοπέγκια;
Άντε βρε. Τα μεταγενέστερα ρολά των μαγαζιών. Γούγλισε για παραδείγματα.
Το κείμενο του λόγου είναι αμφίβολης γνησιότητας, αλλά βλέπω ότι το βιβλίο είναι του 46:
http://openlibrary.org/books/OL6499207M/Behind_the_iron_curtain
Αν πρόλαβε να περάσει στον ελληνικό τύπο πριν την ταινία, δεν ξέρω, πρέπει να δούμε φύλλα του 46.
Ακόμα και να απαντάται σε φύλλα του ’46, στη γλώσσα πιο πιθανό δεν είναι να πέρασε μέσω του κινηματογράφου;
Ενδεικτικά:
http://tinyurl.com/2dyrgea
Στο Εμπρός θα βρεις κι άλλα με σκέτο παραπέτασμα. (Δε κοίταξα όλες τις σελίδες.)
3/4/1946
http://tinyurl.com/2bkbhpt
Το σ.π του κ. Τσώρτσιλ
http://www.nlg.gr/digitalnewspapers/ns/pdfwin_ftr.asp?c=64&pageid=1768&id=-1&s=0&STEMTYPE=0&STEM_WORD_PHONETIC_IDS=ASYASJASZASJASYASFAScASJASbASUASJ&CropPDF=0
Από τίτλους αρκετές φορές χρησιμοποιούνται λεξιλογικά όπως λες Δύτη το Κουρδιστό Πορτοκάλι, το Metropolis, το Σινεμά ο Παράδεισος, το Οργισμένο Είδωλο ενώ ενίοτε έχω δει να αναφέρονται το Πράσινο Μίλι, το Άλιεν, η Μέρα της Μαρμότας, το Στάσου Πλάι μου, το 9 1/2 Βδομάδες, οι Διαβολογυναίκες, το Μωρό της Ρόζμαρυ, οι Νύχτες της Καμπίριας κ.α.
Οι εκφράσεις είναι ένα τεράστιο κεφάλαιο και κάπου κάπου γίνονται αφιερώματα σε αυτές.
Jago, δεν είμαι τόσο σίγουρος ότι όλοι αυτοί οι τίτλοι ταινιών έχουν πράγματι ενσωματωθεί στο λεξιλόγιο. Νομίζω ότι μάλλον χρησιμοποιούνται επ’ ευκαιρία.
Σόρι, όχι Δύτης αλλά Τιπούκειτος. Σας μπερδεύω εσάς τους δύο που έχετε το ίδιο template.
Μπερδεύεις εμένα με τον Τιπούκειτο; Εμένα με τον ΤΙΠΟΥΚΕΙΤΟ; ΕΜΕΝΑ με τον Τιπούκειτο; Τς τς τς, πού πάει ο κόσμος… 🙂
Αυτό δεν θα μείνει έτσι. Θα πληρωθεί με αίμα ή με ομόλογα του ελληνικού δημοσίου. 🙂
Τιπού, μπορείς πάντα να στέλνεις τα βράδια τον βαμπιρομητσοτάκουλα κάνει περισσότερη οικονομία σε αίμα από το ΔΝΤ και τον ΓΑΠ. Φτου φτου.
Ε κάπου πάει ο κόσμος όταν δεν προσέχει και σκοντάφτει.
Δύτη ξέχασες ν’ αναρωτηθείς: ΕΜΕΝΑ με τον ΤΙΠΟΥΚΕΙΤΟ; 😛
ἔ μαστρο-Τιπούκειτε, ξέχασες τὴν Λολίτα. Νομίζω κι αὐτὴ ἔχει περάσει κάπως σὰν ἔκφρασι.
τώρα πρόσεξα ὅτι τὴν ἀνέφερες.
Κορνήλιε, δίκιο έχεις για τη Λολίτα, απλώς δεν είμαι σίγουρος αν η έκφραση γεννήθηκε από την ταινία ή από το βιβλίο. Σύμφωνα πάντως με το Online Etymology Dictionary του Douglas Harper, η χρήση Λολίτα = νυμφίδιο ήταν πολύ διαδεδομένη ήδη στις αρχές της δεκαετίας του 60, παναπεί πριν να γυριστεί η ταινία (1962).
Απροπό, και η λέξη νυμφίδιο, με την τρέχουσα σημασία της, είναι πλάσμα του Ναμπόκοφ (nymphette). Ο λεπιδοπτερολόγος παίζει με το nymph = προνύμφη (πεταλούδας), αλλά και νύμφη μυθολογική.
Τιπού, έχω την αίσθηση ότι η σπαμοπαγίδα κρατάει σχόλιο του Elias. Αυτό συμπεραίνω από την υφολογική ανάλυση του εναπομείναντος σχολίου του, παραπάνω. 😉
(και τα σχόλια του Ηλία δεν είναι για να χάνονται!)
Πού τα προλαβαίνεις τόσα σχόλια, ευλογημένε.
Μια χαρά είναι τα μπέιμπι ντολ, άκου κει έγκλημα. Έγκλημα είναι οι βάτες Βάντα (του Σπορ Μπίλλυ) λ.χ.
Θεοφιλέστατε, καλώς σας ξαναήβραμαν. De gustibus κολοκυθόπιτα βέβαια, αλλά εγώ με τα μπέιμπι ντολ έχω θέμα. Για τις βάτες δεν το συζητάμε καν: πόση ογδοντίλα να αντέξει πια ο άνθρωπος;
ὦ ναί, γιὰ τὸ νυμφίδιο τὸ ἤξερα, εἶμαι φανατικὸς τοῦ βιβλίου.
καὶ πότε ἐπιτέλους θὰ χειμωνιάσῃ νὰ φορέσωμε καμμιὰ ζιβάγκο;
Ούτε εκεί κάνει κρύο;
Εφτά χρόνια φαγούρα
Αν επιτρέπονται κι ελληνικά, ψευτοθόδωρος και στρίβειν δια του αρραβώνος.
Και δεν ξέρω αν η προέλευση της σαγιονάρας, που αναφέρθηκε σε διπλανό μαγαζί, είναι στον κινηματογράφο.
Στάζυ, καλό το «Εφτά χρόνια φαγούρα», δεν το είχα σκεφτεί.
Αλλά ο ψευτοθόδωρος υπήρχε στο λεξιλόγιο και πριν από την κωμωδία του Ψαθά, που άλλωστε είχε για κύριο τίτλο της το «Ζητείται ψεύτης». Το ίδιο ισχύει και για το Στρίβειν διά του αρραβώνος.
Κι αυτά:
Ακουγόταν ο όρος περσόνα πριν τον Μπέργκμαν; Το βέρτιγκο πριν τον Χίτσκοκ; Κονβόι πριν τον Πέκινπα; Χρυσοδάκτυλος υπήρχε πριν τον κυνηγήσει ο Μποντ;
Να ρωτήσω για τη γυναίκα της διπλανής πόρτας ή τα παντοτινά διαμάντια;
Στάζυ, ειδικά η περσόνα υπήρχε στη γλώσσα του θεάτρου και της ψυχολογίας.
Τα τελευταία χρόνια νομίζω οτι διαδόθηκε λόγω της ιντερνετικής περσόνας κι όχι εξ αιτίας της ταινίας.
Απο μια ματιά στις εφημερίδες, όσες μπορώ να δω -και μέχρι το 83, η λέξη εμφανίζεται μόνο ως περσόνα γκράτα ή νον γκράτα.
Στάζυ, για την περσόνα απάντησε η Μαρία. Για το βέρτιγκο δεν ξέρω: δεν μου φαίνεται όμως να είναι καθιερωμένο λεξιλογικό στοιχείο — έχω την εντύπωση ότι χρησιμοποιείται μάλλον επ’ ευκαιρία, για επίδειξη αγγλομάθειας.
Το κονβόι, αν δεν απατώμαι, ανήκε στη στρατιωτική ορολογία (την ανεπίσημη, βέβαια) και πριν απ’ την ταινία του Πέκινπα.
Για τον χρυσοδάχτυλο δεν μπορώ να απαντήσω με σιγουριά, φαίνεται όμως ότι έχεις δίκιο, μάλλον ο τίτλος της ταινίας (Goldfinger) γέννησε τη λέξη με τη σημασία «οικονομικός απατεώνας, καταχραστής» κτλ.
Επίσης, η γυναίκα της διπλανής πόρτας είναι μετάφραση από το αγγλικό boy/girl next door, που σημαίνει πρόσωπο ευχάριστο, ίσως και ελκυστικό, έστω και χωρίς ιδιαίτερα προσόντα. Στην ταινία του Τρυφώ ο τίτλος (La femme d’à côté) κυριολεκτούσε, αφού αναφερόταν πράγματι στη γυναίκα που έμενε στο διπλανό σπίτι.
Νόμισα ότι το θέμα δεν είναι τι σήμαιναν αρχικά οι λέξεις/φράσεις αλλά αν καθιερώθηκαν σε μας, μέσω του κινηματογράφου.
Ναι, αυτό ήθελα να πω, αλλά δεν το είπα καθαρά. Η έκφραση «άντρας/γυναίκα της διπλανής πόρτας», με τη σημασία που τη χρησιμοποιούμε συνήθως (απλός και συμπαθητικός, χωρίς όμως τίποτα ξεχωριστό), είναι απευθείας μετάφραση από τα αγγλικά. Δεν πιστεύω ότι καθιερώθηκε χάρη στην ταινία — όπου άλλωστε ο τίτλος δεν σημαίνει αυτό που σημαίνει συνήθως η έκφραση. (Εδώ που τα λέμε, η Φανούλα Αρντάν δεν είναι ακριβώς κορίτσι της διπλανής πόρτας, ε;) 🙂 🙂
Εγώ πάντως, όταν έμαθα για την ταινία, και μετά την είδα, έκανα τη σύνδεση με τη φράση. Βέβαια, εσύ ως παλιότερος θα τα θυμάσαι καλύτερα 🙂
Γυναικάρα
Είχα την τύχη να τη δω από κοντά στο φουαγιέ ενός θεάτρου, στο διάλειμμα της παράστασης το 2005. Από κοντά είναι ακόμα πιο γοητευτική. Femme par définition…
Θα έλεγα ότι μετά την ταινία άρχισα να πιστεύω ότι η γυναίκα/άντρας της διπλανής πόρτας μπορεί και να μην είναι και τόσο συνηθισμένοι. Βέβαια τόσες πόλεις, τόσες μετακομίσεις, ποτέ δεν έτυχε να μείνω ούτε δίπλα στην Αρντάν ούτε στον Μάρλον Μπράντο. Αυτά μόνο στις ταινίες γίνονται τελικά 🙂
Τι αδυναμία κι αυτή στους Θόδωρους, αν σκεφτούμεκαι τον γυναικοθόδωρο.
Μαρία, ομολογώ ότι τον γυναικοθόδωρο πρώτη φορά τον ακούω. Υποθέτω ότι σημαίνει γυναικάς — ή μήπως ο κύριος της κυρίας;
Μπα. Καθόλου γυναικάς. Είναι απλώς προσκολλημένος σε γυναικοπαρέες.
Κι εγώ πρώτη φορά τ’ακούω, Μαρία
Τιπού, την άλλη φουρνιά θα τη σχολιάσεις;
Υπάρχει βέβαια και η μουγκοθοδώρα.
Και το κοροϊδάκι της δεσποινίδος, που δε λέγεται πια.
Το στρίβειν … το άκουγα απ’ τους δικούς μου, ήταν τακτική θείου μου, μακαρίτη εδώ και πολλά χρόνια, και πάντως πριν απ’ την ταινία του Δαλιανίδη.
Μου έκανε εντύπωση σχετικό λήμμα του Νικέλ στη λεξιλογία, που το θεωρεί ατάκα της ταινίας. Πιθανόν να διαδόθηκε με την ταινία αλλά δεν πιστεύω οτι είναι επινόηση του Δαλιανίδη
Μαρία, το κοροϊδάκι της δεσποινίδας έχει πια ρυτίδες, αλλά νομίζω ότι δεν έχει εξαφανιστεί εντελώς ως έκφραση.
Το στρίβειν διά του αρραβώνος, αν δεν κάνω λάθος, είναι έκφραση που ακούγεται στην ταινία «Ο Ατσίδας» του Δαλιανίδη. Αν μη τι άλλο, αυτό δείχνει ότι η έκφραση υπήρχε και πριν από την ταινία — σίγουρα πάντως δεν είναι ο τίτλος της.
Ναι, ρε συ. Γι’ αυτό μου έκανε εντύπωση αυτό.
http://www.lexilogia.gr/forum/showthread.php?t=2195
Ο θείος μου πάντως δεν το έκανε για τα φράγκα. Ένας απλός γυναικάς ήταν
Μαρία, το σημείωμα του Νίκελ στη Λεξιλογία δεν το είχα δει. Αν τύχει να δει τη συζήτησή μας ο συγγράψας, ας μας εξηγήσει για ποιον λόγο θεωρεί ότι η έκφραση στρίβειν διά του αρραβώνος καθιερώθηκε με την ταινία και δεν προϋπήρχε.
Θεός αναπάψει τον θείο!
«Με τα 7, 8 ή 6 και 9 ν.μ. οι πλοίαρχοι θα βρίσκονται σε διαρκή… ναυτία από τις συνεχείς αλλαγές πορείας των πλοίων, ενώ οι πιλότοι των αεροσκαφών σε μόνιμο… vertigo. »
Απο την «Ε»:
http://www.enet.gr/?i=news.el.oikonomia&id=230105
Yoda (Star Wars), σύμφωνα με το urban dictionary:
wise or seemingly all-knowing individual
hey yoda, what should i do?
Συνήθως, ειρωνικά. Οποιος έβλεπε Lost, θα θυμάται και τον «Σώγερ» να τη χρησιμοποιεί.
Υπάρχουν οι «Κλουζώ» της ΕΛΑΣ, υπάρχουν όμως και οι «Κάλλαχαν».
Φαντομάς έγινε ο ΧΧΧΧ καταζητούμενος/πολιτικός/εμπλεκόμενος με τη ζίμενς κλπ.
Ίσως από την ταινία με τον Λουί Ντε Φυνές, ίσως όχι. Θέλει διερεύνηση.
Για τον Φαντομά είπαμε παραπάνω στα σχόλια: υπήρχε σειρά μυθιστορημάτων πριν να βγουν οι ταινίες.
Επίσης ειδική μνεία θα πρέπει να γίνει στους όρους
«Καουμπουλίκι» (κάνε τον καουμπόυ, γούστο μου και καουμπουλίκι μου) και
«Κασκαντεριά» (μαλάκα μου είδες τι κασκαντεριά έκανε το άτομο? σούζα τη μισή βούτα και οι μπάτσοι να κοιτάνε)
Γκοτζίλα (που σου ρε πούστη πάλι γκοτζίλα έχει σήμερα για φαί)
Μ, αυτό νομίζω ότι είναι στρατιωτική αργκό, που υποτίθεται ότι βγήκε απ’ την εμπορική ονομασία κονσερβαρισμένου κορνμπίφ (μιλάμε για τελείως φίφτις καταστάσεις). Αλλά δεν το ‘χω καρατσεκάρει.
Χάρρυ Πότρερ. (οι Χάρρυ Πόττερ της κυβέρνησης/αντιπολίτευσης, υπόσχονται την εξαφάνιση του χρέους σε ένα χρόνο)
Καλά αυτό μπορεί να είναι και από το βιβλίο
Ένα άλλο που δεν είναι προφανές, αλλά νομίζω ότι προέρχεται από την ταινία:
«Το μεγάλο φαγοπότι» (Το μεγάλο φαγοπότι στους Δήμους/Νομαρχίες/ΔΕΚΟ/Υπουργεία/Ταμεία/ΙΚΑ κλπ κλπ)
Αυτό ίσως να προέρχεται πράγματι από τη γνωστή ταινία. Θέλει ψάξιμο όμως. Πότε πρωτοεμφανίζεται η φράση;
Η μεγάλη ανατριχίλα όμως; (the big chill όχι το αμφίσημο le grand frisson)
Καλά, το «τρέχω σαν το Βέγγο» νομίζω ότι είναι εύκολο.
«Ο Τάφος του Ινδου» (Σουγκλάκος εναντίον Μασκοφόρου σήμερον στον Τάφο του Ινδού)
Μάρθα Βούρτση?
Βασιλάκης Καϊλας?
Νομίζω ότι θα πρέπει να προσθέσουμε και τη διαβολογυναίκα που την έχει το ΛΚΝ και έχω την εντύπωση ότι καθιερώθηκε από τις διαβολογυναίκες του Κλουζό. Όπως και το μεροκάματο του τρόμου του ίδιου σκηνοθέτη που επίσης σαν έκφραση έχει το ΛΚΝ και δεν νομίζω να λεγόταν πριν.
Αναρωτιέμαι πάντως αν η έκφραση «ο κανόνας του παιχνιδιού» (που επίσης λημματογραφεί το ΛΚΝ)υπήρχε και πριν την ταινία του Ρενουάρ…
Ωραία μου κυρία, εκτελέστε με προς παραδειγματισμόν: μόλις πήρα είδηση το σχόλιό σας με ασύγγνωστον καθυστέρησιν (μού κρυβότανε το μπαγάσικο). Το απελευθέρωσα όμως δίνοντας γενναία μάχη με το Ακισμέτ.
Ε! όχι και να σ’ εκτελέσουμε! Έναν σ’ έχουμε! 😉
Το λοιπόν, έχουμε και λέμε. Τη διαβολογυναίκα τη λημματογραφεί ήδη ο Δημητράκος, οπότε αποκλείεται να γεννήθηκε η λέξη από την ταινία του Κλουζό.
Αντιθέτως, το μεροκάματο του τρόμου πιθανότατα καθιερώθηκε με την ομότιτλη ταινία — δεν βρίσκω παλιότερες εμφανίσεις της έκφρασης.
Είναι που ο Δημητράκος είναι στο άλλο σπίτι και δεν μπορούσα να τον τσεκάρω. ( Θα πρότεινα να επαναφέρεις τον salaire στο αρχικό του γένος 😉 )
Καλά, πόσα σπίτια έχεις; (Αυτοκίνητα; Οικόπεδα; Άλλη κινητή και ακίνητη περιουσία; Πες τα μου όλα, εγώ είμαι φίλος σου.)
Καλά, το la salaire ούτε που το πρόσεξα. Τον μισθό τον συμπαρέσυρε ο τρόμος (όπως στο Ελλάντα).
Αυτά για το άλλο σπίτι τα έχουμε ξανασυζητήσει στο άλλο σπίτι και συμμετείχες και συ, μην κάνεις τον πάπιο 😉
Άλλωστε η ταινία του Κλουζό είναι οι διαβολικές και η απόδοση του τίτλου δεν ήταν νεολογισμός.
Ιμμόρ, όπως μπορείς να δεις, το μεροκάματο του τρόμου το ανέβασα στο ποστ. Πολύ καλή προσθήκη, σ’ ευχαριστώ!
Δηλώνω αθώα κύριε Πρόεδρε και αιτούμαι την άμεση αποφυλάκισή μου!
Ιμμόρ, μα τι σου συνέβη; 🙂
Με έχεις όλη νύχτα και όλη μέρα στην ψειρού! Απαράδεκτο! εγώ ένα σχόλιο έκανα και αμέσως να με συλλάβεις! 🙂
Καλή μου Ιμμόρ, σου ορκίζομαι ότι δεν υπάρχει τίποτα στη σπαμοπαγίδα μου! Νά, στον όρκο της προσκοπικής μου τιμής!
Και μένα γιατί μου λέει ότι «το σχόλιό σας περιμένει έγκριση;»
Το ξανάγραψα και πάλι μου γράφει ότι περιμένει έγκριση. Δως την βρε πουλάκι μου 🙂 (Πόρσε σου λέει μετά…. )
Τώρα που το είδα το ποστ να πω κι εγώ;
Σαγιονάρα, όπως ανέφερε διαστακτικά ο Στάζυμπος, από αυτή την ταινία
http://www.imdb.com/title/tt0050933/
Τουλάχιστον, έτσι βεβαιώνουν οι παλιοί, ότι δηλαδή η λέξη μπήκε στο λεξιολόγιό μας με την ομότιτλη ταινία.
Επίσης, παλιό και ξεχασμένο (μαζί με τον προαναφερθέντα «Ταφό του Ινδού»):
«Υπό το βλέμμα του Βούδα» όπως είχε αποδοθεί αυτή η ταινία:
http://www.imdb.com/title/tt0028944/
Ηλεφού, ευχαριστώ πολύ και για τις δύο προσθήκες.
Για τη σαγιονάρα έχεις δίκιο, έπρεπε να το είχα σκεφτεί προ πολλού. Δεν έχω δει όμως την ταινία και δεν ξέρω αν εμφανίζονται σαγιονάρες με αξιοσημείωτη συχνότητα…
Το Βλέμμα του Βούδα δεν το έχω ξανακούσει. Ήταν κάποτε παροιμιώδης έκφραση ή κάτι τέτοιο; Ας μας πει κανας παλιός, γιατί εμείς είμαστε νέα παιδιά 🙂
Η μάνα μου διάβαζε με πάθος Περλ Μπακ, άρα και το Κάτω απ’ το βλέμμα του Βούδα. Δεν ήξερα την κινηματογραφική μεταφορά αλλά ούτε και κάποια σχετική φράση.
Εγώ πάντως χάρη στον Ηλεφού έμαθα ότι το The Good Earth μεταφράστηκε «Κάτω από το βλέμμα του Βούδα».
Γιατί είσαι μικρός και δεν την πρόλαβες στη μόδα.
Μικρός δε θα πει τίποτα! Βρέφος ετών 39.
Η μάνα μου δεν διάβαζε βιβλία αλλά την ταινία την ήξερε (με αυτό τον τίτλο). Το ξέρω γιατί όταν πριν από πολλά χρόνια την έδειξε η κρατική τηλεόραση (νομίζω ο Μπακογιαννό;), την αναγνώρισε, αναφώνησε τον τίτλο με συγκίνηση και κάθησε να τη δει.
Ότι είχε γίνει και φράση, επικαλούμαι ως μαρτυρία το
στο 5’07»
Ηλεφού, καλό!
Τι πρέπει να κάνω για να πάρει έγκριση;
Χαρτόσημα; Παράβολα; Πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων; Μετάνοιες στον άγιο Φανούριο; (μήπως και το φανερώσει;)
Ηλεφού, πρέπει να κατεβάσεις μερικά μπινελίκια στον Τιπού, που ξεχνάει για βδομάδες να μπει στο ίδιο το μπλογκ του και να δει μήπως τον θυμήθηκε κανείς.
Πάντως το σχόλιό σου εμφανίστηκε — κάλλιο αργά…
Χαιρετώ κι εγώ, αν και καθυστερημένα.
Μου έχονται στο μυαλό λέξεις από ταινίες τρόμου.
Νομίζω το ζόμπι πέρασε πλήρως στο λεξιλόγιο (σειρά ταινιών).
Επίσης στην Αμερική ακούγεται συχνά : you ‘re an αlien, με την έννοια που δίνουμε κι εμείς στο ούφο, εξωγήινος ( μάλλον τα δικά μας είναι από βιβλία).
Και δύο που με προβληματίζουν:
α) ξένοιαστος καβαλάρης
β) εξπρές του μεσονυχτίου
Στις εφημερίδες έχουν περάσσει, στον πολύ κόσμο ;Δες το κι εσύ.
περάσει, προφανώς ένα σ. Γράφω βιαστικά και μετά τρέχω να διορθώσω τα σου, ( ο κύριος με-τα-σου). 🙂
[…] λέξεις π.χ. το ζιβάγκο -ο φίλος Τιπούκειτος είχε παλιά γράψει ένα σχετικό άρθρο, αν και η σαγιονάρα αναφέρεται μόνο στα […]