Όσοι έχουνε την κακή συνήθεια να με διαβάζουνε συχνούτσικα, θα ξέρουνε βέβαια πως με βγάζει απ’ τα ρούχα μου, με κάνει τούρκο, μου τη σπάει άγρια η αλόγιστη χρήση εισαγωγικών (δείτε, ας πούμε, εδώ, εδώ, εδώ και εδώ). Το φαινόμενο μοιάζει να παίρνει διαστάσεις όλο και πιο ανησυχητικές, ιδιαίτερα στην έντυπη και ηλεκτρονική δημοσιογραφία (καταπώς λέει και ο κ. Ευαγγελάτος). Για να λέμε του στραβού το δίκιο, όπως μου έχουν επισημάνει πολλοί φίλοι, ίσως δεν πρέπει κανείς να τα βάζει αδιακρίτως με τους έλληνες δημοσιογράφους (αν και δεν υπάρχει ευγενέστερο άθλημα από το κυνήγι ελλήνων δημοσιογράφων), γιατί πολλές φορές ο ένοχος δεν είναι ο συντάκτης του κειμένου, αλλά ο λεγόμενος τιτλατζής, δηλαδή ο προφανέστατα αναλφάβητος αχαρακτήριστος, που έχει για αρμοδιότητα τη σύνταξη των τίτλων.
Οι φίλοι πιθανώς έχουν δίκιο: είναι πράγματι πολύ μεγαλύτερη η συχνότητα με την οποία τα αδικαιολόγητα, καταχρηστικά εισαγωγικά εμφανίζονται στον τίτλο παρά στο σώμα του κειμένου. Δεν νομίζω όμως ότι το επιχείρημα αυτό μετριάζει καθόλου τη σοβαρότητα του φαινομένου. Αν μη τι άλλο, όσοι συνηθίζουν, για να μη χάνουν τον χρόνο τους, να διαβάζουν τους τίτλους μονάχα των δημοσιευμάτων (σ’ αυτούς ανήκει και ο υποφαινόμενος) κινδυνεύουν να εξοικειωθούν με το νοσηρό φαινόμενο, έτσι που να μην τους ενοχλεί πια, όπως λογουχάρη η μπόχα της Κόλασης παύει κάποτε να ενοχλεί τον Δάντη και τον Βιργίλιο (στο ενδέκατο canto, νομίζω).
Ακόμα κι εγώ, για παράδειγμα, κοντεύω να συνηθίσω τα εισαγωγικά που αγκαλιάζουν ασφυκτικά το ρήμα φεύγω, όταν χρησιμοποιείται, συνηθέστατα στο τρίτο ενικό του αορίστου («έφυγε»), για να δηλώσει ευφημιστικά την προς Κύριον εκδημίαν, την εις τας αιωνίους μονάς μετοικεσίαν, τον θάνατο τελοσπάντων. Δεν είμαι σίγουρος τι σκοπιμότητα εξυπηρετούν, στο αρρωστημένο μυαλό του συντάκτη ή του τιτλατζή, τα εισαγωγικά εδώ. Προφανώς, θέλουν να επισημάνουν τη μεταφορική χρήση του φεύγω (για τον horror metaphorae δείτε εδώ): μη νομίσεις, ηλίθιε αναγνώστη, ότι ο μεταστάς έφυγε για να πάρει τσιγάρα στο περίπτερο. Όχι: «έφυγε» για το «μεγάλο ταξίδι», για τη «γειτονιά των αγγέλων», για «την άλλη όχθη» και άλλα τέτοια αηδέστατα που επινοούν οι δημοσιογράφοι, λες και ο δήθεν ευφημισμός θα θίξει λιγότερο τον εκλιπόντα, ή λες και απευθύνονται σε νήπια, που τρομάζουν όταν πρωτοσυνειδητοποιούν ότι είμαστε όλοι μελλοθάνατοι.
Οι κατά τεκμήριο ανεγκέφαλοι έλληνες δημοσιογράφοι (τώρα και οι τιτλατζήδες) δεν αντιλαμβάνονται βέβαια ότι τα δήθεν διακριτικά (και οπωσδήποτε υποκριτικά) εισαγωγικά με τα οποία θεωρούν καθήκον τους να περικυκλώνουν το έφυγε καταλήγουν μακάβρια: όχι, ο μεταστάς δεν έφυγε στην πραγματικότητα, παρά είναι εδώ μαζί μας, δίπλα μας, απέθαντος σαν τους βρικόλακες. Ορίστε λοιπόν πόσο εύκολα η διακριτικότητα μπορεί να μεταστοιχειωθεί σε μακάβριαν αδιακρισία και προσβολή του νεκρού: όλα τα καταφέρνει ο έλληνας δημοσιογράφος.
Αγαπητέ Τιπούκειτε,
το παράδειγμα τού αορίστου «έφυγε» με το οποίο
ασχολήθηκες στην ανάρτησή σου, μού ’φερε στο
μυαλό ένα άλλο -εξίσου… μακάβριο- που αναφέρει
ο Άγγλος νεοελληνιστής Peter Mackridge στο
πόνημά του «Η νεοελληνική γλώσσα» (εκδ. Πατάκη,
σ. 474):
«[…] Όσον καιρό επικρατούσε η Κ, ήταν έθος να
διδάσκονται τα Ελληνόπουλα τη μεγάλη σπουδαιότητα
της κυριολεξίας۬ οι συστάσεις για αποφυγή της μη
κυριολεκτικής γλώσσας φαίνεται ότι οδήγησαν
ορισμένους συγγραφείς να υιοθετήσουν την ανιαρή
συνήθεια να κλείνουν σε εισαγωγικα κάθε έκφραση
που τους φαινόταν κοινόλεκτη ή μεταφορική. Να ένα
παράδειγμα:
“Είκοσι τέσσερις αιώνες ο Φίλιππος ‘κοιμόταν’ κάτω
από τα χωράφια της Βεργίνας. (…) Ένα μεσημέρι,
πριν 15 μέρες ο κασμάς του πεισματάρη αρχαιολόγου
‘βρήκε’ το ταβάνι του τάφου! (Τ) 1 Δεκ. 1997, 101).».
Τώρα βέβαια -το ξέρω- κι εγώ με τη σειρά μου σε
βομβάρδισα (ή μήπως… «βομβάρδισα»;) με ακόμα
περισσότερα εισαγωγικά, και μάλιστα κάθε λογής
και είδους, αλλά ειλικρινά δεν το έκανα… επίτηδες! 😉
Αγαπητέ Τιπούκειτε,
το παράδειγμα τού αορίστου «έφυγε» με το οποίο
ασχολήθηκες στην ανάρτησή σου, μού ’φερε στο
μυαλό ένα άλλο -εξίσου… μακάβριο- που αναφέρει
ο Άγγλος νεοελληνιστής Peter Mackridge στο
πόνημά του «Η νεοελληνική γλώσσα» (εκδ. Πατάκη,
σ. 474):
«[…] Όσον καιρό επικρατούσε η Κ, ήταν έθος να
διδάσκονται τα Ελληνόπουλα τη μεγάλη σπουδαιότητα
της κυριολεξίας۬ οι συστάσεις για αποφυγή της μη
κυριολεκτικής γλώσσας φαίνεται ότι οδήγησαν
ορισμένους συγγραφείς να υιοθετήσουν την ανιαρή
συνήθεια να κλείνουν σε εισαγωγικα κάθε έκφραση
που τους φαινόταν κοινόλεκτη ή μεταφορική. Να ένα
παράδειγμα:
“Είκοσι τέσσερις αιώνες ο Φίλιππος ‘κοιμόταν’ κάτω
από τα χωράφια της Βεργίνας. (…) Ένα μεσημέρι,
πριν 15 μέρες ο κασμάς του πεισματάρη αρχαιολόγου
‘βρήκε’ το ταβάνι του τάφου! (Τ) 1 Δεκ. 1997, 101).».
Τώρα βέβαια -το ξέρω- κι εγώ με τη σειρά μου σε
βομβάρδισα (ή μήπως… «βομβάρδισα»;) με ακόμα
περισσότερα εισαγωγικά, και μάλιστα κάθε λογής
και είδους, αλλά ειλικρινά δεν το έκανα… επίτηδες! 😉
Αγαπητέ Κώστα, το παράθεμα από τον Μάκριτζ είναι εξαιρετικό! Δεν το είχα υπόψη μου και σε ευχαριστώ που έκανες τον κόπο να το αντιγράψεις εδώ. Δεν είμαι σίγουρος ότι η καθαρεύουσα φταίει γι’ αυτό που έχω ονομάσει αλλού horror metaphorae, θεωρώ όμως πολύ πιθανό να φταίει το αγκυλωμένο εκπαιδευτικό μας σύστημα, που αρέσκεται να μηρυκάζει αυθαίρετα αξιώματα παρουσιάζοντάς τα σαν αυτονόητες αλήθειες. Να σου θυμίσω πρόχειρα τον προφανώς λαθεμένο κανόνα «πριν από το και δεν βάζουμε ποτέ κόμμα», με τον οποίο με βομβάρδιζαν οι δασκάλοι μου από το δημοτικό ίσαμε το λύκειο.
Ευχαριστίες θερμές και πάλι!